Quantcast
Channel: ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Viewing all 37932 articles
Browse latest View live

Αθανάσιος Διάκος (1788-1821) - Ο μάρτυρας της Επανάστασης

$
0
0
«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θ’ αποθάνω!».
Αθανάσιος Διάκος


Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ηρωικός αγωνιστής και μάρτυρας κι ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821.

Γεννήθηκε γύρω στο 1788 (σύμφωνα με άλλη εκδοχή το 1782). Ο τόπος γέννησης του Αθανάσιου Διάκου, αποτελεί σημείο τριβής και διεκδικείται από δύο χωριά, την Άνω Μουσουνίτσα και την Αρτοτίνα. Και τα δυο, χωριά της Φωκίδος. Το βέβαιο είναι ότι ο Διάκος έλκει την καταγωγή του και στα δυο χωριά. Ο πατέρας του ήταν από την Μουσουνίτσα και η μητέρα του από την Αρτοτίνα.

Σημείο τριβής, αποτελεί και το πραγματικό επώνυμο του Διάκου. Αναφέρονται τα Μασαβέτας (γράφεται και Μασσαβέτας) και Γραμματικός. Από εκεί και πέρα υπάρχει μια αμφισβήτηση μεταξύ αρκετών ιστορικών, με στοιχεία που συχνά αντικρούονται μεταξύ τους, τόσο για το γενεαλογικό δέντρο του Διάκου, κυρίως απ'την πλευρά του πατέρα του, όσο και για τον τόπο γέννησης και διαμονής του (παρατίθενται κάποιες γνώμες στο τέλος του κειμένου).

Το πιο πιθανό είναι, βάσει των στοιχείων, ότι ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στην Αρτοτίνα και το κανονικό όνομα του πατέρα του ήταν Γεώργιος Γραμματικός.

Ο Διάκος ήταν εγγονός ενός ντόπιου Κλέφτη, του Νικόλαου Γραμματικού, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους. Ο πατέρας του Διάκου τότε, φοβούμενος για τη ζωή του, κατέφυγε σαν ψυχοπαίδι στον θείο του Αθανάσιο Γραμματικό, έναν εύπορο κάτοικο της Αρτοτίνας, ο οποίος ατύπως τον υιοθέτησε. Έτσι ο Γεώργιος Γραμματικός, εμφανίζεται και με το επώνυμο Ψυχογιός (περισσότερο παρατσούκλι, λόγω της άτυπης υιοθεσίας). Ο Γεώργιος Γραμματικός, όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε την Χρυσούλα Καφούρου κι έκαναν 5 παιδιά μεταξύ των οποίων και τον Αθανάσιο Διάκο.

Αργότερα, όταν ο Αθανάσιος Γραμματικός πέθανε, ο πατέρας του Διάκου κληρονόμησε ένα κοπάδι πρόβατα και μια στάνη για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του. Η μοίρα όμως ήταν σκληρή με την οικογένεια. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του Διάκου να εφοδιάζει τους ξεσηκωμένους Κλέφτες με τρόφιμα. Έτσι οδήγησαν τόσο αυτόν όσο κι έναν εκ των αδερφών του Διάκου, τον Απόστολο, στο Παντρατζίκι Φθιώτιδος, την σημερινή Υπάτη, όπου τους κρέμασαν.

Κατατρομαγμένη η μάνα του Διάκου, πήγε το 12χρονο παιδί της και το εμπιστεύτηκε στους καλόγερους του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στην Αρτοτίνα. Πέραν όμως του φόβου της μάνας, υπήρχε και μια ακόμη σκοπιμότητα. Μετά την οικονομική καταστροφή, η χειροτονία του νεαρού Θανάση επιβάλλονταν πλέον και για λόγους βιοποριστικούς, καθώς στα μοναστήρια, λόγω των ειδικών σχέσεων που είχαν αυτά με τους Τούρκους, ζούσαν πιο άνετα σε σχέση με τους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες.

Εκεί ο Διάκος διδάσκεται από κάποιον μοναχό την Οκτώηχο και το Ψαλτήριο. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του χειροτονήθηκε διάκονος, με το ιερατικό όνομα «Άνθιμος» και κράτησε από τότε για επίθετό του τον ιερατικό του βαθμό (Διάκος).

Ο Διάκος περιγράφεται ως άτομο μετρίου αναστήματος, με ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά, προσεγμένη ενδυμασία και σοβαρό βλέμμα, ιδιαίτερα ευκίνητος και γοργός στα πόδια, ενώ ήταν και άριστος στη σκοποβολή.

Ήταν διάκονος ακόμα, όταν κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Αρτοτίνα πυροβόλησε στον αέρα μαζί με άλλους χωρικούς που διασκέδαζαν. Από τους πυροβολισμούς εκείνους σκοτώθηκε ο γιος της Κουτσογιάννενας, από ισχυρή οικογένεια της Κωσταρίτσας, χωριού της Δωρίδας. Για το φόνο εκείνο θεωρήθηκε ένοχος ο Διάκος και καταδιώχτηκε.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Διάκος σ'αυτόν τον γάμο αναγκάστηκε αμυνόμενος να σκοτώσει έναν Τούρκο, όταν αυτός ένιωσε προσβεβλημένος που ηττήθηκε απ'τον Διάκο σε επιτόπιο διαγωνισμό σκοποβολής.
[Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και εντυπωσιασμένος απ'την εμφάνιση του νεαρού μοναχού, του έκανε άσεμνες προτάσεις. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ'τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε.]

Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει Κλέφτης, καταφεύγοντας στο «λημέρι» του ξακουστού στη Δωρίδα Κλέφτη Τσαμ Καλόγερου, ανάμεσα στα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Στην μάχη της Ζελίστας, ο Διάκος σκότωσε με ένα κλαδί έναν Τούρκο και του πήρε τον οπλισμό του, κατακτώντας έτσι και τον τίτλο του Κλέφτη. Παρ'όλη την παλληκαριά του όμως, φαίνεται ότι η χριστιανική του πίστη τον ήλεγχε ακόμη κι έτσι, νομίζοντας πως ο φόνος ξεχάστηκε, επιστρέφει στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, όπου και διαμένει για έναν χρόνο (συνολικά καλογέρεψε για 12 χρόνια). Μετά από προδοσία όμως, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, την ώρα του πανηγυριού τον συνέλαβαν. Σιδηροδέσμιος οδηγήθηκε στο Λιδωρίκι, όπου ο Φερχάτ πασάς διέταξε να κρεμαστεί την επόμενη μέρα. Το βράδυ, ο Διάκος κατάφερε να δραπετεύσει με την βοήθεια του Κλέφτη Καφέτσου.

Επειδή ο Τσαμ Καλόγερος είχε σκοτωθεί, το απόσπασμά του χωρίστηκε σε τρία μικρότερα αποσπάσματα. Ο Διάκος είχε διασυνδεθεί με τον Γούλα Σκαλτσά, έναν συχωριανό του από την Αρτοτίνα και έγινε πρωτοπαλίκαρό του. Όταν ο Σκαλτσάς πήρε το αρματολίκι του Λιδωρικίου, ο Διάκος είχε στον έλεγχό του όλη την περιοχή από τον Μόρνο ως τα ορεινά της Ηπείρου, δείχνοντας σύντομα τα διοικητικά του προσόντα. Οι σχέσεις των δυο αντρών κράτησαν για λίγο. Ο Διάκος στην συνέχεια πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα), στον Κοσμά Σουλιώτη. Εκεί βρήκε ένα φιρμάνι του Αλή πασά που έλεγε να τον «χαλάσουν». Ο Σουλιώτης που του αποκάλυψε περιεχόμενο του φιρμανιού, τον συμβούλεψε να ζητήσει βοήθεια από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που εκείνον τον καιρό είχε καλές σχέσεις με τον Αλή πασά.
Οι δυο άντρες πράγματι συναντήθηκαν το 1814 κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έπεισε τον Αλή πασά να μην εκτελέσει το φιρμάνι, τουναντίον να εντάξει τον Διάκο στο σώμα των «Τσοχανταρέων» (σωματοφυλάκων), στο οποίο προΐστατο ο ίδιος ο Ανδρούτσος.

Στα τέλη του 1818, ο Διάκος γίνεται πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου και μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ενώ άρχισαν την προετοιμασία της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Την απόφαση αυτή την πήρε μαζί με τους επισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο και Άμφισσας Ησαΐα, σε σύσκεψη που έκαναν στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά.
Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα Κλεφτών.

Το 1820, όταν ο Αλή πασάς στασιάζει εναντίον της Οθωμανικής Πύλης, καλεί σε βοήθεια τον Ανδρούτσο κι αυτός ανταποκρίνεται, πηγαίνοντας στα Ιωάννινα. Τότε οι σχέσεις Διάκου και Ανδρούτσου ψυχραίνονται και οι τοπικοί άρχοντες της Λειβαδιάς, με την σύμφωνη γνώμη του εκεί πασά, τον εκλέγουν Αρματολό της Λειβαδιάς. Ο Διάκος παίρνει στο αρματολίκι του και τον 16χρονο ανηψιό του (από την αδερφή του Σοφία) Κωνσταντίνο Κούστα. Το παιδί αυτό θα βρεθεί δίπλα του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του εώς και τον τραγικό του θάνατο.

Σύντομα μετά από το ξέσπασμα των εχθροτήτων, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λειβαδιά με σκοπό την κατάληψη της.

Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες είχαν συγκεντρωθεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία της Λιβαδειάς και όταν ο Τούρκος διοικητής Χασάν αγάς απέρριψε την πρόταση του Διάκου για παράδοση, άρχισε η επίθεση. Στις 31 Μαρτίου, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, και το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά (συμπεριλαμβανομένου του χαρεμιού), οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και την 1η Απριλίου, σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου. Στην συνέχεια επιχειρεί να καταλάβει την Λαμία, που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Δεν είχε όμως την απαιτούμενη βοήθεια και στήριξη από τον τοπικό οπλαρχηχό Μήτσο Κοντογιάννη, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη η ώρα για ξεσηκωμό και απέτυχε.

Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς (ενώ την άλλη μέρα προστέθηκαν κι άλλα 3.000 άτομα) να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος.

Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες.
Αφού συσκέπτηκαν στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες.

Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι το πρωί της 23ης Απριλίου. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στον Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε.

Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ'τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο ψυχογιός του, βλέποντας τους άλλους να φεύγουν έφερε ένα άλογο στον Διάκο και τον παρότρεινε να φύγει κι αυτός.
Όμως ο Διάκος δεν δείλιασε και δεν έφυγε. «Δεν φεύγω» του απάντησε.
Θυμήθηκε ότι και ο Λεωνίδας άλλοτε, κάπου εκεί κοντά, δε φοβήθηκε τις μυριάδες των Περσών. «Αγίασε» με το αίμα του άλλη μια φορά τον ιερό εκείνο τόπο, όπου οι προσκυνητές θαυμάζουν την παλιά και τη νέα ανδραγαθία των Ελλήνων. Πολέμησε λοιπόν με πρωτοφανή ανδρεία και ανέστησε τις παλιές ένδοξες ημέρες των 300 του Λεωνίδα. Κι αυτός πλέον δεν είχε ούτε 300, αλλά μόνο 20-30 συμπολεμιστές του σε μια απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν...

Η άνιση μάχη αρχίζει κι απ'τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στη θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου.
Όλοι οι σύντροφοί του σκοτώνονται, εκτός απ'τον ψυχογιό του. Ο ίδιος τραυματίζεται κι αφού πετάει το τουφέκι του που έχει σπάσει από την υπερβολική χρήση, όπως και το σπαθί του που το βρήκε βόλι κοντά στην λαβή, συνεχίζει να πολεμά και να αντιστέκεται, βαστώντας στο αριστερό χέρι την πιστόλα του. Οι Τούρκοι τον αναγνωρίζουν κι αφού τον περικυκλώνουν, τον συλλαμβάνουν ζωντανό, μες τα αίματα και τον οδηγούν στον Ομέρ Βρυώνη. Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου.
Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν οι τραυματίες.

Οι πασάδες, έχοντας αιχμάλωτους πλέον τον Διάκο και τον ψυχογιό του όδευσαν προς τη Λαμία (Ζητούνι). Χάριν της κενοδοξίας τους, έβαλαν τον Διάκο να περπατά μπροστά πεζός. Φοβούμενοι όμως σύντομα, μην τυχόν επιχειρήσει να διαφύγει τον έβαλαν να καθίσει σε ένα μουλάρι που είχε ελαφρά δεμένα το πόδια του για να μην μπορεί να τρέξει.

Την νύχτα της 23ης Απριλίου 1821, αφού έφτασαν στη Λαμία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ μπέη, σημαίνοντα Τούρκου της Λαμίας, κοντά στην πλατεία Λαού, πλησίον του σημείου όπου θανατώθηκε τελικά ο Διάκος, ζητώντας να μάθουν στοιχεία για την Επανάσταση. Ο Διάκος άφοβα τους απάντησε ότι όλο το έθνος των Ελλήνων αποφάσισε να χαθεί ή να ελευθερωθεί.
Ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος φέρεται να ήταν ελληνικής καταγωγής και δεν ήθελε τον θάνατο του Διάκου, καθώς τον γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του, στην διάρκεια της συνοπτικής αυτής δίκης, του πρόσφερε τιμές, με αντάλλαγμα να παραιτηθεί του αγώνα και να προσχωρήσει στο τουρκικό στρατόπεδο, ασπαζόμενος τον ισλαμισμό. Ο Διάκος αρνήθηκε περήφανα.
Ο Μεχμέτ πασάς (συστράτηγος, αλλά ανώτερος του Ομέρ Βριώνη), θαυμάζοντας το θάρρος του Διάκου του είπε ότι είναι πρόθυμος να του παρέχει ιατρική περίθαλψη, αν ήθελε να τεθεί στην υπηρεσία του. Ο Διάκος απέρριψε την πρότασή του, λέγοντας «Δεν σε υπηρετώ. Αλλά και να σε υπηρετήσω, δε θα σε ωφελήσω». Ο Μεχμέτ πασάς τότε τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Αυτό δεν φαίνεται να πτόησε τον Διάκο που του απάντησε «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους».

Την επόμενη μέρα, την 24η Απριλίου, ημέρα Κυριακή και κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ μπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό (σούβλισμα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά.
Ο Χαλήλ μπέης μάλιστα, απαίτησε στο σημείο του μαρτυρίου να είναι παρών κι ο ανηψιός του Διάκου, ο 16χρονος Κωνσταντίνος Κούστας, έτσι ώστε, βλέποντάς τον ο Διάκος, να μην βασανίζεται μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά.

Αυτός που κοινοποίησε την σκληρή απόφαση στον Διάκο, του έδωσε να κρατά στα χέρια του και το εργαλείο του θανάτου του, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει κρατώντας το. Αυτός αγανακτώντας το πέταξε κάτω και φώναξε σε μερικούς Αλβανούς που ήταν γύρω του, «Δεν βρίσκεται κάποιος να με σκοτώσει; Γιατί αφήνετε τους Ανατολίτες να με παιδεύουν; Εγώ κακούργος δεν είμαι» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτό φέρεται να το είπε όταν τον σούβλιζαν).
Κάποιοι απ'τον συγκεντρωμένο κόσμο του είπαν τότε να τουρκέψει για να σώσει το τομάρι του. Ο Διάκος γυρίζοντας προς αυτούς, τους απαντά, «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ'αποθάνω» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτή η φράση ειπώθηκε ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη, όταν του έκανε ανάλογη πρόταση, ενώ ποικίλουν και οι όροι, Ρωμιός ή Χριστιανός).
Οδεύοντας προς τον τόπο του μαρτυρίου, η παράδοση φέρει τον Διάκο να μονολογεί με πίκρα ατενίζοντας την ανοιξιάτικη φύση «Για ιδέ καιρόν που διάλεξεν ο χάρος να με πάρει. Τώρα π'ανθίζουν τα κλαδιά και βγάν'η γη χορτάρι».

Ο Διάκος τελικά οδηγήθηκε απέναντι από την καλύβα του γερο-Μπακογιάννη στην πλατεία Λαού, εκεί που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο.
Πως όμως γινόταν ο ανασκολοπισμός από τους Τούρκους;
Μια λεπτομερής περιγραφή βρίσκεται στο Γαλλικό Grand Dictionnaire:
«To βασανιστήριο του διοβελισμού ένα από τα φοβερότερα εφευρήματα της ανθρώπινης θηριωδίας, είναι το σούβλισμα του κατάδικου σε ξύλινο πάσσαλο.
Ξαπλώνουν το θύμα καταγής μπρούμυτα με τα πόδια πολύ ανοικτά και τα χέρια δεμένα στην ράχη. Για να ακινητοποιηθεί εντελώς και να μη διαταράσσεται η εργασία του δημίου στερεώνεται στη ράχη του μελλοθάνατου ένα σαμάρι επάνω στο οποίο κάθεται ένας από τους βοηθούς του. Ο δήμιος, αφού προετοιμάσει την είσοδο με λίπος, πιάνει το παλούκι με τα δύο του χέρια και το μπήγει όσο βαθύτερα μπορεί και ύστερα το χτυπάει με κόπανο ώστε να εισχωρήσει πενήντα ή εξήντα εκατοστά. Ανασηκώνει τότε τον σουβλισμένο και το στερεώνει στο χώμα αφήνοντας το θύμα να ξεψυχήσει καρφωμένο. Καθώς ο δύστυχος δεν μπορεί να κρατηθεί από πουθενά το παλούκι βυθίζεται, εξαιτίας του βάρους του σώματος, όλο και πιο πολύ και τελικά βγαίνει ή από τη μασχάλη ή από το στήθος ή από το στομάχι. Κι ο θάνατος που θα τερματίσει το αποτρόπαιο μαρτύριο αργεί.
Αναφέρονται περιπτώσεις παλουκωμένων που έζησαν τρεις ημέρες σ αυτή την θέση. Η διάρκεια του βασανισμού εξαρτάται από την σωματική διάπλαση του ατόμου και την κατεύθυνση που δίνεται στον πάσαλο. Αυτό εξηγείται εύκολα. Από έναν εκλεπτυσμό της φρικαλέας θηριωδίας τους φροντίζουν μα μην είναι αιχμηρό το παλούκι αλλά αμβλύ και κάπως στρογγυλεμένο στην άκρη. Γιατί η αιχμή θα περνούσε τα όργανα κατά την διολίσθηση του παλουκιού και θα προκαλούσε τον άμεσο θάνατο. Η στρογγυλεμένη όμως απόληξη του πασσάλου παραμερίζει τα σπλάχνα, τα μετακινεί χωρίς να εισχωρεί στους ευαίσθητους ιστούς… παρά τους εφιαλτικούς πόνους που προκαλεί η συμπίεση των νεύρων η ζωή παραμένει για ορισμένο χρόνο. Γιατί είναι προφανές ότι αν το παλούκι, αντί να ακολουθήσει τον άξονα του σώματος, εισχωρήσει λοξά δεν θα βγει από το στέρνο ή την μασχάλη αλλά θα τρυπήσει το υπογάστριο. Κι έτσι αφού παραμείνει άθικτη η θωρακική χώρα και δεν πλήττονται βασικά όργανα η ζωή θα παραταθεί περισσότερο».

Παρ'ότι ο ανασκολοπισμός του Διάκου είναι αδιαμφισβήτητος, εν τούτοις οι πληροφορίες που αφορούν τον τόπο και τις ώρες του μαρτυρίου του, είναι συγκεχυμένες.
Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διάκος σουβλίστηκε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι μεταφέρθηκε στην Αλαμάνα κι αφού σουβλίστηκε, τον έστησαν όρθιο και τον αποτελείωσαν οι Τούρκοι με πυροβολισμούς.
Κατά μία άλλη εκδοχή, «Ζων ο κατάδικος ετίθετο επί ανεστραμμένου σάγματος ύπτιος, δεμένος χείρας και πόδας, δύο ρωμαλέοι δήμιοι εκάθoντο επ’ αυτού, τρίτος εστήριζεν εις τον πρωκτόν ξύλινον οβελόν όμοιον με τας σούβλας ας μεταχειριζόμεθα δια το ψήσιμον των αρνιών του Πάσχα, και τέταρτος δια σιδηράς ή ξυλίνης σφύρας εκτύπα του οβελού το οπίσθιον, εωσούν η ακωκή εξήρχετο εκ της κεφαλής ή θατέρας των ωμοπλατών καθ’ ην τυχαίως ελάμβανεν διεύθυνσιν. Εάν ο οβελός εξήρχετο εκ της αριστεράς ωμοπλάτης ο ούτω βασανιζόμενος απέθνησκε μετ ολίγον, εάν δε εκ της δεξιάς έζη και τρεις και τέσσερας ημέρας. Τρεις όλας ημέρας εβασανίσθη ούτως ο αείμνηστος Διάκος και ήθελεν βασανισθή έτι πλέον εάν οίκτου δεν τω έθραυε δια σφαίρας το κρανίον εις άτακτος».
Σύμφωνα πάντως με τον παππού του γιατρού Κουνούπη, ο οποίος δήλωνε αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρικού θανάτου του Διάκου, μετά το σούβλισμα, ο όχλος άναψε φωτιά επί της οποίας τοποθέτησαν τον κατακρεουργημένο, αλλά ζωντανό ακόμα ήρωα για να τον ψήσουν. Τότε κάποιος ονόματι Θανάσης Μάνθος, έδεσε στην άκρη ενός ξύλου ένα βρεγμένο πανί και το έφερε με τρόπο στο στόμα του Διάκου. Μόλις υγράνθηκαν τα χείλη του, ο Διάκος ξεψύχησε.
Το ψήσιμο του Διάκου, το οποίο θεωρείται από μερικούς αμφισβητήσιμο, αναφέρεται και στην επίσημη έκθεση της Κρατικής Επιτροπής Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, η οποία του απονέμει τιμητικά μετά θάνατον τον βαθμό του Στρατηγού.

Οι Τούρκοι, μετά από 6 ημέρες (κατ'άλλους 3-5), όταν η δυσωδία από το σώμα του Διάκου, αλλά κι από τα κεφάλια των άλλων αγωνιστών που ήταν περιστοιχισμένα γύρω του, άρχισε να γίνεται αφόρητη, διέταξαν τους Λαμιώτες Κεφάλα και Φαροδήμο να ξεσουβλίζουν τον Διάκο και μαζί με τα υπόλοιπα μαρτυρικά κορμιά να τα πετάξουν.

Όπως μαρτυρά ο ανηψιός του Διάκου, Κωνσταντίνος Κούστας, το σκήνωμα του ήρωα πετάχτηκε σε έναν μεγάλο σκουπιδόλακκο, βορειοδυτικά της Λαμίας, ανάμεσα στον λόφο του Αγίου Λουκά και το σημερινό στρατόπεδο της Μεραρχίας Υποστηρίξεως. Κατόπιν ρητής εντολής του πασά, το άψυχο σώμα σκεπάστηκε με κοπριές, αφ΄ ενός για να λιώσει πιο γρήγορα κι αφ'ετέρου για να επιτείνει τον εξευτελισμό τόσο της σορού του Διάκου, όσου και της κεφαλής του Δεσπότη Σαλώνων που είχε πεταχτεί στον ίδιο λάκκο.

Το τι απέγινε η σορός του Διάκου και που ετάφη αν ετάφη, παραμένει εώς σήμερα ένα ερωτηματικό.
Η παράδοση λέει, πως κάποιος πήγε κρυφά μετά από μερικές μέρες και ξέθαψε το σώμα. Το μετέφερε και το έθαψε κοντά σε ένα μικρό ερημοκκλήσι της Λαμίας, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε το σπίτι του Παπαδογιώργου. Το σημείο αυτό τοποθετείται κοντά στην πλατεία Διάκου στην νότια πλευρά, προς τα σκαλιά που οδηγούν στην οδό Καρπενησίου.
Το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, με ψήφισμά του στις 10 Αυγούστου 1843 αποφάσισε και ενέκρινε δαπάνη 150 δραχμών για «...την ανακομιδή των λειψάνων του αοίδομου πρωτομάρτυρος και πρωταγωνιστού Αθανασίου Διάκου και την μεταφοράν και εναπόθεσιν αυτών περί ώραν...».
Όπως αναφέρει αργότερα ο Θ. Λάσκαρης, «...το μέρος ηρευνήθη, αλλ'ουδέν ίχνος ευρέθη».

Στην Εθνική Βιβλιοθήκη, υπάρχει έγγραφο με θέμα μια αίτηση (η οποία έγινε δεκτή) προς την Κρατική Επιτροπή Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, την οποία είχε υποβάλλει ο αγωνιστής του 1821 και πρώην διερμηνέας του Ομέρ Βρυώνη, Παναγιώτης Σκορδής. Ο Σκορδής ζητά την οικονομική βοήθεια της πολιτείας, καθώς ξόδεψε όλη του την περιουσία στον Αγώνα. Ανάμεσα στις πράξεις τις οποίες γράφει και πιστεύει ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν, αναφέρει και την εξαγορά έναντι 5.000 γροσίων απ'τους Τούρκους της σορού του Αθανάσιου Διάκου, με 130 ακόμα «κεφαλάς», καθώς και την απελευθέρωση 24 αιχμαλώτων.
Το έγγραφο αυτό, αν και δεν διευκρινίζεται εδώ που ακριβώς έθαψε ο Σκορδής τις σορούς, υποστηρίζεται από ανάλογο του συνταγματάρχη Ζαφειρόπουλου, το οποίο αναφέρει τα εξής:
«Πιθανότατα ακόμη, αν ο Δήμος Λαμιέων επανέλθει επί του ψηφίσματος της 16-8-1843, μια νέα έρευνα επί του σημείου της ταφής του Διάκου, να είναι επιτυχής. Αν σκεφτούμε μάλιστα πως στην περιοχή αυτή, εκτός του σώματος του ήρωα ερρίφθησαν και τα κεφάλια 130 αγωνιστών, τότε μάλλον πρέπει να υποθέσουμε πως πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο ομαδικό τάφο».

Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων τρομοκράτησε αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες, που θυμίζει την ηρωική άμυνα του Λεωνίδα απέναντι στους Πέρσες, τον έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό.

Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας, το σημείο της τελικής μάχης του...



Στο σημείο του μαρτυρικού του θανάτου, στην οδό Καλύβα Μπακογιάννη (πλησίον της πλατείας Λαού) στην πόλη της Λαμίας, υπάρχει σήμερα ένα κενοτάφιο για να μας θυμίζει αυτόν τον μεγάλο και πραγματικό ήρωα. Το 1886 με πρόταση του ταγματάρχου Ρούβαλη και αργότερα (1889) με ενέργειες του δημάρχου Λαμιέων, Σκληβανιώτου, κατασκευάστηκε σε ανάμνηση της τραγικής θυσίας του Αθανασίου Διάκου. Είναι ένας Γολγοθάς, δηλαδή συσσώρευση μεγάλων λίθων πού έχει στην κορυφή του μαρμάρινο σταυρό τον οποίο περιβάλλουν φύλλα δάφνης. Στην πρόσοψη του Γολγοθά υπάρχει η επιγραφή:«Ούτος ο τόπος ενθα τήν 23ην Απριλίου 1821 υπό των Τούρκων ανασκολοπισθείς εμαρτύρησε υπέρ Πίστεως και Ελευθερίας ο Αθανάσιος Διάκος».

Σε άλλη πλάκα πού τοποθετήθηκε το 1930 με την συμπλήρωση 100 χρόνων ελεύθερης Λαμίας, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε τούς ακόλουθους στίχους:«Και των ηρώων καύχημα στην δόξα του Κυρίου,
Θανάση Διάκο σ΄ έφερεν ο δαρμός του μαρτυρίου,
και ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα,
τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα».

Πίσω ακριβώς από το μνημείο επί υψηλού τοίχου εντός κόγχης υπάρχει η προτομή του Αθανασίου Διάκου. Επίσης η είσοδος είναι μαρμάρινη με δύο πυρσούς σε κάθε κολώνα λεπτής τέχνης.

Στην ομώνυμη πλατεία της Λαμίας, υπάρχει το άγαλμά του, όπου τον παρουσιάζει να μάχεται με το σπασμένο σπαθί...

Ένα εκ των χωριών που τον διεκδικεί ως τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε αργότερα Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του.ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥΤρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ'άλλο το Ζητούνι.
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην'ο Καλύβας έρχεται, μην'ο Λεβεντογιάννης;
Νουδ'ο Καλύβας έρχεται νουδ'ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες».



Ο Διάκος σαν τ'αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ'τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».



Παίρνουνε τ'αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου», φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε.
Σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».



Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα.
Τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια.



Κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ'τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.



Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν'αλλάξεις;
Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν'αφήσεις;».
Κι εκείνος τ'αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν'αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας».



Σαν τ'άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω 'γω κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».



Τον Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι αν με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι». Πηγές

Μαρτυρίες και απόψεις για την καταγωγή του Αθανάσιου Διάκου

Μια πρώτη ιστορικά και αυθεντική μαρτυρία για την Άνω Μουσουνίτσα ως γενέτειρας του Αθανασίου Διάκου, είναι η μαρτυρία του Ιωάννη Μαμούρη ή Γιάννη του Γκούρα, όπως ο ίδιος συνήθιζε να υπογράφει και ο οποίος σε πιστοποιητικό με ιδιόγραφη υπογραφή του αναφέρει ως γενέτειρα του Αθανασίου Διάκου -που ήταν σύγχρονός του και συμπολεμιστής του κατά των τουρκικών δυνάμεων- την Άνω Μουσουνίτσα.

Μια άλλη έγγραφη αναφορά, υπάρχει στο τρίτομο έργο του Ιάκωβου Ραγκαβή που περιλαμβάνει «Περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της Αρχαίας και Νέας Ελλάδος» με τον πρώτο τόμο να περιλαμβάνει την «Στερεάν, Ανατολικήν και Δυτικήν Ελλάδα». Το βιβλίο εκδόθηκε το 1853, άρα τα στοιχεία που περιλαμβάνει έχουν συλλεγεί αρκετά νωρίτερα και, εν πάση περιπτώσει, πολύ κοντά στα γεγονότα του 1821.
Ο Ραγκαβής, συλλέγοντας το υλικό για το έργο του ήλθε σε επαφή με πηγές και ανθρώπους που είχαν ζήσει τα γεγονότα του 1821. Η θυσία του Διάκου, πολύ πρόσφατη, είχε συνταράξει το Πανελλήνιο, ιδιαίτερα δε την περιοχή που καλύπτει ο συγκεκριμένος τόμος και ο Ραγκαβής πρέπει να θεώρησε την ακόλουθη υποσημείωση ως απότιση φόρου τιμής προς την γενέτειρα του ήρωα.
«Η Αρτοτίνα ην πατρίς του περιφήμου ήρωος Διάκου (Αθανασίου), ος υψώσας πρώτος την σημαίαν της επαναστάσεως την 28ην Μαρτίου 1821 και αριστεύσας κατά την Λεβαδιάν και αλλαχού, εμαρτύρησε, συλληφθείς και ανασκολπισθείς εις Λαμίαν υπό του Ομέρ – Βριόνου».



Λίγα χρόνια αργότερα, το Υπουργείο Παιδείας ζήτησε το 1858 προς όλους τους εκπαιδευτικούς του κράτους να συγκεντρώσουν και υποβάλλουν ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία του τόπου όπου ο καθένας υπηρετούσε. Ο Ηπειρώτης δάσκαλος Φ. Παπαδόπουλος που υπηρετούσε τότε στην Αρτοτίνα υπέβαλε στο Υπουργείο Παιδείας στις 18.12.1858 μελέτη-αναφορά με τίτλο «περί καταγωγής και διαλέκτου των κατοίκων της κώμης Αρτοτίνης Δωρίδος» (δημοσιεύθηκε το 1868 στην «Εφημερίδα των Φιλομαθών») όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρει «Διο και κατά τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα διέπρεψαν πολλοί εκ των ενταύθα, οίον ο αείμνηστος Διάκος, ο Καλτσάς, ο Σιαφάκας κ.λ.π».
Η πληροφορία αυτή, θεωρείται επίσημη και υπεύθυνη αφού παρέχεται από κρατικό λειτουργό, έχει ταυτόχρονα «ανυπολόγιστην ιστορικήν αξίαν διότι είναι γνησία και απηλλαγμένη πάσης πλάνης και τούτο διότι ο περί ου υπηρετών ως δημοδιδάσκαλος εις την Αρτοτίναν μετά 37 έτη από του θανάτου του Διάκου, αντλεί στοιχεία από το οικογενειακόν και συγγενικόν του περιβάλλον ως και τους παιδικούς φίλους του ήρωος» (Ι. Κ. Μασούρα «Ποία η γενέτειρα του Αθανασίου Διάκου», Αθήναι 1975).

Η χήρα του Κωνσταντίνου Μασαβέτα (αδερφός του Αθανάσιου Διάκου) σε αναφορά της προς τον Βασιλέα στις 04.01.1859 (την υπογράφει ο υιός της Δήμος) με την οποία ζητεί την αύξηση της σύνταξης που ήδη από το 1837 παίρνει ως χήρα του Κ. Μασσαβέτα ο οποίος «μαχόμενος τότε μετά του αδερφού του έπεσε πρώτος και ο αείμνηστος Αθανάσιος Διάκος μετεχειρίσθη το πτώμα του ως προπέτασμα μέχρις ότου συλληφθείς έδωκε τον μαρτυρικόν θάνατον».
Στη συνέχεια αναφέρει «έκτοτε μείνασε χήρα εγκαταλελειμμένη μετά τριών τέκνων εξ ων το ένα θήλυ άτινα δια να διαθρέψω κ.λ.π». Τα τρία τέκνα είναι ο Δήμος, η Θεοδώρα και ο Γούλας που περιλαμβάνονται στο πιστοποιητικό του δημάρχου Κροκυλίου που ακολουθεί. Το 1865 εκδόθηκε το υπ’ αρ. 687/10-1-1865 Πιστοποιητικό του Δημάρχου Κροκυλίου (Ο Δήμος είχε χειμερινή πρωτεύουσα τους Πενταγυιούς και θερινή την Αρτοτίνα), ύστερα από αίτηση των ανηψιών του Διάκου (παιδιών της αδελφής του Σοφίας) Παπαβασίλη Κούστα και Αποστόλη Κούστα προκειμένου να υποβληθεί στην Εξεταστική Επιτροπή των Αγωνιστών, σύμφωνα με το από 31.12.1864 Β.Δ «περί των κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας αγώνα εκδουλεύσεων και θυσιών». Το Πιστοποιητικό αυτό που πρώτος ανακάλυψε ο διακεκριμένος ιστορικός, ερευνητής και συγγραφέας Τάκης Λάππας το 1946, βρίσκεται στα Αρχεία Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Ακολουθεί αυτούσιο το Πιστοποιητικό.

«Βασίλειον της Ελλάδος

Αριθ΄ 687

Ο Δήμαρχος Κροκυλείου πιστοποιεί ότι:

Πλησιέστεροι και ζώντες συγγενείς του υπέρ πατρίδος τεθνεώτος και εν τω Ιερώ Αγώνι πεσόντος οπλαρχηγού Διάκου, είναι οι εξής:
Παπαβασίλειος Κούστας, κάτοικος Αρτοτίνης, ανεψιός επ’ αδελφή ονόματι Σοφίας, μη επιζώσης
Ιωάννης Κούστας, ομοίως.
Γκόλφω σύζυγος Δημητρίου Τσόλη, κάτοικος Κωστάρτσας
Φέγγω σύζυγος Αθανασίου Ζαρονίκου, κάτοικος Αρτοτίνης
Αικατερίνη σύζυγος Δημητρίου Κολοβού, κάτοικος Αρτοτίνης
Ζωΐτσα χήρα Δημ. Τζουβελέκου, κάτοικος Κολοκυθιάς Υπάτης, ανεψιά εκ της ιδίας αδελφής
Κωνσταντίνος, Γεώργιος, Νικόλαος, Αντώνιος και Αικατερίνη χήρα Παπαδημητρίου, κάτοικοι Αρτοτίνης, τέκνα του αποβιώσαντος Αποστόλου Κούστα, ανεψιού του ποτέ Διάκου, επ’ αδελφή.
Γκόλφω σύζυγος Ιωάννου Ράϊκου, κάτοικος Αρτοτίνης, ανεψιά εξ ανεψιάς αυτού, ήτοι εγγονή της αδελφής του Σοφίας.

1) Δήμος Μασαβέτας, κάτοικος Άνω Μουσουνίτσας της Παρνασίδος, ανεψιός επ’ αδελφώ ονόματι Κώστας Μασσαβέτας, φονευθέντος εις την ιδίαν μάχην.
2) Θεοδώρα χήρα Γεωργίου Κελεστοπούλου, ανεψιά, ήτοι θυγάτηρ του ποτέ Μασαβέτα, κάτοικος Άνω Μουσουνίτσας της Παρνασσίδος.
3) Προσέτι δύο τέκνα του αποθανόντος Γούλα Κωνσταντίνου Μασαβέτα, ήτοι του ρηθέντος αδελφού του, των οποίων τα ονόματα δεν μας είναι ακριβώς γνωστά.
4) Κρουστάλλω χήρα Μάλου, κάτοικος Μαυρολιθαρίου της Παρνασσίδος, Αικατερίνη χήρα Παναγή Βλάχου, κάτοικος Αρτοτίνης του Δήμου μας, Βλάχα χήρα Καραδήμα, κάτοικος Τριβιδίου, τέκνα επ’ αδελφή του Διάκου, ονόματι Καλομοίρας, μη επιζώσης.
5) Αικατερίνη σύζυγος Κ. Ρουφαγάλα, κάτοικος Αρτοτίνης, Κυρούλα χήρα Ιωάννου Ζάβαλη, κάτοικος επίσης, Ευφροσύνη σύζυγος Ιωαν. Δ. Τσιτσή, κάτοικος επίσης, Ιωάννης και Γεώργιος Σταμάτης και Καλομοίρα Γεωργ. Σταμάτη, κάτοικοι επίσης, έγγονοι της ανωτέρω αδελφής του Καλομοίρας.

Εν Πενταγιοίς τη 10 Ιανουαρίου 1865.

Ο Δήμαρχος
(Τ.Σ.) Γ. Αναγ. Κόταρης »

Πρόκειται για πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως του Αθανάσιου Διάκου που χορηγείται από τον δήμαρχο του τόπου γέννησης του προσώπου στο οποίο αναφέρεται, δηλαδή τον Αθανάσιο Διάκο και περιλαμβάνει όλους τους επιζώντες τότε πλησιέστερους συγγενείς του, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας τους.
Κατά συνέπεια από αυτό και μόνο το επίσημο στοιχείο αποδεικνύεται ότι ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στην Αρτοτίνα.

Ο Γεώργιος Κρέμος, καθηγητής και Υφηγητής της Ιστορίας από το Στείρι της Λειβαδιάς, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (ιστορία–γεωγραφία), μετά από επιτόπια έρευνα στην Αρτοτίνα το 1876, πρώτος κατέγραψε και δημοσίευσε πλήρες γενεαλογικό δένδρο της πατρικής οικογένειας του Διάκου:
«Τω 1760 εκ της άνω Μουσουνίτσας κατήλθεν εις Αρτοτίναν Γεώργιος τις νεανίσκος, ορφανός μητρός τε και πατρός και πενέστατος. τούτον υιοθέτησεν ο θείος αυτού Αθανάσιος Γραμματικός, εξ ου, ως υιοθετηθείς, ωνομάσθη Γεώργιος Ψυχογυιός. Ο Γεώργιος έλαβε σύζυγον την Χρυσούλαν εξ ων εγεννήθησαν πέντε τέκνα ήτοι: 1. Σοφία, 2. Καλομοίρα, 3. Απόστολος, 4. Κωνσταντίνος, 5. Αθανάσιος».
Και συνεχίζει σε άλλο σημείο:
«Ο Αθανάσιος Διάκος εκ πατρός Γεωργίου Ψυχογυιού εκ της Άνω Μουσουνίτσας και μητρός Χρυσούλας εγεννήθη εν Αρτοτίνη τω 1781 ότι τη 26 Οκτωβρίου 1820 διορισθείς οπλιτάρχης Λεβαδείας διετέλεσε τοιούτος μέχρι της εν Αλαμάνα συλλήψεως, ήτοι μέχρι της 23 Απριλίου 1821, ότε διεδέξατο αυτόν ο Βασίλειος Μπούσγος και παρά ταύτα ουδέν. Παν δε γεγραμμένον παρά ταύτα είναι απόβλητον και αλλότριον της ιστορικής αληθείας».

Ας σημειωθεί ότι η επίσκεψη του Κρέμου στην Αρτοτίνα (και την Άνω Μουσουνίτσα) με τις πρωτόγονες, εν γένει, συνθήκες εκείνης της εποχής είχε ένα σκοπό: την ανεύρεση απογόνων του Διάκου προκειμένου να τιμηθούν από την Πολιτεία. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της αναζήτησης στον παντελώς ανύποπτο χρόνο της δεκαετίας του 1870; Ας αφήσουμε τον Κρέμο να μας το διηγηθεί:
«Ανευρεθείς δε και μετ’ αναντιλέκτους της γνησιότητος αυτού μαρτυρίας προσκληθείς εις Αθήνας και ελθών συν το πατρί ετέθη υπό την προστασίαν ημών ο μικρός ανεψιός του Διάκου Κώστας Κούστας υιός του Ιωάννου Κούστα υιού της αδελφής του ήρωος. Τον νέον Κώστα άγοντα το δέκατον τέταρτον έτος μετωνομάσαμεν αθρόοι προς διάσωσιν του ηρωικού ονόματος Κώσταν Διάκον».

Περίπου τα ίδια αναφέρουν, ο ιατρός Κωνσταντίνος Διάκος, ο αξιόλογος ιστοριοδίφης και λαογράφος Δ. Λουκόπουλος και ο Ιωάννης Βάρδος. Ο ιατρός Διάκος, το 1926, λέει, ότι ο επονομασθείς Ψυχογυιός ονομάζονταν Πανουργιάς:
«Ο Αθανάσιος Διάκος εγεννήθη εν Αρτοτίνη παρά του Κωνσταντίνου Ψυχογυιού, καταγομένου εξ Άνω Μουσουνίτσης εκ της οικογενείας Πανουργιά όστις είχεν υιοθετηθή παρά του εν Αρτοτίνη εκ μητρός πρώτου θείου του Γραμματικού ονομαζομένου και ως θετός υιός έλαβε το όνομα Ψυχογυιός. Αφού αποκατεστάθη εν Αρτοτίνη ενυμφεύθη και έλαβεν ως σύζυγον θυγατέρα του εξ Αρτοτίνης Μπουκουβάλα, μετά της οποίας εγέννησε τρεις υιούς τον Απόστολον Ψυχογυιόν, τον Δημήτριον τον επονομασθέντα Μασαβέταν και τον Αθανάσιον Ψυχογυιόν τον περί ου η έρις ήρωα, θυγατέρας δε δύο την Καλομοίραν και την Σοφίαν. Ο μεν Ψυχογυιός μετά του μεγαλυτέρου υιού του Αποστόλου (αδελφού του ήρωος) απέθανεν εις τας φυλακάς Υπάτης, η δε σύζυγός του Ψυχογίνα (μήτηρ του ήρωος) μετά των θυγατέρων και του Αθανασίου ορφανοί και καταδιωκόμενοι παρά των Τούρκων, αποξενωθέντες δε και της οικίας των διέμενον εν τινι καλύβη όοπυ υπάρχει και μηλέα ήδη φέρουσα την τοπωνυμίαν «ψυχογίνα τη μηλιά», έτι και νυν, και ο Δημήτριος ο επικληθείς Μασαβέτας κατέφυγεν εις Μουσουνίτσαν πατρίδα του πατρός του Πανουργιά. Αι αδελφαί του ήρωος αποκατεστάθησαν εν Αρτοτίνη, η μεν Καλομοίρα υπανδρευθείσα τον Γεώργιον Σταμάτην, η δε Σοφία τον εκ Παλουκόβης την καταγωγήν Κωνσταντίνον Κούσταν, όστις τυγχάνει και ο πάππος του υποφαινομένου».

Μια άλλη εκδοχή σε σχέση με την καταγωγή του Διάκου, αποτελεί μια νεότερη μελέτη του Κων. Παπαχρήστου με τίτλο «Πού εγεννήθη ο Αθανάσιος Διάκος» ( Ακαδημία Αθηνών, Πρακτικά 1939, Τόμος ΙΔ!), σύμφωνα με την οποία, ο πατέρας του Διάκου δεν ονομάζονταν Γεώργιος, αλλά Νικόλαος και το επώνυμό του δεν ήταν Πανουργιάς ή Ψυχογυιός, αλλά Μασαβέτας. Αιτιολογεί δε, την όλη αναφορά στην Αρτοτίνα λόγω της καταγωγής της μητέρας του Διάκου και του μοναστηριού που βρίσκονταν εκεί, όπου και είχε καταφύγει ο Αθανάσιος Διάκος:
«Ο πατήρ του Διάκου ουδέποτε ωνομάσθη Ψυχογυιός και ουδέποτε κατώκησεν εις την Αρτοτίναν. Παρέμεινεν εις Μουσουνίτζαν και εκεί συνεκρότησε την οικογένειάν του. Αι δύο υιοθεσίαι, αι δύο μετοικεσίαι και η πολυωνυμία του πατρός του Διάκου προκαλούν κατάπληξιν. Δημώδης παράδοσις, ήτις γνωρίζει την Αρτοτίναν ως γενέτειραν του Διάκου, ανεπτύχθη ενωρίς αφ’ ενός μεν ένεκα της Αρτοτινής καταγωγής της Χρυσούλας και του ανδρός του τέκνου αυτής Κώστα Κούστα, αφ’ ετέρου δε ένεκα του εγκλεισμού του νεαρού Αθανασίου εις την παρά την Αρτοτίναν Μονήν του Ιωάννου του Προδρόμου.
Ο Διάκος, υιός του Νίκου Μασσαβέτα, εγεννήθη εις την κωμόπολιν της Παρνασσίδος την Μουσουνίτζαν, καθώς πληροφορούσιν και ο Περραιβός και ο Φιλήμων και άλλοι ιστορικοί και ιστοριοδίφαι».

Στην ίδια άποψη για το επώνυμο, συγκλίνουν και οι μαρτυρίες του στρατηγού Μακρυγιάννη, που γνώριζε τον Διάκο και του Ιωάννη Μαμούρη (Γιάννης Γκούρας), οι οποίοι αναφέρουν ότι το επώνυμο του Διάκου ήταν Μασαβέτας.

ΠΗΓΗ pare-dose

Μάρκος Μπότσαρης Ο λεοντόκαρδος και ακατάβλητος οπλαρχηγός

$
0
0
Ο αγνός «Αετός του Σουλίου» που χαρακτηρίστηκε «Λεωνίδας της Νεότερης Ελλάδας»!
Όταν ο Λόρδος Βύρων έφτασε στο Μεσολόγγι την 5η Ιανουαρίου 1824, μέσα στην πανηγυρική ατμόσφαιρα που του επιφύλαξε ο λαός και η πολιτική ηγεσία, εκείνος κατευθύνθηκε πρώτα στο μνήμα του Μάρκου Μπότσαρη, όπου δακρυσμένος ορκίστηκε στη μνήμη του άδολου πολεμιστή να δώσει ακόμα και τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας.

Αυτός ήταν ο σουλιώτης ηγέτης Μάρκος Μπότσαρης που τόσο ενέπνευσε τις πρώτες στιγμές της εθνικής μας παλιγγενεσίας και σφράγισε με τον πρώιμο χαμό του τη μοίρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Κι αυτό γιατί τον θαύμαζαν όλοι, εντός και εκτός ελλαδικών τειχών, και όλοι ήθελαν ηρωικό χαμό σαν τον δικό του!
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, για παράδειγμα, συμπολεμιστής του Μπότσαρη σε πλειάδα μαχών, δεν έκρυβε τον σεβασμό του για τον στρατηγό των Σουλιωτών: «Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νου που δεν είχε άλλος. Είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαιη σαν του Χριστού. Εμείς όλοι ούτε στο δάχτυλό του δεν φθάνουμε». Ο Καραϊσκάκης θρήνησε αργότερα την άψυχη σορό του μεγάλου αγωνιστή στο Μοναστήρι του Προυσού με τη σπαρακτική οιμωγή του: «Ωρέ, σαν τον Μάρκο ήρωα γυιό, μάνα δεν ματαγεννάει».

Αλλά και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αγαπούσε και σεβόταν ιδιαίτερα τον νεότερό του Μπότσαρη, καθώς αυτός ήταν που εισηγήθηκε πρώτος στην Επαναστατική Κυβέρνηση να του αναθέσει τη στρατηγία των επιχειρήσεων της Δυτικής Ελλάδας. Και βέβαια όλοι ξέρουμε τι έκανε ο Μπότσαρης όταν ονομάστηκε στρατηγός του ελληνικού ξεσηκωμού: αφού ασπάστηκε το δίπλωμα της στρατηγίας, το έσκισε χίλια κομμάτια λέγοντας στους συμπολεμιστές του καπεταναίους: «Σας ορκίζομαι πως κανένα άλλο αξίωμα δεν θέλω από κείνο που είχανε οι πρόγονοί μας κι εσείς οι ίδιοι έχετε. Εμάς, αδέλφια, δεν μας απομένει τίποτα να μοιράσουμε ανάμεσά μας. Το μόνο κοινό που έχουμε είναι η τιμή και η δόξα. Να, ο εχθρός μάς περιμένει»!

Μια από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές της εθνικής μας παλιγγενεσίας, που τα έξοχα στρατιωτικά του προσόντα ξεπερνιόνταν μόνο από το ήθος και τη μεγαλοψυχία του, έμελλε να πρωταγωνιστήσει στις μάχες των πρώτων κρίσιμων ετών της Ελληνικής Επανάστασης, από το 1821-1823 κοντολογίς, αν και η κληρονομιά του θα ήταν διαχρονική. 

Το είχε πει εξάλλου προφητικά λες για κείνον ο πολύπειρος στρατιωτικά Αλή Πασάς των Ιωαννίνων: «Εκειός εκεί ο σιωπηλός θα φάει πολλή Τουρκιά». Αλλά και ο κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που τόση εκτίμηση και θαυμασμό έτρεφε για τον πολεμιστή του Σουλίου, έσπευσε να αδελφοποιηθεί μαζί του, γινόμενος «μπουραζέρης» του την 28η Μαΐου 1822.

Η καθολικά αναγνωρίσιμη μορφή του μαχητή της ελευθερίας ενσάρκωσε το πρόσωπο του σουλιώτη αγωνιστή και χάρισε στον ελληνικό ξεσηκωμό την ευρωπαϊκή αναγνώριση που τόσο αποζητούσε, παραμένοντας ως το ηρωικό τέλος αμερόληπτος και άδολος…

Πρώτα χρόνια




Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννιέται το 1790 στο Σούλι ως ο δευτερότοκος γιος του αγωνιστή Κίτσου Μπότσαρη, ηγετικής μορφής της γνωστής φάρας των Μποτσαραίων. Μπαρουτοκαπνισμένος από τα γεννοφάσκια του, ο αγωνιστής έζησε την αυτοκτονία του πατριάρχη της φαμίλιας Γιώργη Μπότσαρη, ο οποίος μετάνιωσε πικρά την εσφαλμένη του απόφαση να αποσύρει τους Μποτσαραίους από το Σούλι λίγα χρόνια πριν από την τελική επίθεση του Αλή Πασά στο μαρτυρικό χωριό το 1803, κάτι που προσυπέγραψε την πτώση του Σουλίου. 

Η οικογένεια περιπλανιέται στην Ήπειρο και σε ηλικία 14 ετών, ο Μάρκος θα βιώσει τραυματικά τον αποδεκατισμό της ευρύτερης οικογένειας, όταν τον Απρίλιο του 1804 στο βυζαντινό μοναστήρι του Σέλτσου της Άρτας οι διωκόμενοι Μποτσαραίοι έπεσαν έπειτα από ηρωική αντίσταση 4 μηνών στις δυνάμεις των Τουρκαλβανών που τους κυνηγούσαν λυσσαλέα. Πολύ λίγοι (περίπου 60 νοματαίοι) γλίτωσαν τη σφαγή στα απροσπέλαστα φαράγγια του Αχελώου και έπειτα από πολλές περιπέτειες κατέφυγαν στην Πάργα, μεταξύ αυτών ο πατέρας Κίτσος και ο Μάρκος. 

Από κει πέρασαν οι διασωθέντες Σουλιώτες στην Κέρκυρα και τους Παξούς, προσπαθώντας να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους και να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Ο Μάρκος ενηλικιώνεται το 1808 και κατατάσσεται αμέσως στα γαλλικά στρατεύματα των Ιονίων Νήσων (το λεγόμενο «Αλβανικό Σύνταγμα»), αποδεικνύοντας από την πρώτη στιγμή τόσο τα ηγετικά του χαρίσματα όσο και τον απαράμιλλο ηρωισμό του. Διακρίνεται στις μάχες κατά των Άγγλων και σε ηλικία 22 ετών θα βρεθεί στον βαθμό του ταγματάρχη (εκατόνταρχος)!



Πέρα από στρατιωτική ευφυΐα, ο Μπότσαρης διακρινόταν και από πολιτικά χαρίσματα, προβλέποντας διορατικά σε σωζόμενη χειρόγραφη προκήρυξή του ότι «Όπου κυματίζει η Αγγλική σημαία, οι λαοί είναι δούλοι»…

Μετά την ήττα του Βοναπάρτη και την αποχώρηση των Γάλλων από τα Ιόνια Νησιά (1814), ο Μπότσαρης ιδιωτεύει στην Κέρκυρα και παντρεύεται τη Χρυσούλα, θυγατέρα του πρεβεζιάνου αρματολού Χριστάκη Καλόγερου. Το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο και τρεις κόρες. 

Παρά την περιορισμένη του μόρφωση (είχε μάθει γραφή και ανάγνωση στο Βουλγαρέλι της Άρτας κατά το διάστημα 1800-1803), ο Μπότσαρης έγραψε το 1809 ελληνο-αλβανικό λεξικό, προβλέποντας λες τα όσα θα ακολουθούσαν. Το «Λεξικό της Ρομαϊκοίς και Αρβανιτικοίς Απλής» (που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων) συνέβαλε τα μέγιστα στη γλωσσική συνεννόηση των δύο λαών, κάτι που επέτρεψε τη στρατιωτική συνεργασία Ελλήνων και Αλβανών της Ηπείρου κατά του οθωμανικού ζυγού…

Σούλι και Αλή Πασάς 



Έχοντας επιστρέψει από το 1813 στην Ήπειρο, έζησε να δει τη δολοφονία του πατέρα του από τον αρματολό Γώγο Μπακόλα τον Ιανουάριο του 1814 (αργότερα αδελφώθηκε μαζί του ιπποτικά για το καλό του ένοπλου αγώνα!). Πλέον οι Μποτσαραίοι ήταν εγκατεστημένοι στον Κακόλακκο Πωγωνίου και ο Μάρκος διορίστηκε κάποια στιγμή αρχηγός της περιοχής από τον Αλή Πασά. Επόμενος σταθμός το 1818-1819, όταν ο Μάρκος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ήταν πια έτοιμος να αναλάβει δράση! 

Κι έτσι τον Νοέμβριο του 1820, με τον θείο του Νότη και άλλους σουλιώτες αγωνιστές στο πλευρό του, πολέμησε στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων που πολιορκούσαν τον ανυπότακτο Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έχοντας λάβει τη διαβεβαίωση ότι μετά την πτώση του Αλή Πασά οι Σουλιώτες θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους. Οι σουλιώτες μαχητές καταφτάνουν έξω από τα πολιορκημένα Γιάννενα ως σύμμαχοι των οθωμανικών στρατευμάτων κατά του άσπονδου εχθρού τους Αλή Πασά, έχοντας αξιώσει όπως είπαμε ως αντάλλαγμα την επιστροφή τους στο Σούλι, το οποίο έλεγχαν τα στρατεύματα του επικηρυγμένοι πια Πασά των Ιωαννίνων. 

Και τότε ο Μπότσαρης έκανε την κίνηση-ματ! Καθώς οι τούρκοι πασάδες κωλυσιεργούσαν στην εκπλήρωση της δέσμευσής τους, ο Μάρκος εκμεταλλευόμενος την εμφύλια διαμάχη των Οθωμανών αλλάζει στρατόπεδο! Συνεννοείται μυστικά με τον απελπισμένο και πολιορκημένο στο κάστρο των Ιωαννίνων Αλή Πασά τον Δεκέμβριο του 1820 και συντάσσεται με τις δικές του πια δυνάμεις, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα τι άλλο, την άμεση επανεγκατάσταση των Σουλιωτών στα πάτρια εδάφη. Ήταν άλλη μια απόδειξη της διπλωματικής του οξυδέρκειας! 



Οι πηγές της εποχής ιστορούν μάλιστα ότι η αποχώρηση του σουλιώτικου σώματος από το στρατόπεδο του σουλτάνου δεν έγινε κρυφά αλλά «μέρα μεσημέρι», με τα λάβαρα να κυματίζουν και τον Μάρκο Μπότσαρη επικεφαλής να προκαλεί με το σπαθί στο χέρι μεγαλόφωνα και ονομαστικά σε προσωπική μονομαχία τους αρχηγούς των οθωμανικών και αλβανικών δυνάμεων, οι οποίοι παρακολουθούσαν αμήχανα. Κανείς δεν τόλμησε να τα βάλει μαζί του και κάποιος από αυτούς, εκφράζοντας τη συνολική απροθυμία για μια τέτοια φονική μονομαχία, του αντιγύρισε: «Αν είσαι εσύ τρελλός, ωρέ Μάρκο, εμείς δεν τρελλαθήκαμε ακόμη»!

Όπως παρατηρούν πολλοί ιστορικοί, μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, οι Σουλιώτες με την πράξη τους αυτή ήταν οι πρώτοι που έδωσαν ουσιαστικά το έναυσμα για τον αγώνα της εθνεγερσίας. Η επίσημη συμφωνία Μπότσαρη-Αλή Πασά υπογράφηκε στις 15 Ιανουαρίου 1821 και ο Μάρκος μέτρησε ξακουστές νίκες, όπως στους Καμψάδες και τα Πέντε Πηγάδια, και κατέλαβε πολλά φρούρια, όπως της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας.

Με την ολοκλήρωση του επαναπατρισμού των Σουλιωτών στα γνώριμα λημέρια τους, ο Μπότσαρης οργανώνει τους συμπατριώτες του για μακροχρόνιο πόλεμο, διαβλέποντας τις ανάγκες του καιρού. Πρώτη δουλειά, η σύσταση αντι-οθωμανικής συμμαχίας με επιφανείς μουσουλμάνους αλβανούς οπλαρχηγούς, παλιούς συμμάχους του Αλή Πασά. Η συμμαχία επισημοποιείται τον Σεπτέμβριο του 1821 με την προσχώρηση κορυφαίων αρτινών και ακαρνάνων οπλαρχηγών και προβλέπει τη συγκέντρωση των δυνάμεων του συνασπισμού στο Κομπότι και το Πέτα, με άμεσο στόχο την πολιορκία και κατάληψη της Άρτας. Τον Οκτώβριο του 1821 πραγματοποιείται στο κεφαλοχώρι Πέτα γενική συνέλευση οπλαρχηγών (Σουλιωτών, Αλβανών και Ελλήνων της Άρτας και της Ακαρνανίας), μεταξύ των οποίων και οι Καραϊσκάκης και Μακρυγιάννης, όπου επαναβεβαιώθηκε ο «ακατάλυτος δεσμός» τους στον κοινό αγώνα κατά του οθωμανού δυνάστη. 



Η ελληνο-αλβανική συμμαχία προκαλεί ωστόσο τη δυσφορία της πολιτικής ηγεσίας του εθνικού μας ξεσηκωμού (και κυρίως του πανταχού παρόντα Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου), οι οποίοι σαμποτάρουν την ένωση και καταφέρνουν τελικά να τη διαλύσουν (με αιχμή του δόρατος τις σφαγές αλβανών αμάχων και τη σύληση των τζαμιών από κείνους τους Έλληνες που αντιτάσσονταν στην ελληνο-αλβανική σύμπραξη)… 

Η Ελληνική Επανάσταση



Με το επίσημο ξέσπασμα του Αγώνα του 1821, ο Μάρκος Μπότσαρης πήρε μέρος στις νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (Ιούλιος του 1821) και στην Πλάκα (Σεπτέμβριος του 1821) εναντίον του Τοπάλ Αλή Πασά, αλλά και στα Δερβιζανά εναντίον του Τουρκομακεδόνων του Καπλάν Μπέη (Οκτώβριος του 1822). 

Και βέβαια πρωτοστάτησε στην άλωση της Άρτας (Νοέμβριος του 1821) επιδεικνύοντας όλες αυτές τις αρετές που θα τον έκαναν σύμβολο του ελληνικού αγώνα. Ο Κ. Βακαλόπουλος παρατηρεί στο ιστορικό σύγγραμμά του «Ήπειρος»: «Η πολιορκία της Άρτας ξεκίνησε στα μέσα Νοεμβρίου 1821. Υπήρξε ένας ανελέητος και φονικός αγώνας, μια τρομερή αντιπαράθεση μεταξύ 4.000 επιτιθεμένων Ελλήνων και Αλβανών απέναντι σε 12.000 αμυνόμενους Τούρκους, κατά την οποία οι Σουλιώτες έδειξαν για μια ακόμη φορά την απαράμιλλη αυτοθυσία τους και, αφού εξουδετέρωσαν την αντίσταση των Τούρκων, τους υποχρέωσαν να περιοριστούν στο κάστρο της Άρτας».

Όλες οι ιστορικές πηγές συμφωνούν ότι η στρατηγική δεινότητα και η αεικίνητη δράση του Μάρκου Μπότσαρη στον πολύμηνο αυτό πόλεμο (Δεκέμβριος 1820-Σεπτέμβριος 1822), ο αποκαλούμενος «τρελός ηρωισμός» του, η άφταστη πολεμική τακτική του, τα ιδιοφυή στρατιωτικά τεχνάσματα και οι τεράστιες απώλειες πού προκάλεσε στον εχθρό ήταν που εκτόξευσαν τη φήμη του ως στρατιωτικού ηγέτη. Η επαναστατημένη Ελλάδα είχε πια τον στρατιωτικό της ηγέτη! Παρά τις φρικαλεότητες κατά του μουσουλμανικού αλβανικού στοιχείου, οι αλβανοί σύμμαχοι του Μπότσαρη δεν σταμάτησαν να τον σέβονται και να τον εκτιμούν, μην αμφισβητώντας ποτέ την πρωτοκαθεδρία του στις κοινές πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Οθωμανών. Όταν μάλιστα διαλύθηκε η ελληνο-αλβανική συμμαχία, οι Αλβανοί τήρησαν την μπέσα που είχαν δώσει και ενημέρωσαν ιπποτικά τον Μάρκο Μπότσαρη ότι από κείνη τη στιγμή θα λογίζονταν αντίπαλοι. 



Οι ηρωικοί Σουλιώτες, παρά την απρόοπτη και δυσάρεστη αυτή εξέλιξη, δεν δίστασαν να συνεχίσουν σχεδόν μόνοι τους το βαρύ επαναστατικό έργο που είχαν αναλάβει και οι μάχες εναντίον των σουλτανικών στρατευμάτων αλλά και των πρώην συμμάχων τους, των μουσουλμάνων αλβανών μισθοφόρων, συνεχίστηκαν ακατάπαυστες. Οι Οθωμανοί είχαν εντωμεταξύ αιχμαλωτίσει την οικογένειά του, που παρέμενε στον Κακκόλακο. Κι έτσι τον Μάρτιο του 1822 ο Μπότσαρης πήγε μαζί με άλλους σουλιώτες οπλαρχηγούς στην Πελοπόννησο για να ζητήσει βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση, καταφέρνοντας να απελευθερώσει τελικά την οικογένειά του (την αντάλλαξε με τα χαρέμια που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821). Αφού φυγάδευσε τη φαμίλια του στην Ανκόνα της Ιταλίας, ο Μάρκος παρέμεινε στην Πελοπόννησο και ακολούθησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην εκστρατεία του στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.

Ο Μάρκος, ως μπροστάρης των Σουλιωτών, ήταν πια πολυπαινεμένος στις τέσσερις γωνιές της χώρας και οι ηχηρότατες νίκες του κατά των Οθωμανών έκαναν τον γύρο της επαναστατημένης Ελλάδας. Αναφέρουμε ενδεικτικά: στους Κουμτζιάδες αιφνιδίασε και διέλυσε μεγάλη τουρκική εφοδιοπομπή, στα Πέντε Πηγάδια με τετρακόσιους Σουλιώτες παρέσυρε σε ενέδρα και συνέτριψε δύναμη χιλιάδων Τούρκων, στη Ρηνιάσα κατέλαβε με αιφνιδιασμό και χωρίς απώλειες το ομώνυμο φρούριο, στο χωριό Βαργιάδες εκδίωξε τους Οθωμανούς που το είχαν μόλις καταλάβει, στους Δραμεσούς αντιμετώπισε 2.000 Γενίτσαρους και τους διέλυσε, στην Πλάκα έτρεψε σε φυγή μεγάλο τουρκικό στρατιωτικό σώμα και τα πολεμικά ανδραγαθήματά του δεν έχουν κυριολεκτικά τέλος! Για τη μάχη στο Κομπότι εναντίον ισχυρού τουρκικού σώματος ιππικού, ο Φ. Πουκεβίλ διηγείται στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»: «Ο Μάρκος Μπότσαρης εις την μάχην αυτήν ηνδραγάθησε τόσον, ώστε, όταν ηθέλησε μετά την μάχην να αποθέση την αιμοσταγή σπάθην του, παρετήρησαν ότι η παλάμη του είχε κολλήσει από το αίμα εις την λαβήν της»! 

Επόμενος σταθμός ο Ιούνιος του 1822, όταν ο Μπότσαρης κατευθύνεται με 1.200 αγωνιστές από το Κομπότι στο Σούλι, αν και στη μάχη της Πλάκας στα τέλη του μήνα οι υπέρτερες δυνάμεις του Κιουταχή τους τρέπουν σε φυγή. Κι έτσι στις 4 Ιουλίου, ο Μπότσαρης με τα 32 παλικάρια του παίρνει μέρος στην τελική -και καταστροφική- Μάχη του Πέτα, που θα σημάνει την οριστική παράδοση του Σουλίου στους Οθωμανούς.



Παρά την ήττα, το όνομά του ήταν πια φόβητρο για τους Οθωμανούς, γι’ αυτό και στις 12 Οκτωβρίου 1822 η Επαναστατική Κυβέρνηση τον προήγαγε στη θέση του στρατηγού της Στερεάς, μια απόφαση που δεν ήρθε ωστόσο χωρίς αντιδράσεις. Τότε ήταν που έσκισε όπως είπαμε το χαρτί του διορισμού του, λέγοντας περίφημα: «Όποιος είναι άξιος, παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό». 

Η ανιδιοτέλεια και η προσήλωσή του στην ελευθερία της πατρίδας δεν είχαν ενδεχομένως όμοιό τους. Άλλη μια ξακουστή επίδειξη της ανδρείας του ήταν στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822), όταν με το στρατιωτικό του δαιμόνιο παρέσυρε τον κατακτητή σε ψεύτικες συνομιλίες δίνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους! Το δημοτικό μας τραγούδι διέσωσε τα γεγονότα με πιστότητα: «Ο Bάλτος επροσκύνησε και όλο το Ξηρομέρος / το Μεσολόγγι το μικρό, αυτό δεν προσκυνάει / γιατί ’ναι ο Μάρκο Μπότσαρης, με τα Σουλιωτοπαίδια». Πολύ αργότερα πληροφορήθηκαν οι διασωθέντες Τουρκαλβανοί ότι εκείνα τα τρομερά Σουλιωτοπαίδια που είχε υπό τις διαταγές του ο δαιμόνιος Μάρκος και σκιάχτηκαν να τους επιτεθούν ήταν όλα κι όλα 35 παλικάρια! Έκτοτε η μορφή τού Μάρκου Μπότσαρη κυριαρχεί στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων και η φήμη του ως ηγέτη αποκτά ευρωπαϊκές διαστάσεις…

Ένδοξος θάνατος


Παροιμιωδώς ολιγόλογος και σεμνός άντρας, λιτός στην εμφάνιση και ελάχιστα κοινωνικός, ο Μπότσαρης λατρεύονταν τόσο από τούς συμπολεμιστές του όσο και από τον απλό λαό, καθώς ενσάρκωνε όλες τις αρετές του αγνού πολεμιστή της ελευθερίας. 

Η μεγαλοσύνη του Μπότσαρη ως στρατιωτικού ηγέτη επικυρώθηκε τις παραμονές του θανάτου του, ενόψει της επελαύνουσας προς το Καρπενήσι μεγάλης τουρκαλβανικής στρατιάς των 4.000 αντρών του Μουσταή Πασά της Σκόδρας, όταν συνέλαβε τη μεγαλοφυή στρατηγική έμπνευση να την προσβάλλει με νυχτερινό αιφνιδιασμό καθ’ οδόν για το Καρπενήσι. Καλοκαίρι του 1823, νύχτα 8ης προς 9η Αυγούστου, ο Μπότσαρης επιτέθηκε με τους 350 Σουλιώτες του κατά των αντρών του Μουσταή Πασά στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, πετυχαίνοντας τον στρατηγικό αιφνιδιασμό του. 



Ο Μάρκος λαβώθηκε στην κοιλιά, αν και το τραύμα δεν τον σταμάτησε από το να κατευθυνθεί στη σκηνή του πασά για να τον αιχμαλωτίσει! Το βόλι όμως από τον αφρικανό υποτακτικό του Μουσταή τον βρήκε στο μάτι και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Ο μεγάλος μας αγωνιστής άφησε την τελευταία του πνοή λίγο αργότερα. Η είδηση του χαμού του ήταν τέτοια που οι αγωνιστές του, αν και νικούσαν, διέκοψαν τη μάχη για να παραλάβουν τη σορό του.

Μεταφέροντας τον νεκρό Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι, η πομπή σταμάτησε στη Μονή Προυσού, όπου βρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος, χτυπημένος από φυματίωση. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας: «Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω». Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι στις 10 Αυγούστου 1823 με πάσα επισημότητα, καλυμμένος με κυανή χλαμύδα, και η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου.



Τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη ύμνησε η λαϊκή και η έντεχνη μούσα, τόσο εντός Ελλάδας όσο και στο εξωτερικό. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός τον έκλαψε στο ποίημα «Εις Μάρκο Μπότσαρη», όπως έκανε και ο Βίκτορ Ουγκό στα «Ανατολίτικά» του. 


Ο επίλογος του χαμού του Μάρκου Μπότσαρη ήρθε την επομένη της άλωσης του Μεσολογγίου, τον Απρίλιο του 1826. Την ώρα που οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ και οι Τουρκαλβανοί του Κιουταχή διαγωνίζονταν άγρια για την λαφυραγωγία του Μεσολογγίου, οι αιγύπτιοι στρατιώτες εντόπισαν το μνήμα του Μάρκου και αποπειράθηκαν να το συλήσουν. Και τότε οι αλβανοί μαχητές προτείνοντας τα καρυοφύλλια και τα γιαταγάνια τους προστάτευσαν τον τάφο του αγωνιστή από τη βεβήλωση, δηλώνοντας ότι δεν θα επέτρεπαν τη μετά θάνατον προσβολή της μνήμης ενός τέτοιου άντρα-πολεμιστή! Θρυλείται ότι ο ακόμα και ο Μουσταής Πασάς αναφώνησε πως «Θα ήθελα να έχω την παλληκαριά του»…

ΠΗΓΗ newsbeast

Κωνσταντίνος Κανάρης: Ο Μπουρλοτιέρης του 1821

$
0
0
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 κατορθώνοντας μέσω της πυρπόλησης της Τουρκικής Ναυαρχίδας να προκαλέσει τον θαυμασμό ολόκληρης της Ευρώπης για τη μικρή κουκίδα επάνω στο χάρτη με το όνομα Ελλάδα που αντιμαχόταν τον τουρκικό ζυγό.

Παρά τις αντιπαραθέσεις για τον τόπο καταγωγής του αν πρόκειται για την Πάργα ή τα Ψαρά, ο Κανάρης έχει μείνει στην ιστορία ως βέρος Ψαριανός μιας και όλη του η δράση είναι συνδεδεμένη με το νησί ενώ και η οικογένειά του έμεινε και αναπτύχθηκε στα Ψαρά. Λέγεται ότι γεννήθηκε μεταξύ του 1790 και 1793 στα Ψαρά από τον Ψαριανό Δημογέροντα Μικέ Κανάριο και την Μαρώ Μπουρέκα ενώ έχασε τον πατέρα του σε πολύ μικρή ηλικία και μη έχοντας άλλη διέξοδο άρχισε να δουλεύει σε πλοία άλλων συγγενών του κυρίως του θείου του Δημήτρη Μπουρέκα. Μάλιστα σε ηλικία μόλις 20 ετών ανέλαβε καπετάνιος του πλοίου και ταξίδεψε σε όλη τη Μεσόγειο, ενώ δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Δέσποινα Μανιάτη κόρη γνωστής ναυτικής οικογένειας των Ψαρών με την οποία απέκτησαν και εφτά παιδιά, έξι αγόρια και ένα κορίτσι.


Όντας καπετάνιος ο Κανάρης ταξίδεψε στην Οδησσό αρχικά το 1820 και παρόλο που γνώριζε για την Φιλική Εταιρεία δεν έγινε μέλος της αν και με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης εκουσίως προσπάθησε με όσα μέσα διέθετε να βοηθήσει στον αγώνα κυρίως κάνοντας επιδρομές στα Μικρασιατικά παράλια αρχικά και έπειτα εντασσόμενος στα πυρπολικά του στόλου των Ψαρών.

Το θάρρος και η τόλμη που τον ξεχώριζε έμειναν ιδιαίτερα γνωστά από το μεγάλο του ανδραγάθημα να πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα του πασά Καρά Αλή στη Χίο τον Ιούνιο του 1822 ως αντίποινα για την σφαγή στο νησί. Μαζί με τον Πιπίνο, ο Κανάρης είχε ως στόχο να πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα ενώ ο Πιπίνος την αντιναυαρχίδα των Τούρκων. Η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία και 2000 Οθωμανοί βρήκαν τραγικό θάνατο εκείνη τη νύχτα, ενώ η αντιναυαρχίδα τους υπέστη σημαντικές ζημιές.


Η φήμη του ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα και ξένοι λογοτέχνες και συγγραφείς ανέδειξαν την ηρωική του στάση ανάμεσα στους οποίους και ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Λόρδος Βύρωνας αλλά και ο ιστορικός Τόμας Γκόρντον. Ο Κανάρης δεν θα έμενε όμως εκεί. Λίγο αργότερα θα καταφέρει να πυρπολήσει την αντιναυαρχίδα του τουρκικού στόλου όντας αγκυροβολημένη στο λιμάνι της Τενέδου τον Οκτώβριο του 1822, να καταστρέψει μια τουρκική φρεγάτα στη Σάμο το 1824 αλλά και να καταφέρει να πλήξει σημαντικά τον αιγυπτιακό στόλο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας παραπλανώντας τον εχθρό και υψώνοντας Ρώσικη σημαία με αποτέλεσμα να μη γίνει αρχικά αντιληπτός και να επιφέρει ζημιές. Αν και η επιχείρηση λόγω των καιρικών συνθηκών δεν στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, η συμμετοχή του Κανάρη ήταν ζωτικής σημασίας καθώς αν ο ίδιος δεν έπαιρνε την γενναία απόφαση να χτυπήσει τον στόλο των αιγυπτίων θα εκινείτο εναντίον της επανάστασης εντός μικρού χρονικού διαστήματος με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ελληνικό αγώνα.

Η συμβολή του στην επιτυχία της ελληνικής επανάστασης στάθηκε αναμφισβήτητη και αυτό έγινε αντιληπτό και μετά το τέλος της όταν κατάφερε να αναλάβει σημαντικές πολιτικές θέσεις. Ήδη από το 1826 είχε αναλάβει κυβερνήτης του νέου πλοίου Ελλάς και το 1827 αντιπροσώπευσε τα Ψαρά στην Εθνοσυνέλευση του 1827 στην Τροιζήνα. Μετά την ανάδειξη του Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, ο Κανάρης διορίστηκε φρούραρχος της Μονεμβασιάς και βοήθησε στην αντιμετώπιση των ανταρτών σε Μάνη και Ύδρα αλλά μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, η οποία τον απογοήτευσε αποσύρθηκε στη Σύρο.

Με τον διορισμό ωστόσο του Όθωνα ως Βασιλιά της Ελλάδας, ο Κανάρης έφτασε μέχρι το βαθμό του ναυάρχου, ενώ διορίστηκε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά και στην κυβέρνηση του Ιωάννη Κωλέττη αλλά και στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου το 1854.



Ωστόσο, οι απόψεις του ήταν αντίθετες με εκείνες του βασιλιά και όταν το 1862 του δόθηκε εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης πρότεινε πρόσωπα που ο Όθωνας δεν αποδέχτηκε με αποτέλεσμα να δοθεί εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης στον Ιωάννη Κολοκοτρώνη και ο Κανάρης να συνταχθεί με την αντιπολίτευση.

Μετά την έξωση του Όθωνα έγινε μέλος της τριανδρίας υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη και τον Μπενιζέλο Ρούφο σχηματίζοντας προσωρινή κυβέρνηση. Μάλιστα ταξίδεψε μαζί με άλλους μέχρι τη Δανία προσφέροντας τον ελληνικό θρόνο στον βασιλιά Γεώργιο Α’ και ανέλαβε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου αλλά και δύο φορές Πρωθυπουργός, ενώ κατόπιν αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική σκηνή έχοντας ήδη φτάσει 75 ετών. Η επανάκαμψή του έγινε κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου σχηματίζοντας οικουμενική κυβέρνηση λόγω της ιδιαίτερης εκείνης περιόδου για να αφήσει όντας εν ενεργεία Πρωθυπουργός την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1877.

Το μοναδικό θάρρος και η ξεχωριστή εθνική συνείδηση του Κωνσταντίνου Κανάρη αποτέλεσε το κυριότερο γνώρισμα του που έμεινε αναλλοίωτο μέσα στους αιώνες. Ακόμα και αν οι νεότεροι δεν θυμούνται ή δεν γνωρίζουν την πολιτική του σταδιοδρομία σίγουρα θυμούνται την ανδρεία του Μπουρλοτιέρη όπως όλοι τον γνωρίζουν της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.


ΠΗΓΗ capital

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ Ο ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

$
0
0

Γεννήθηκε το 1769 στην Ύδρα κι ήταν γιός του Δημητρίου Βώκου όπως ήταν κι το πραγματικό του επίθετο. Το όνομα Μιαούλης το πήρε κατά μια εκδοχή από το όνομα ενός τουρκικού πλοίου που αγόρασε κι λέγοταν "μιαούλ". Σε ηλικία 16 ετών έγινε καπετάνιος εμπορικού πλοίου που άνηκε στον πατέρα του.

Κέρδισε πολλά χρήματα κατά την διάρκεια των Ναπολεόντιων πολέμων "σπάζοντας"αρκετές φορές τον αγγλικό ναυτικό αποκλεισμό εφοδιάζοντας τα νότια γαλλικά παράλια και δίνοντας μάχες με πειρατές.Ναυπήγησε πολλά πλοία και κατά την διάρκεια της επανάστασης ορίστηκε ναύαρχος του υδραικού στόλου. Τον Σεπτέμβριο του 1821 κατέστρεψε το στόλο του Καρά-αλή.

Στις 20 Φεβρουαρίου 1822 αντιμετώπισε τον τουρκικό στόλο στην ναυμαχία της Πάτρας και θριάμβευσε ενώ έλαβε μέρος στις ναυμαχίες της Χίου,των Σπετσών, των Ψαρών,του λιμανιού της Μεθώνης και της Σούδας.
Ίσως η μεγαλύτερη στάθηκε η ναυμαχία του Γέροντα όπου επικεφαλής 70 πλοίων και 6.000ναυτών κατανίκησε τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο σώζοντας την Σάμο.
Στις 20 Νοεμβρίου 1825 "έσπασε"τον τουρκικό αποκλεισμό και εφοδίασε την φρουρά του Μεσολογγίου με τρόφιμα κι πολεμοφόδια.

Με το τέλος της επανάστασης ο Καποδίστριας του ανάθεσε την αρχηγία του ελληνικού στόλου. Αργότερα οι διαφωνίες του με τον κυβερνήτη,τον οδήγησαν στην μοναδική ίσως πράξη που τον στιγμάτισε καθώς κατά την διάρκεια του κινήματος εναντίον του Καποδίστρια (1831) δεν δίστασε να πυρπολήσει την νεοαποκτηθείσα φρεγάτα "Ελλάς"και την κορβέτα "Ύδρα"που βρισκόταν στο λιμάνι του Πόρου. Για αυτή του την ενέργεια δίκαια κατακρίθηκε αλλά μετά τον θάνατο του κυβερνήτη αμνηστεύθηκε.

Ήταν ένας από την τριμελή ελληνική αντιπροσωπεία που μετέβη στο Μόναχο για να προσφέρει το στέμμα στον Όθωνα. Κατά την διάρκεια της βασιλείας ορίστηκε αρχηγός του διευθυντηρίου του στόλου και το 1834 έλαβε το παράσημο του Μεγαλοσταυρού του Σωτήρα και τον τίτλο του συμβούλου της επικρατείας. Πέθανε στις 11 Ιουλίου του 1835 στον Πειραιά από φυματίωση και τάφηκε στην ακτή που σήμερα "φέρει"το ονομά του, την ακτή "Μιαούλη". Το 1952 τα οστά του μεταφέρθηκαν σε μνημείο στη σχολή ναυτικών δοκίμων.

ΠΗΓΗ protesilaos

Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792 – 1828) Ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας

$
0
0
Στρατιωτικός, λόγιος και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1792 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη. Ανατράφηκε σε περιβάλλον που διαπνεόταν από έντονο πατριωτισμό κι έλαβε εκλεκτή μόρφωση.

Στην Πετρούπολη, όπου ακολούθησε τον πατέρα του, φοίτησε στη Σχολή του Σώματος των Βασιλικών Ακολούθων και στη συνέχεια υπηρέτησε στα σώματα της αυτοκρατορικής φρουράς. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, ενώ στη μάχη της Δρέσδης, στις 27 Αυγούστου 1813, έχασε το δεξί του χέρι.
Τον Μάρτιο του 1820 ο Εμμανουήλ Ξάνθος του πρόσφερε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας. Την αποδέχθηκε στις 12 Απριλίου, αφού πρώτα έγιναν δεκτοί οι όροι που έθεσε, και αμέσως άρχισε την οργάνωση του σχεδίου για την έναρξη της Επανάστασης από την Πελοπόννησο.

Όμως, με την ενθάρρυνση του Ιωάννη Καποδίστρια πείσθηκε ότι έπρεπε να επισπεύσει την προπαρασκευή της και τον Ιούνιο του 1820 εγκαταστάθηκε στη Οδησσό. Πέρασε τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και δύο μέρες αργότερα ύψωσε τελικά τη σημαία της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, όπου απαγορευόταν η παραμονή του τουρκικού στρατού.

Με επιστολή του στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο υπέβαλε την παραίτησή του από το ρωσικό στρατό και αναγγέλλοντας την Ελληνική Επανάσταση ζήτησε την αρωγή του. Αμέσως μετά επιδόθηκε στη δημιουργία στρατού και συγκρότησε τον Ιερό Λόχο.

Στις 7 Ιουνίου 1821 ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Πέθανε στη Βιέννη δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του, στις 19 Ιανουαρίου του 1828.

ΠΗΓΗ sansimera

Δημήτριος Υψηλάντης (1794 – 1832)

$
0
0
Ο Δημήτριος Υψηλάντης (1794 – 5 Αυγούστου 1832) ήταν στρατιωτικός και αγωνιστής της επανάστασης του 1821.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, δραγουμάνου του Τουρκικού στόλου και γόνου εύπορης και ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας. Αδελφός του ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Στάλθηκε στην Γαλλία για να σπουδάσει σε στρατιωτικές σχολές και στη συνέχεια κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου στην Πετρούπολη, φτάνοντας έως τον βαθμό του λοχαγού. Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία.

Με την έναρξη της επανάστασης ανέλαβε να αντιπροσωπεύσει τον αδελφό του, Αλέξανδρο Υψηλάντη, ως πληρεξούσιος του Γενικού επιτρόπου Αρχής στηνΠελοπόννησο.
Στις 20 Ιουνίου του 1821 ανέλαβε την αρχιστρατηγία των επαναστατών και προσπάθησε να οργανώσει τακτικό στρατό. Η προσπάθειά του όμως να περιορίσει την ισχύ των κοτζαμπάσηδων είχε σαν αποτέλεσμα την εκδίωξη του. Ο λαός όμως απαίτησε την αποκατάσταση του και ύστερα από προσπάθειες του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη επανήλθε στην αρχική του θέση. Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 άρχισε τις εργασίες της η A'Εθνική Συνέλευση και στις 15 Ιανουαρίου1822 εκλέχθηκε πρόεδρος του Bουλευτικού. Ο Υψηλάντης εκπροσώπησε κυρίως την πλευρά των δημοκρατικών και ήρθε σε σύγκρουση με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου και του Άργους, στην εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, στη μάχη των Δερβενακίων, στη μάχη στους Μύλους της Λέρνης και στην μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας. Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια ο Υψηλάντης διορίστηκε στρατάρχης του στρατού και ανέλαβε την οργάνωσή του και τη μετατροπή του σε τακτικό στρατό με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Ήταν από τις ρομαντικές φυσιογνωμίες του Αγώνα, ανιδιοτελής και προσηλωμένος στα εθνικά και πατριωτικά ιδεώδη.

Απεβίωσε στο Ναύπλιο. Η πόλη Υψιλάντι (Ypsilanti) στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ πήρε το όνομά του.

Προσωπική Ζωή

Ο Δημήτριος Υψηλάντης θα παντρευόταν την Μαντώ Μαυρογένους όμως ο Ιωάννης Κωλέττης την δυσφήμισε στον Υψηλάντη και ο τελευταίος αθέτησε την υπόσχεση που της είχε δώσει.


Τα Wikimedia Commonsέχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα
Δημήτριος Υψηλάντης
Αγαπητός Σ. Αγαπητός (1877). «Οι Ένδοξοι Έλληνες του 1821, ή Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος». Τυπογραφείον Α. Σ. Αγαπητού, Εν Πάτραις. σσ. 135-142. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.

ΠΗΓΗ el.wikipedia

Ιωάννης Καποδίστριας (1776 – 1831) Ο Πρώτος Έλληνας Κυβερνήτης

$
0
0

Έλληνας πολιτικός και διπλωμάτης. Διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και πρώτος Κυβερνήτης του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, το οποίο ίδρυσε εκ θεμελίων και με την προσωπική του περιουσία.

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 11 Φεβρουαρίου 1776 την περίοδο της Ενετοκρατίας. Ο πατέρας του Αντώνιος - Μαρία καταγόταν από οικογένεια ευγενών, καθώς ένας από τους πρόγονούς του είχε λάβει τον τίτλο του Κόμη από τον Δούκα της Σαβοΐας Κάρολο Εμμανουήλ τον Β'. Ο τίτλος εισήχθη στη «Χρυσή Βίβλο» (Libro d' Oro) των ευγενών της Κέρκυρας το 1679 και έλκει την καταγωγή του από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής, το σημερινό Κόπερ της Σλοβενίας. Η οικογένεια της μητέρας του Διαμαντίνας (Αδαμαντίας) Γονέμη, ήταν επίσης εγγεγραμμένη στη «Χρυσή Βίβλο» από το 1606.
Ο νεαρός Ιωάννης σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Παταβίας (Πάντοβα) της Ιταλίας. Το 1797 εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του Κέρκυρα και άσκησε το επάγγελμα του ιατρού - χειρούργου. Δύο χρόνια αργότερα, όταν η Ρωσία και η Τουρκία κατέλαβαν για λίγο τα Επτάνησα, του ανατέθηκε η διοίκηση του στρατιωτικού νοσοκομείου.

Το 1801 τα Επτάνησα αυτονομούνται και ο Ιωάννης Καποδίστριας γίνεται ένας από τους δύο διοικητές της Ιονίου Πολιτείας, σε ηλικία 25 ετών. Χάρη στην πολιτική του οξυδέρκεια και πειθώ απέτρεψε την εξέγερση της Κεφαλλονιάς, που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες στη συνοχή του νεότευκτης πολιτείας. Έδειξε ευαισθησία και προσοχή στις ανησυχίες των Επτανησίων και πήρε πρωτοβουλίες για τη αναθεώρηση επί το δημοκρατικότερο του επτανησιακού συντάγματος, που είχαν επιβάλει Ρώσοι και Τούρκοι υπό τον τίτλο «Βυζαντινό Σύνταγμα».

Αποτέλεσμα των προσπαθειών του Καποδίστρια ήταν η ψήφιση ενός πιο φιλελεύθερου και δημοκρατικού συντάγματος το 1803. Οι μεγάλες δυνάμεις θορυβήθηκαν κι έστειλαν τον Γεώργιο Μοτσενίγο, προκειμένου να τον επιπλήξει. Όταν, όμως, ο εκπρόσωπός τους συναντήθηκε μαζί του, εντυπωσιάστηκε από την πολιτική και ηθική συγκρότηση του ανδρός. Ο Καποδίστριας διορίστηκε ομόφωνα από τη Γερουσία της Ιονίου Πολιτείας, Γραμματέας της Επικρατείας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του αναδιοργάνωσε τη δημόσια διοίκηση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση.


Τον Μάρτιο του 1807 εστάλη στη Λευκάδα, την οποία απειλούσε με κατάληψη ο Αλή Πασάς. Αναδιοργάνωσε την άμυνα του νησιού, αποτρέποντας την απειλή. Εκεί γνωρίστηκε με τους οπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Ανδρούτσο και Μπότσαρη, που αργότερα θα πρωτοστατούσαν στην Επανάσταση του '21.

Τον Ιανουάριο 1809 ο Καποδίστριας εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας, κατόπιν προσκλήσεως του Τσάρου Αλέξανδρου Α'. Το 1813, διορίστηκε εκπρόσωπος της Ρωσίας στην Ελβετία, στην πρώτη του μεγάλη αποστολή, με σκοπό να συνεισφέρει στην απαλλαγή της από την επιρροή του Ναπολέοντα. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενότητα, ανεξαρτησία και την ουδετερότητα της Ελβετίας και συνεισέφερε τα μέγιστα στο ελβετικό σύνταγμα, που προέβλεπε 19 αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) ως συστατικά μέλη της ελβετικής ομοσπονδίας.

Συμμετείχε στο Συνέδριο της Βιέννης, που έθεσε τις βάσεις της «Ιεράς Συμμαχίας», ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπίας, αποτελώντας το φιλελεύθερο αντίβαρο στην αντιδραστική πολιτική του αυστριακού πρίγκιπα Μέτερνιχ. Πέτυχε την εξουδετέρωση της αυστριακής επιρροής, την ακεραιότητα της Γαλλίας υπό Βουρβόνο μονάρχη, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, καθώς και τη διεθνή ουδετερότητα της Ελβετίας, υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Μετά τις μεγάλες του διπλωματικές επιτυχίες, ο Τσάρος τον έχρισε Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1816 έως το 1822. Ο Καποδίστριας, όμως, δεν ξέχασε τη γενέτειρά του και τα Επτάνησα, που είχαν περάσει κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1819 μετέβη στο Λονδίνο και προσπάθησε ματαίως να πείσει τη βρετανική κυβέρνηση να μετριάσει το αυταρχικό καθεστώς που είχε επιβάλει στα Ιόνια Νησιά.

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αξίωμά του, καθώς είχε διαφωνήσει ανοιχτά με τον τσάρο Αλέξανδρο, που καταδίκαζε κάθε επαναστατική κίνηση στην Ευρώπη, πιστός στις αποφάσεις της Ιεράς Συμμαχίας. Το 1822 εγκαταστάθηκε στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου έχαιρε υπόληψης για την προσφορά του στη δημιουργία της Ελβετικής Ομοσπονδίας, λαμβάνοντας τον τίτλο του επίτιμου πολίτη. Παρέμεινε εκεί έως το 1827, βοηθώντας ποικιλοτρόπως το επαναστατημένο έθνος.

Στις 30 Μαρτίου 1827 η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον εξέλεξε Κυβερνήτη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, σε μία περίοδο που η Επανάσταση καρκινοβατούσε. Έπειτα από επίπονες διαβουλεύσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την εξασφάλιση της απαραίτητης υποστήριξης για το ελληνικό κράτος, έφτασε στο Ναύπλιο στις 7 Ιανουαρίου 1828, γενόμενος δεκτός με ζητωκραυγές και ενθουσιώδεις εκδηλώσεις από τον λαό. Δύο ημέρες αργότερα μετέβη στην Αίγινα, η οποία είχε κριθεί καταλληλοτέρα από το Ναύπλιο ως προσωρινή έδρα της Κυβέρνησης.

Η πρώτη επαφή του με την ηπειρωτική Ελλάδα υπήρξε αποκαρδιωτική, λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στο πολιτικό σκηνικό. Οι αντιπαλότητες που είχαν προκύψει μεταξύ των φατριών κατά τη διάρκεια της επανάστασης δεν είχαν κοπάσει, ενώ η χώρα είχε καταστραφεί και η οικονομία της τελούσε υπό πτώχευση.

Ο Καποδίστριας εκλήθη να κυβερνήσει με βάση το Δημοκρατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας, αλλά ως οπαδός της πεφωτισμένης δεσποτείας πίστευε ότι τα Συντάγματα και τα Κοινοβουλευτικά Σώματα ήσαν πρόωρα για το ασύστατο ακόμα κράτος. Πρέσβευε εις την αρχή του ενός ανδρός, έστω και υπό προθεσμία. Στις 18 Ιανουαρίου 1828 πέτυχε ψήφισμα της Βουλής περί αναστολής του Συντάγματος. Έτσι, κατέστη η μοναδική πηγή εξουσίας, συνεπικουρούμενος από το Πανελλήνιον, ένα συμβουλευτικό σώμα αποτελούμενο από 27 μέλη. Στη σύγκληση μιας νέας Εθνοσυνέλευσης στο άμεσο μέλλον παραπεμπόταν η ψήφιση του νέου Συντάγματος. Ο Καποδίστριας εγκαινίασε την περίοδο της απολυταρχίας, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το Σύνταγμα του 1843.


                         Λιθογραφία του 1827
Ο νέος Κυβερνήτης έθεσε ως στόχο να βάλει τέλος στις εμφύλιες διαμάχες και επιδόθηκε αμέσως στο έργο της δημιουργίας Κράτους εκ του μηδενός, επιδεικνύοντας αξιοζήλευτη δραστηριότητα. Ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα με τη βοήθεια του φίλου του ελβετού τραπεζίτη Εϋνάρδου, η οποία δεν ευδοκίμησε για πολύ. Ρύθμισε το νομισματικό σύστημα, καθότι ακόμη κυκλοφορούσαν τουρκικά και ξένα νομίσματα εντός της επικράτειας. Στις 28 Ιουλίου 1828 καθιέρωσε ως εθνική νομισματική μονάδα τον Φοίνικα και ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο. Στις 24 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου οργάνωσε και την πρώτη ταχυδρομική υπηρεσία.

Ερχόμενος στο Ναύπλιο, ο Καποδίστριας βρήκε την Ελλάδα χωρίς δικαστική οργάνωση. Γνωρίζοντας ότι η απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί θεμέλιο για τη δημιουργία μιας ευνομούμενης πολιτείας, ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τη δημιουργία δικαστηρίων και τη στελέχωσή τους με το κατάλληλο προσωπικό. Οργάνωσε, ακόμη, τη διοίκηση του κράτους και ίδρυσε Στατιστική Υπηρεσία, η οποία διενήργησε την πρώτη απογραφή.

Αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις υπό ενιαία διοίκηση, πετυχαίνοντας αφενός να καταπολεμήσει το κατεστημένο των οπλαρχηγών και αφετέρου να παρεμποδίσει την Οθωμανική προέλαση, όπως έδειξε η Μάχη της Πέτρας, όπου ο ελληνικός στρατός εμφανίσθηκε πειθαρχημένος και συγκροτημένος στην τελευταία μάχη του Αγώνα. Ο Καποδίστριας αντιμετώπισε επιτυχώς την πειρατεία, αναθέτοντας στον ναύαρχο Μιαούλη την καταστολή της. Εφάρμοσε την πρακτική της απομόνωσης (καραντίνας) των κοινοτήτων που πλήττονταν από τις επιδημίες του τύφου, της ελονοσίας και άλλων μολυσματικών ασθενειών. Προσπάθησε να ανοικοδομήσει το κατεστραμμένο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, ιδρύοντας πολλά αλληλοδιδακτικά σχολεία, καθώς και το Ορφανοτροφείο της Αίγινας.

Ο Καποδίστριας ενδιαφέρθηκε αποφασιστικά για τη γεωργία, που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής οικονομίας. Εισήγαγε πρώτος την καλλιέργεια της πατάτας, με ένα τρόπο που έδειχνε τη βαθειά του γνώση για τον ψυχισμό του Έλληνα εκείνης της εποχής. Διέταξε, λοιπόν, να αποθέσουν ένα φορτίο με πατάτες στο λιμάνι του Ναυπλίου και προέτρεψε τον καθένα να πάρει όσες θέλει. Συνάντησε, όμως, την παγερή αδιαφορία των πρωτευουσιάνων. Στη συνέχεια τοποθέτησε φρουρούς στο φορτίο και αμέσως σχεδόν στο Ναύπλιο κυκλοφόρησαν ψίθυροι ότι για να φυλάσσεται το φορτίο κάτι το πολύτιμο θα περιέχει. Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στο λιμάνι και λοξοκοίταζαν τις πατάτες. Άρχισαν σιγά-σιγά να τις κλέβουν κάτω από τη μύτη των φρουρών και στο τέλος έκαναν όλες φτερά. Δεν γνώριζαν, όμως, ότι ο Καποδίστριας είχε διατάξει τους φρουρούς να κάνουν τα στραβά μάτια. Με αυτή την ευφυή κίνηση, η πατάτα έγινε τότε μέρος της καθημερινής διατροφής του Έλληνα.

Οι πολιτικές κινήσεις του Καποδίστρια προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια, τόσο των οπαδών του συνταγματικού πολιτεύματος, όσο και των προκρίτων και των ναυτικών. Η αίγλη που τον περιέβαλε άρχισε να διαλύεται. Η αδυναμία ικανοποιήσεως όλων των αιτημάτων, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση διεξαγωγής των εκλογών, έδωσαν την αφορμή για το σχηματισμό ισχυρής αντιπολίτευσης κατά του Κυβερνήτη. Ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε ακόμη ότι αγνόησε τη μακρά κοινοτική παράδοση της χώρας και θέλησε να μεταφυτεύσει από την αλλοδαπή θεσμούς, μη προσιδιάζοντες στην τότε πραγματικότητα.

Η πρώτη δυναμική αντιπολιτευτική ενέργεια ήλθε με τα στασιαστικά κινήματα της Ύδρας το 1829, που επιδίωκαν την ανατροπή του Καποδίστρια. Ζήτησαν από τον Μιαούλη να καταλάβει τον ναύσταθμο του Πόρου, πριν προλάβει ο διοικητής του Κανάρης να έλθει εναντίον της Ύδρας. Ο Καποδίστριας παρακάλεσε τον ναύαρχο Ρίκορντ να επιτεθεί κατά των στασιαστών. Πράγματι, ο ρώσος ναύαρχος απέκλεισε το ναύσταθμο και προ του κινδύνου να συλληφθεί ο Μιαούλης ανατίναξε τη φρεγάτα Ελλάς και την κορβέτα Ύδρα (τα δύο πιο αξιόπλοα πλοία του ελληνικού στόλου) και διέφυγε στην Ύδρα. Η αντίδραση κατά του Κυβερνήτη διογκωνόταν. Οι Μανιάτες αρνούνταν να πληρώσουν τους φόρους προς την κεντρική εξουσία και στασίασαν με τη σειρά τους.

Μοιραία στάθηκε η αντιπαλότητα του Καποδίστρια με τους Μαυρομιχάληδες, την ισχυρότερη οικογένεια της Μάνης. Ο Καποδίστριας συν το χρόνω γινόταν όλο και πιο ευερέθιστος και δύσπιστος έναντι όλων. Δεν είχε την απαραίτητη αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία, με συνέπεια την αδικαιολόγητη όξυνση των προσωπικών παθών. Σε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να αποδοθεί και ο σκληρός τρόπος συμπεριφοράς του κατά του γηραιού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Καποδίστριας διέταξε τη σύλληψή του και τον εγκλεισμό του στη φυλακή. Τον αδελφό του Κωνσταντίνο και τον υιό του Γεώργιο τους κρατούσε στο Ναύπλιο, όπου είχε μεταφερθεί η πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Το γεγονός αυτό εξέθρεψε το μίσος και την ανάγκη εκδίκηση από την πλευρά των Μαυρομιχαλαίων.


                                                          Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια
Στις 5:35 το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 ο Ιωάννης Καποδίστριας δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου μετέβαινε για να εκκλησιασθεί και έπεσε νεκρός. Ο μόνος που τον συνόδευε ήταν ο μονόχειρας σωματοφύλακάς του, ονόματι Κοκκώνης.

Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης εφονεύθη επί τόπου από τους προστρέξαντες, οι οποίοι κυριολεκτικώς τον λυντσάρισαν. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης ζήτησε προστασία στη Γαλλική Πρεσβεία. Κατόπιν επιμόνου απαιτήσεως του συγκεντρωμένου πλήθους, που απείλησε ότι θα κάψει την πρεσβεία, ο αντιπρεσβευτής βαρόνος Ρουάν τον παρέδωσε στις αρχές. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης καταδικάσθηκε σε θάνατο από στρατοδικείο και εθανατώθη δια τυφεκισμού το πρωί της 10ης Οκτωβρίου 1831.

Στη θέση του δολοφονημένου Ιωάννη Καποδίστρια διορίστηκε για μικρό διάστημα ο αδερφός του Αυγουστίνος. Η χώρα είχε βυθιστεί στο χάος και την αναρχία και οι Προστάτιδες Δυνάμεις βρήκαν την ευκαιρία να εγκαθιδρύσουν βασιλεία, φοβούμενες την επικράτηση ενός φιλελεύθερου κινήματος.

Η ελληνική πολιτεία τίμησε τον Κυβερνήτη, δίνοντας το όνομά του σε δημόσιους χώρους και ιδρύματα, όπως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο επίσημος τίτλος του οποίου είναι Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ακόμη, ο Ιωάννης Καποδίστριας απεικονίζεται στο κέρμα των 20 λεπτών της ελληνικής έκδοσης του ευρώ, ενώ το σχέδιο διοικητικής αναδιοργάνωσης της χώρας που εισηγήθηκε η κυβέρνηση Σημίτη έλαβε το όνομά του («Πρόγραμμα Ι. Καποδίστριας»).

ΠΗΓΗ sansimera

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1765 - 1848)

$
0
0
Ο Πέτρος (Πετρόμπεης) Μαυρομιχάλης υπήρξε ηγετική μορφή του αγώνα του 1821. Καταγόταν από επιφανή και ισχυρή οικογένεια της Μάνης. Απέκτησε πέντε γιους, τους Ηλία, Γεώργιο, Αναστάσιο, Ιωάννη και Δημήτριο. Είναι ο τελευταίος και ο πιο σπουδαίος μπέης της Μάνης στην οποία ηγεμόνευσε από το 1815 ως το 1821. Η ανάδειξη του στο μπεηλίκι οφείλεται στον Σουκιούρ μπέη.

Ο Πετρόμπεης έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην προπαρασκευή του αγώνα, ενώ η δραστηριότητά του ως καπετάνιου της Μέσα Μάνης, της οποίας ήταν ο πρώτος καπετάνιος, άρχισε 20 χρόνια πριν την έναρξή του. Επί των ημερών του η Μάνη ήταν άπαρτο κάστρο και προπύργιο της αντίστασης κατά των Τούρκων, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε και το καταφύγιο των κυνηγημένων Ελλήνων. Ο Κολοκοτρώνης μάλιστα στην απάντηση που έδωσε στον Χάμιλτον που πρότεινε να μεσολαβήσει η Αγγλία για τη διευθέτηση της διαφοράς ανάμεσα στους επαναστάτες και την Τουρκία, είπε για τη Μάνη:
"...Ο βασιλέας μας (Κ. Παλαιολόγος) σκοτώθηκε, καμιά συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του έχει παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δυο κάστρα είναι άπαρτα. Η φρουρά του βασιλέα μας είναι οι Κλέφτες και τα κάστρα του το Σούλι, η Μάνη και τα βουνά".

Ο Π. Μαυρομιχάλης συνδέθηκε με τον Ναπολέοντα και προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να τον πείσει να δείξει ενδιαφέρον για την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Ο Πετρόμπεης είχε ενεργό ρόλο κατά τη διάρκεια της επανάστασης και αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία του αγώνα στο Μοριά. Τις παραμονές της επανάστασης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Στις 23 Μαρτίου 1821 συμμετείχε στην κατάληψη της Καλαμάτας όπου ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης. Παράλληλα συμμετείχε ενεργά στις πρώτες προσπάθειες για πολιτική οργάνωση της Πελοποννήσου. Στις 26 Μαίου εκλέχθηκε από τη συνέλευση των Καλτεζών πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Γιατράκο, τον Υψηλάντη και άλλους οπλαρχηγούς, οργάνωσε από τον Ιούνιο την πολιορκία της Τριπολιτσάς και πήρε ενεργό μέρος στην άλωση της πόλης το Σεπτέμβριο.

Στη συνέχεια εκλέχθηκε πρόεδρος του Εκτελεστικού στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του ’στρους (1823). Στην πρώτη φάση της εμφύλιας διαμάχης συντάχθηκε με τον Κολοκοτρώνη και τους οπλαρχηγούς του Μοριά και ήταν επικεφαλής της κυβέρνησης των στρατιωτικών με έδρα την Τριπολιτσά μέχρι το 1824. Η άλλη ήταν στο Καρνίδι υπό τον Γ. Κουντουριώτη και υποστηριζόταν από τους πολιτικούς, του Υδραίους και οπλαρχηγούς της Ρούμελης. Η σύγκρουσή του με τον Καποδίστρια ενώ εκείνος κυβερνούσε, τον οδήγησε στη φυλάκιση του στο Ιτς-Καλέ του Ναυπλίου και αργότερα στη δολοφονία του Κυβερνήτη από το γιο του Γεώργιο και τον αδελφό του Κωνσταντίνο. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι φυλακίστηκε, γιατί θεωρήθηκε υπεύθυνος για την εξέγερση της Μάνης. Παρέμεινε φυλακισμένος ως το Μάρτιο του 1832. Στα χρόνια του Όθωνα μετά το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 κατέλαβε το αξίωμα του γερουσιαστή και του αντιπροέδρου στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

ΠΗΓΗ arcadia

Εμμανουήλ Παπάς (1772 – 1821)

$
0
0
Σερραίος μεγαλέμπορος, τραπεζίτης και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Υπήρξε ο αρχηγός των εξεγερμένων Ελλήνων στη Μακεδονία κατά την επανάσταση του 1821.

Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα Σερρών (νυν Εμμανουήλ Παππά) το 1772. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε μεγάλη περιουσία, παρά τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις του. Χρησιμοποίησε το αναμφισβήτητο κύρος του (και ως δανειστής των Τούρκων αγάδων) για να επιτυγχάνει ευνοϊκές αποφάσεις από την Οθωμανική Διοίκηση υπέρ των χριστιανών της περιφέρειας των Σερρών, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν πολλά προνόμια, χάρη στις δικές του ενέργειες.
Όταν το 1817 ο διοικητής των Σερρών, Γιουσούφ Μπέης, προσπάθησε να τον εκβιάσει για να του αποσπάσει ένα μεγάλο ποσό, αυτός κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του δικαιώθηκε. Επειδή, όμως, ο Γιουσούφ τον απείλησε με θάνατο αν επέστρεφε στις Σέρρες, αυτός παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με τραπεζιτικές εργασίες.

Φλογερός πατριώτης, ο Εμμανουήλ Παπάς μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Δεκεμβρίου 1819 από τον Κωνσταντίνο Παπαδάτο, άνθρωπο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και αμέσως προσέφερε 1.000 γρόσια για την ενίσχυση των οικονομικών της. Όταν πληροφορήθηκε για το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία και με προτροπή του ιδίου ναύλωσε το πλοίο του θρακιώτη καπετάνιου Χατζηαντώνη Βισβίζη και αφού το φόρτωσε με οπλισμό και άλλα εφόδια αναχώρησε στις 23 Μαρτίου του 1821 για το Άγιο Όρος, με στόχο να ξεσηκώσει τους Μακεδόνες κατά του Οθωμανού κατακτητή. Με κέντρο τη Μονή Εσφιγμένου, της οποίας ο ηγούμενος Ιωακείμ ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ξεκίνησε την προετοιμασία για τη μεγάλη εξέγερση.


Ο ανδριάντας του Εμμανουήλ Παπά στην Πλατεία Ελευθερίας των ΣερρώνΟι συγκρούσεις που έγιναν στον Πολύγυρο στις 17 Μαΐου μεταξύ Ελλήνων κατοίκων και Τούρκων στρατιωτών, τον ανάγκασαν να επισπεύσει την κήρυξη της επανάστασης από τις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου οι μοναχοί τον ανακήρυξαν «Αρχηγό και Προστάτη της Μακεδονίας». Την 1η Ιουνίου κατέλαβε την Ιερισσό και προχώρησε προς τα ενδότερα της Χαλκιδικής. Σύντομα, τα Οθωμανικά στρατεύματα υπό τον διοικητή της Θεσσαλονίκης Αβδούλ Αβούδ ανέκτησαν τον έλεγχο της κατάστασης και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1821 κατέστειλαν την εξέγερση. Καθοριστική ήταν η Μάχη της Κασσάνδρας (30 Οκτωβρίου), όταν οι δυνάμεις του Εμπού Λουμπούτ κυριολεκτικά πετσόκοψαν τους άνδρες του Χατζή Χριστοδούλου. Ο Παπάς μόλις που πρόλαβε να σωθεί και απογοητευμένος από την έλλειψη συμπαράστασης από τους μακεδόνες οπλαρχηγούς αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος.

Εκεί αντιμετώπισε τον κίνδυνο να συλληφθεί, καθώς οι μονές έχοντας συνθηκολογήσει με τον Αβδούλ Αβούδ, δέχθηκαν να του παραδώσουν τον Παπά για να τύχουν αμνηστίας και να απολαμβάνουν τα ίδια όπως και προηγουμένως προνόμια. Ένας μοναχός, ονόματι Κύριλλος, που ήταν επιφορτισμένος να τον συλλάβει, τον ειδοποίησε και έφυγαν μαζί με το πλοίο του Βισβίζη για την Ύδρα.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κι ενώ το πλοίο περιέπλεε τον Καφηρέα, ο Παπάς έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε σε ηλικία 49 ετών. Η κηδεία του έγινε με τιμές αρχιστρατήγου στην Ύδρα στις5 Δεκεμβρίου του 1821. Στις 20 Νοεμβρίου του 1971 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του, που βρίσκεται στην Πλατεία Ελευθερίας των Σερρών.

Ο Εμμανουήλ Παπάς υπήρξε μια από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του Αγώνα. Ανιδιοτελής, δαπάνησε όλη την τεράστια περιουσία του (300.000 δίστηλα τάλληρα) για τους σκοπούς της Επανάστασης και κατόρθωσε αν και αγνοούσε τη στρατιωτική τέχνη να διατηρήσει ζωντανή για ένα εξάμηνο την επαναστατική εστία της Χαλκιδικής.

Από τα οκτώ αγόρια του (είχε και τρία κορίτσια από τον γάμο του με τη Φαίδρα) τα τρία έπεσαν στον Αγώνα: ο Αθανασάκης Παπάς (1794-1826) πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, ο Γιαννάκης Παπάς (1798-1825) πολέμησε δίπλα στον Παπαφλέσσα και σκοτώθηκε στη Μάχη στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) και ο Νικολάκης Παπάς (1803-1827) σκοτώθηκε στη Μάχη του Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827).

ΠΗΓΗ sansimera

Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827) - Το λιοντάρι της Ρούμελης

$
0
0
«Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω, θα μου κλάσουν τον πούτσο!».
Γεώργιος Καραϊσκάκης
 
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος, αποτελεί μια από τις πιο θρυλικές μορφές της Επανάστασης του 1821. Υπήρξε αρχικά Αρματολός και στην συνέχεια αρχιστράτηγος της Ρούμελης (Στερεά Ελλάδα) κι ένας εκ των κορυφαίων στρατηγών του Αγώνα.
Απ’ όλους τους ιστορικούς αναφέρεται ως «γιος της καλογριάς» Ζωής Διμισκή (ανιψιά του περίφημου κλεφταρματολού της Άρτας Γώγου Μπακόλα και χήρα του Γιαννάκη Μαυροματιανού που πέθανε νωρίς), που γεννήθηκε το 1782 εντός σπηλαίου κοντά στο χωριό Μαυρομμάτι Καρδίτσας. Για κάποιους, πατέρας του ήταν ο κλεφταρματωλός του Βάλτου Δημήτρης Ίσκος (Φωτιάδης) ή Καραΐσκος (Περραιβός, Γαζής, Βλαχογιάννης), για κάποιους άλλους ο κλέφτης Αραπόγιαννος, ενώ για κάποιους άλλους παραμένει μυστήριο. Υπάρχει όμως και μία σημαντική μαρτυρία του υπαρχηγού του Ναπολέοντος Ζέρβα και του ΕΔΕΣ Μιχάλη Μυριδάκη που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν για την πατρική του καταγωγή. Στο βιβλίο του «Η Εθνική Αντίσταση ΕΔΕΣ-ΕΘΕΑ 1941-44 τόμος Α΄», αναφέρει ότι όταν βρισκόταν στο χωριό Σκουληκαριά της Ηπείρου πολεμώντας τους Ιταλούς, συνομιλούσε με κατοίκους του χωριού.
Ένας απ’ αυτούς του είπε για την καταγωγή του Καραϊσκάκη:

«Εγνώριζα ότι ο Καραϊσκάκης καταγόταν απ’ την Σκουληκαριά αλλά μου έκανε εντύπωση, όταν μου είπαν, ότι πρώτα είχε αρχίσει αυτός τον εθνικό αγώνα απ’ τον Αη Λια. Όταν δε, ερώτησα αυτόν πως το γνωρίζει αυτός μου απήντησε, ότι απ’ τις ιστορίες παλαιοτέρων συγχωριανών του και από ένα μικρό βιβλίο που είχαν εκδώσει το 1843 δώδεκα δημογέροντες της Σκουληκαριάς, δηλαδή δεκαοκτώ έτη μετά απ’ τον θάνατό του, σχετικά με τον τρόπο που εγεννήθη απ’ τους γονείς του και την ιστορία των πρώτων χρόνων της ζωής του.
Συγκεκριμένα μου είπε ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν νόθο παιδί μιας πεντάμορφης κοπέλας της Σκουληκαριάς της Διαμάντως Διμισκή και ενός αρματωλού του Νικολάου Πλακιά κι αυτού κατοίκου της Σκουληκαριάς και ότι εγεννήθη μέσα σ’ ένα κελί του μοναστηριού της Παναγίας της Σκουληκαριάς. Εκεί είχαν κλείσει την Διαμάντω οι δύο κλέφτες αδελφοί της, Κώστας και Γιώργος, για ν’ αποφεύγει τις ενοχλήσεις των Τούρκων, που είχαν μόνιμα εγκαταστημένα καρακόλια στο χωριό. Γι’ αυτό τον λόγο αυτή ύστερα από απόφαση της μάνας της και των αδελφών της ζούσε στο μοναστήρι και φορούσε ράσα χωρίς να είναι καλογριά.
Η Διαμάντω όταν ζούσε στο μοναστήρι εσυνδέθη ερωτικά με τον αρματωλό συγχωριανό της Νικόλαο Πλακιά απ’ τον οποίο και έμεινε παράνομα έγκυος και η εγκυμοσύνη της είχε μείνει μυστική ακόμα και απ’ τον ηγούμενο του μοναστηριού, Καλλίνικο, συγγενή της Διαμάντως.
Ύστερα από σαράντα μέρες μετά την γέννηση του παιδιού ο ηγούμενος του μοναστηριού με κάθε μυστικότητα και με το όνομα Ζωή, έστειλε αυτήν και το νεογέννητο στον φίλο του ηγούμενο του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου στο Μαυρομμάτι της Καρδίτσας, που πριν με επιστολή του τον είχε ειδοποιήσει. Εκείνος για να την προστατεύσει την πήρε χωρίς ράσα βέβαια για να εργάζεται στην υπηρεσία του μοναστηριού και να μεγαλώνει το παιδί της.
Μετά από οκτώ έτη ξαναγύρισε στην περιοχή του τόπου της γεννήσεώς της. Εγκαταστάθηκε σαν Ζωή πάλι στο χωριό Δούνιτσα του Βάλτου γειτονικό χωριό της Σκουληκαριάς. Εκεί δούλευε και είχε μαζί της τον γιο της Γεώργιο στο αρχοντικό του Δημητρίου Ίσκου, που σαν τραυματία τον είχε περιποιηθεί στο μοναστήρι τ’ Αη Γιώργη της Καρδίτσας. Επειδή το παιδί δούλευε σαν παραγιός του Ίσκου και είχε πολύ μαύρο δέρμα, τα παιδιά της Δούνιτσας τον φώναζαν Καρά (από την τουρκική λέξη kara=μαύρος, πολύ μελαχροινός) του Ίσκου. Λόγω του ότι το μυστικό είχε μαθευτεί οι κλέφτες αδελφοί της Διαμάντως σκότωσαν τον σπιούνο Νικόλαο Πλακιά μέσα στον συνοικισμό Γιαννιώτη, όταν αυτός οδηγούσε τούρκικο ασκέρι εναντίον τους».
Επομένως σύμφωνα με αυτή την μαρτυρία ο Καραϊσκάκης, ούτε γιος καλόγριας υπήρξε, όπως αρέσκεται να προσφωνείται απ’ την «επίσημη ιστορία» μας, ούτε πατέρα είχε τον Ίσκο ή τον Αραπόγιαννο. Οι πρώτοι βιογράφοι του, Γεώργιος Γαζής, Δημ. Αινιάν και Κων/νος Παπαρρηγόπουλος ομολογούν και γράφουν, πως ο Καραϊσκάκης είναι Αρτινός και γεννήθηκε στη Σκουληκαριά. Οι αγωνιστές του '21 Νικόλαος Κασομούλης και Λάμπρος Κουτσονίκας γράφουν, ότι «Ο Καραϊσκάκης κατήγετο από το Ραδοβύζι»εννοώντας, βέβαια, τη Σκουληκαριά. Οι ξένοι Ιστορικοί Φ. Πουκεβίλ. Μ. Μπαρθόλντι και ο Αύγουστος Φάμπρ γράφουν πως ο Καραϊσκάκης είναι Αρτινός και γεννήθηκε στη Σκουληκαριά. Ο ίδιος δεν μίλησε ποτέ και σε κανέναν για τον πατέρα του, παρά αποκαλούσε τον εαυτό του περήφανα και σαρκαστικά μπάσταρδο ή μούλο.
Τα παιδικά χρόνια
Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, τρώγοντας «ξύλο και μπομπότα». Ντύνονταν με κουρέλια με ήλιο και με χιόνι. Ξυπόλητος όπως ήταν χειμώνα καλοκαίρι συνήθισε να περπατάει στις πέτρες και στα χιόνια στ'αγκάθια και στις τσουκνίδες, ανέβαινε τα βουνά πιο γρήγορα από τα κατσίκια που φύλαγε, έγινε ένα με αυτά έμαθε τα κατατόπια και τα περάσματα σκαρφάλωνε μαζί τους εκεί που δεν πήγαινε άνθρωπος, γιατί μαζί τους αισθάνονταν καλύτερα πιο άνετα, έβλεπε τον κόσμο από μακριά. Σε ηλικία οκτώ ετών έχασε την μητέρα του τον μόνο άνθρωπο που του φέρονταν ανθρώπινα. Η ζωή του έγινε κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί περισσότερο από ποτέ και γύρευαν μ'αδιάκοπη δούλεψη να τους πληρώνει το ξεροκόμματο που του έδιναν να φάει. Όταν τσακώνονταν με κάποιο άλλο παιδί μαζευόντουσαν όλοι μαζί, τον έδερναν και τον αποκαλούσαν μπάσταρδο και μούλο άσχετα αν είχε δίκιο η όχι. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.
Όταν μεγάλωσε δεν ξέχασε την μιζέρια την φτώχεια και την αδικία που πέρασε στα παιδικά του χρόνια. Γι'αυτό συμπονούσε τον αδύνατο και κατηγορούσε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια μεγάλωσε έλεγε: «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο».
Η φτώχια, η μιζέρια κα η αδικία ήταν η μόνη του συντροφιά και έτσι κάποια στιγμή πηγαίνει στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο). Εκεί έξω από το χωριό βρίσκει μια σπηλιά (σπηλιά του Λώλου) και κατασκηνώνει. Στη σπηλιά κοιμόταν πάνω στο χώμα και σκεπάζονταν με κλαριά και κουρέλια έκλεβε ότι χρειάζονταν για να μπορέσει να ζήσει. Ήταν τέτοια η ζωή του που μέχρι πριν μερικά χρόνια οι μανάδες όταν ήθελαν να μαλώσουν τα παιδιά τους έλεγαν: «Σαν τον Καραϊσκάκη θα καταντήσατε, βρε!».
Όταν πήγε στην Γράλιστα στην αρχή τα παιδιά του χωριού τον κυνήγησαν άγρια αλλά σιγά σιγά συνειδητοποίησαν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν αρκετά έξυπνος και πιο γρήγορος, άρχισαν να τον κάνουν παρέα. Με τον καιρό το ταλαιπωρημένο από την ζωή αλλά πανέξυπνο παιδί κατάφερε να τους επιβληθεί, να γίνει αρχηγός τους και να φτιάξουν μια ψευτοσυμμορία. Στην αρχή η ομάδα του Καραϊσκάκη ξεκίνησε με πετροπόλεμο με τα παιδιά από τα διπλανά χωριά, έπειτα άρχισαν να κλέβουν φρούτα, αργότερα άρχισαν να κλέβουν κότες και αργότερα γίδια και πρόβατα. Οι κλεψιές μεγάλωναν συνέχεια και η φήμη ότι η συμμορία του Καραϊσκάκη έκλεβε ζώα και ότι έκανε τον καπετάνιο πέρασε τα σύνορα της Γράλιστας και η τοπική κοινωνία ζήτησε την βοήθεια της τουρκικής εξουσίας.
Κάποια στιγμή ένα τουρκικό απόσπασμα έφτασε στη Γράλιστα. Πέρασε από το δάσος της Αγίας Μαρίνας, με σκοπό να φθάσει στον Άη Θανάση να κυκλώσει το χωριό για να συλλάβει τον Καραϊσκάκη και τους συντρόφους του. Αλλά ο Καραϊσκάκης τους αντιλήφθηκε και βγήκε πιο μπροστά στον Άη Θανάση. Τους άφηνε να πλησιάσουν και έδωσε το πρώτο πολεμικό του πρόσταγμα: «Βαράτε παλικάρια!».
Τρεις τσοχαντζαραίοι σκοτώθηκαν και οι άλλοι το 'βαλαν στα πόδια για να γλιτώσουν. Κατά τη ντόπια παράδοση ο Καραϊσκάκης ήταν τότε 18 χρονών. Μετά τη μάχη μάζεψαν τα τουφέκια και ότι άλλο είχαν οι σκοτωμένοι Τούρκοι, τους έκοψαν και τα κεφάλια και γύρισαν στο χωριό. Εκεί υποχρέωσαν το μοναδικό γύφτο (σιδηρουργό), να γδάρει τα τούρκικα κεφάλια και να τα γεμίσει με χόρτο για να τα στείλουν πίσω στον Πασά. Ο γύφτος από τον φόβο του τρελάθηκε.
Το δεύτερο κατόρθωμά του γίνηκε σε κάτι βαφτίσια (δεύτερη μέρα του Πάσχα) στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), όπου πήγανε να διασκεδάσουν. Άμυαλα ακόμα καθώς ήτανε, καταφρόνησαν τον κλέφτικο νόμο πως ποτέ δεν πρέπει να κονακιάζουν το βράδυ εκεί όπου περάσανε τη μέρα τους. Δώσανε οι τσασίδες (κατάσκοποι) είδηση στο ντερβέναγα και σε λίγο πλάκωσε η τουρκιά και περικύκλωσε το σπίτι (του Αηδόνη) όπου μένανε. Τότες για πρώτη φορά άστραψε το πολεμικό δαιμόνιο του Καραϊσκάκη.
- Πάρτε,λέει στ'άλλα κλεφτόπουλα, ότι κάπες είναι κι'άμα ανοίξω την πόρτα να τις πετάξετε όξω όλοι με μιας.
Όπως το 'πε έγινε. Ακούνε οι Τούρκοι ν'ανοίγει η πόρτα και μισοξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι τις κάπες κι αδειάζουν πάνω τους με μιας όλα τους τα ντουφέκια. Ώσπου να τα ξαναγεμίσουν, ορμούν όξω τα κλεφτόπουλα και γίνονται άφαντα. Μα στον Καραϊσκάκη δεν έφτασε πως γλίτωσε. Ήθελε κιόλας να ξευτελίσει τον ντερβέναγα. Οδηγεί λοιπόν απ'άλλον δρόμο τους συντρόφους του, πιάνει ένα ψήλωμα στις πλάτες των Τούρκων και τους ρίχνει από κει δυο-τρεις κοροϊδευτικές μπαταριές. Ο Καραϊσκάκης μετά από τα γεγονότα δεν μπορούσε πλέον να μείνει στη Γράλιστα. Ανέβηκε πιο ψηλά στ'Άγραφα.
Με το Αλή Πασά και τον Κατσαντώνη
Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε: «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο».
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και ιατρούς Έλληνες και ξένους. Διαρκούσης της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική έρευνα.
Λίγο καιρό αργότερα πήγε στον Κατσαντώνη, όπου και έγινε το πρωτοπαλίκαρό του. Ήταν ένας από τους τρεις που πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Βεληγκέκα, πρωτοπαλίκαρο του Αλή πασά. Δίπλα στον Κατσαντώνη, ο Καραϊσκάκης έμαθε τα μεγάλα μυστικά του ανταρτοπόλεμου. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη ο Καραϊσκάκης και οι λίγοι Κλέφτες που είχαν απομείνει προσκύνησαν τον Αλή πασά, όπου και διέμειναν στην αυλή του ακολουθώντας τον στις διάφορες εκστρατείες του.
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Βραδύτερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ'αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρής ηλικίας φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισθείς ακόμη και από τις σουλτανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Στο μεταξύ είχε μυηθεί στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας. Αντιπροσώπευε τα Άγραφα σε σύσκεψη την Φιλικής Εταιρείας για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, που πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1821. Δεν πήρε μέρος στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, γιατί η Διοίκηση και κυρίως ο Μαυροκορδάτος, τον υποψιαζόταν πως ήταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους.
Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν και τα «δικαιώματα» θα τα έστελνε ο ίδιος σ'εκείνους. Έτσι ενωμένοι ο Κ. με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά προβήκαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, αγοράζοντας και εξαγοράζοντας τον καιρό περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και «αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει» έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα του οποίου ηγούνταν από τους Ισμαήλ Πασά Πλιάσα, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και του Άγου, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς παρά τον Άγιο Βλάση μετά από πεισματώδη μάχη να οπισθοχωρήσει στο Αγρίνιο. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Η δίκη του Καραϊσκάκη
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες του Καραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίζει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο.
Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά ομολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη (ο οποίος ήταν άνθρωπος του Ράγκου), που είχε μεταβεί στα Γιάννενα ότι: «ο γιος της καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό».Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας».
Η δίκη του Καραϊσκάκη για προδοσία έγινε στο Μεσολόγγι από την 1 με 2 Απριλίου 1824. Το κατηγορητήριο στηρίχθηκε στις καταθέσεις του ψευδομάρτυρα Κ. Βουλπιώτη, ανθρώπου του Γιαννάκη Ράγκου και κατά συνέπεια οργάνου του Μαυροκορδάτου. Κύριο στοιχείο της κατηγορίας ήταν ότι ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σε συνεννοήσεις με τον Ομέρ Βρυώνη, γεγονός πού συνδέθηκε με την αντίδραση του Καραϊσκάκη προς μια μελετούμενη επιχείρηση εναντίον της Άρτας και μια τυχαία σύγκρουση του Καραϊσκάκη με τους κυβερνητικούς στο Μεσολόγγι, όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου. Οι συνεννοήσεις του Καραϊσκάκη με τον Ομέρ Βρυώνη υπήρξαν ένα πραγματικό γεγονός, αλλά δεν είναι δυνατό με κανένα τρόπο να χαρακτηρισθούν ως προδοσία. Αποσκοπούσαν να κερδηθεί η υποστήριξη του Αλβανού πασά, ώστε να επιτευχθεί ή ανάληψη του αρματολικιού των Αγράφων πού κατείχε ο μαυροκορδατικός Ράγκος, από τον Καραϊσκάκη και επεκτάθηκαν στο θέμα μιας γενικότερης ελληνοαλβανικής συμμαχίας. Ο Μαυροκορδάτος πληροφορήθηκε από τον Καραϊσκάκη τις διαθέσεις του Βρυώνη για συμμαχία κι άρχισε μάλιστα μαζί του μυστική αλληλογραφία. Το να μπλέξει το όνομα του Βρυώνη ο Μαυροκορδάτος στη δίκη δεν κρίνεται ως πράξη εύστοχη.
Οι επικοινωνίες με τους Τούρκους για να εξασφαλισθεί ένα αρματολίκι δεν είναι κάτι καινοφανές για την εποχή. Ο Ράγκος, άνθρωπος του Μαυροκορδάτου, για να κατοχυρώσει τη θέση του στ'Άγραφα δε διστάζει να έρθει σε συνεννοήσεις με τον Αλβανό Σούλτζε Κόρτζα, πράγμα για το όποιο δε δικάστηκε βέβαια. Ο Καραϊσκάκης για ν'αντιμετωπίσει την άρνηση της Κυβέρνησης απευθύνθηκε στον εχθρό του Σούλτζε Κόρτζα, Ομέρ Βρυώνη, χωρίς όμως οι συνεννοήσεις αυτές ν'αποτελούν προδοσία. Το τότε καθεστώς δεν τον κατηγόρησε ποτέ όμως για την προδοσία του αυτή, λόγω της καλής σχέσης του με τον Μαυροκορδάτο και του κατεστημένου του.
Για τον Καραϊσκάκη ο Μαυροκορδάτος ήταν «το τζογλάνι του Ρέιζ αφέντη, ο τεσσαρομάτης».Ο Φωτιάδης γράφει γι’ αυτόν: «Ο πιο διαβολεμένος απ’ όλους τους Φαναριώτες, που ήρθανε στην Ελλάδα στάθηκε ο Μαυροκορδάτος. Το τι κακό έκανε αυτός ο άνθρωπος σε τούτον τον τόπο δεν λέγεται. Και δεν το πλέρωσε μονάχα η γενιά του Εικοσιένα. Ίσαμε τώρα το δικό του πνεύμα μας κυβερνάει και δεν μας αφήνει να προκόψουμε».
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε επιτροπή. Ο Μαυροκορδάτος όρισε πρόεδρο της εισαγγελικής επιτροπής τον επίσκοπο Πορφύριο από την Άρτα. Η δίκη παρωδία έγινε στην εκκλησία της Παναγίας στο Αιτωλικό που χρησίμευσε σαν δικαστήριο. Ο επίσκοπος Πορφύριος ανήγγειλε τις κατηγορίες και κάθε μία απ’ αυτές οδηγούσε τον Καραϊσκάκη στο εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως εκείνος αντιμετώπισε θαρραλέα ειρωνικά και με εύστοχη αστειολογία τις ψευδείς αυτές κατηγορίες των εχθρών του. Το κατηγορητήριο απαγγέλθηκε την 1η Απριλίου. Η καταδικαστική απόφαση δε δημοσιεύθηκε, και στη θέση της μπήκε στα «Ελληνικά Χρονικά» μια προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος», χρονολογημένη στις 2 Απριλίου 1824 εκδόθηκε. Αυτό ήταν σαφής ένδειξη, ότι το κατηγορητήριο είχε αποδειχτεί ψευδέστατο και προετοιμασμένο. Η προκήρυξη είχε ως εξής:

«ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ TΩN EΓΚΛHMATΩN ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ»
αρ. 1167
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος

Προς τους στρατιωτικούς και πολιτικούς αρχηγούς της Δυτικής Eλλάδος και προς πάντας τους Έλληνας.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, επειδή απαρχή ευρέθη σύντροφος των αρμάτων εις τον Ιερόν υπέρ της Ελευθερίας αγώνα, η Πατρίς τον τίμησε με αξιώματα. Πως εφέρθη ως εις την εκστρατείαν του Σκόνδρα, είναι γνωστόν εις όλους. Μ'όλον τούτo η Πατρίς παρέβλεψε τα σφάλματά του, δια να τον τpαβήξη εις μεταμέλειαν. Ήλθε εις τας δύο χώρας επί προφάσει της ασθένειας του, και τον υπεδέχθησαν φιλοφρόνως. Άλλ'αυτός δεν εφέρθη ως πατριώτης, και ως Χριστιανός. Αυθαδίασε να πιάσει άρματα εναντίον της πατρίδος. Έκαμε εκστρατείαν εναντίον του Μεσολογγίου. Έπιασε το φρούριον του Βασιλαδίου, διώξας εκείθεν την φρουράν. Οι στρατιώται του έλαβαν δύω εκ των Προκρίτων της πόλεως ως αιxμαλώτoυς, από τους οφθαλμούς της Διοικήσεως, και έφεραν τούτους προς αυτόν την νύκτα, ευρισκόμενον εις το Ανατολικόν. Εξηγήθη δε και εις πολλούς ότι θέλει εμβάσει Τούρκους εις την πατρίδα.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Υποπτευθείς η Διοίκησις, έλαβε τα ανηκoντα μέτρα, και διώρισεν επιτροπή τόπον επέχουσα στρατιωτικού Δικαστηρίου συνθεμένη υπo στρατηγούς και χιλιάρχους, οίτηνες εξετάσαντες αυτόν τε και όλα τα αίτια τα οποία καθ'ημέραν ηύξαναν τας υποψίας εναντίον του.

ΕΥΡΗΚΑΝ

«Ότι ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκρισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδας».
«Ότι απo τον Όμερ - πασάν ζήτησε μπουγιουρντί δια να γένη καπιτάνος των Αγράφων»
«Ότι υπέσχετο εις τον εχθρό να πιάση την Tατάραιvαν με χίλιους στρατιώτες και συμβούλευσε να εύγη ο αποστάτης Βαρακιώτης με χίλιους εις το Ξηρόμερον».
«Ότι υπεσχετο εις τον εχθρό να τραβηξη προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον της πατρίδας».
«Ότι εν ω εγίνοντο αυτά εις Μεσολόγγιον, συγχρόνως ευγήκεν ο εχθρικός στόλος από Πάτρας και άραξεν εις το Βασιλάδι, και έγινε μυστική εκστρατεία Τούρκων από Καστέλια και Ναύπακτον εναντίον του Μεσολογγίου, η οποία δεν ευδοκίμησε, διότι ολίγοι σταθεροί Έλληνες τους κτύπησαν εις την Κακήν Σκάλαν και τους εγύρισαν οπίσω».

Ή επιτροπή έλαβε τέλος πάντων πολλά διδόμενα δια να γνωρίση αυτόν επίβουλο της πατρίδος και προδότην.
Επειδή όμως η πατρίς αγαπά τα τέκνα της, και μακροθυμεί δια να τα, ελευθεpώσει από την απάτην, και να τα φέρη εις μετάνοιαν, να γνωρίσουν τα χριστιανικά χρέη των, απεφασίσθη παρά της διορισθείσης επιτροπής, τη συναινέσει όλων των παρευρεθέντων αρχηγών των αρμάτων και των πολιτικών και εδόθη προσταγή προς τον αυτόν Καραϊσκάκην να αναχωρήση αμέσως απ'εδώ, μ'όλο όπου είναι και ασθενής, όστις και ανεχώρησεν σήμερον.
Αν μετανοήση αληθώς και επιστρέψη εις τα χριστιανικά, και Ελληνικά χρέη του, η Πατρίς θέλει λάβει την ευχαρίστησιν ότι τον εκέρδισεν, ει δ'επιμείνει εις την κακίαν του, ας όψεται.
Σεις δε, αδελφοί, ειδοποιείσθε δια του παρόντoς, ότι ο Καραϊσκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα και δεν έχει καμμίαν εξουσία παρά της Διοικήσεως. Μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμώv και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. Όσοι δε απατηθέντες ηκολούθησαν αυτόν προσκαλούνται να γυρίσουν εις τα οπίσω, και να ενωθούν με τους αρχηγούς, τους υπερασπιστές της Πατρίδος. Πάντες, δε οι λοιποί Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν, εν'όσω να μετανoήση και να προσπέση εις τo έλεoς του έθνους και ζητήση συγχώρησιν.

Εν Ανατολικώ την 2 Απριλίου 1824

Α. ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ

Οι στρατηγοί: ΝΟΤΗΣ ΜΠΟΤΖΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΟΡΝΑΡΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΖΙΩΓΚΑΣ, ΔΗΜΟΣ ΣΚΑΛΤΖΑΣ, ΑΛΕΞΙΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΚΡΗΣ, ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΙΟΛΝΤΑΣΗΣ.
Οι χιλίαρχοι: ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΙΑΚΑΤΑΣ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΣΤΑθΗΣ ΚΑΤΖΑΡΟΣ.
Οι καπιτάνοι: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΣΟΥΛΤΑΝΗΣ».
Τελικά η απόφαση ήταν καταδικαστική κηρύσσοντας τον Καραϊσκάκη επίβουλο κατά της πατρίδας και ένοχο προδοσίας, αν και ποινή της επί τόπου εξορίας του, που του επιβλήθηκε ήταν πολύ μικρή σε σχέση με τις βαρύτατες κατηγορίες που τον βάρυναν. Ύστερα απ’ την επαίσχυντη δολοφονία του Ανδρούτσου απ’ τους καθεστωτικούς ο Καραϊσκάκης είχε πάρει τα μέτρα του, φροντίζοντας να έχει μέσα και γύρω απ’ την εκκλησία-δικαστήριο εξακόσιους αρματωμένους άνδρες αφοσιωμένους προς αυτόν, έτοιμους να τον προστατεύσουν ανά πάσα στιγμή με τη ζωή τους. Είχε επίσης και την συμπαράσταση του καπετάνιου Α. Ίσκου, που κατέβαινε ήδη απ’ τον Βάλτο με τους άνδρες του για να βοηθήσει το φίλο του. Ο Μαυροκορδάτος και οι κατήγοροί του φοβήθηκαν το μακελειό που θα επακολουθούσε αν τον καταδίκαζαν σε θάνατο. Έτσι η λύση της εξορίας ήταν η πιο συμφέρουσα. Ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση ούτε κατά των Τούρκων δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι.
Τον πήγαιναν σηκωτό σε ξυλοκρέβατο, γιατί υπέφερε από την φυματίωση και δεν μπορούσε να βαδίζει. Περνώντας απ'το σπίτι του Μαυροκορδάτου, άφησε τα παλικάρια, του να προχωρούν και μπήκε μόνος του μέσα. Εκεί βρισκόταν ο Μαυροκορδάτος, οι δικαστές του, οπλαρχηγοί φίλοι του Μαυροκορδάτου κι ο Βουλπιώτης, ο κατήγορος του Καραίσκάκη, να τρων και να πίνουν. «Η τιμή αυτή έγινε εις τoν Βουλπιώτη, δια την τρίτη κατάθεσιν που έβγαλε από τη δυσκολία τον Mαυροκορδάτο», γράφει ο Kασoμούλης.
Ο Καραϊσκάκης δεν μπόρεσε να το κρατήσει:
- Φάγε, ορέ Boυλπιώτη, φάγε και συ μαζί με τον πρίντζιπα και με τους καπεταναίους για να θανατώσεις τον Kαραϊσκάκη. Κι εσύ πρίντζιπα δεν ντpέπεσαι να έχεις στο τραπέζι σου έναν ψεύτη κι έναν προδότη;
Κι ύστερα λέει στους καπεταναίους:
- Αδελφοί καπιταναίοι. Αν με καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός να με το στείλει (το βόλι) εις το κεφάλι ευθύς, αυτού όπου βγαίνω. Kαι αν αδίκως, ογλήγορα να σας το πέμψει εις το δικό σας κεφάλι.
Απευθυνόμενος στον Μαυροκορδάτο, είπε:
- Ε, ορέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσία μου με την έγραψες εις το χαρτί και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου την γράψω εις το μέτωπο σου, δια να φαvεί ποίος είσαι! Εδώ! (και κτύπησε το μέτωπο του με τα τέσσερα δάκτυλα, δείχνοντας τον Mαυροκορδάτο). Έχετε υγείαν.
Αυτοί το αποκρίθηκαν:
- Έχε υγεία...
Η περίφημη αυτή σκηνή δείχνει όλο το μεγαλείο και την τόλμη του συκοφαντημένου ήρωα. Ο Mαυροκορδάτος, δεν τόλμησε ν’ ανoίξει το στόμα, για ν'απαντήσει.
Ακολούθησε η αποκήρυξη και ο επίσημος αφορισμός του απ’ την Εκκλησία. Στις 27 Μαΐου του 1824 ο Καραϊσκάκης έκανε χρήση της παραγράφου της αποκήρυξης και του αφορισμού του, όπου γινόταν λόγος για συγνώμη. Έτσι έστειλε γράμμα στον Μαυροκορδάτο ζητώντας άφεση των υποτιθεμένων αμαρτιών του, που όμως δεν εισακούσθηκε. Στην επιστολή του, που σώζεται μέχρι σήμερα αναφέρει: «Εμένα η κακή μου τύχη έφερε αρρώστεια οπίσω. Δεν εξεύρω κι όλα απ’ τα κρύα τα πολλά ήταν, ή από τους τόσους αφορισμούς οπού μου εκάματε, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί και να μου σταλθεί και μία ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως».Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Αρχιστρατηγία
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθωτών. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι παρά τα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους «στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας».
Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από τον Μοριά και τη Ρούμελη εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.
Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των πολιορκούντων το Μεσολόγγι Τούρκων, σε συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς να ολοκληρωθεί, πλην όμως επέφερε διακοπή της πολιορκίας, οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες σπεύδει στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων διήλθε την «Λάσπη του Καρβασαρά» όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
Την νύκτα 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των «ελεύθερων πολιορκημένων» έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας, όμως έστειλε στη «Γέφυρα της Βαρνάκοβας» παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοί σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα «πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου».
Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο, καθόσον η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τότε, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο της φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, κατά μήνα Ιούλιο πρότεινε στην εδρεύουσα «Διοικητική Επιτροπή» να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον «Γιο της Καλογριάς» ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.
Ο βιογράφος του μεγάλου οπλαρχηγού, Δημήτρης Φωτιάδης, περιγράφει παραστατικά τη στιγμή της ύψιστης δικαίωσης:
«Τον φωνάζουνε στο Μπούρτζι. Κι όταν ο Καραϊσκάκης άκουσε από το στόμα του Ζαΐμη, του παλιού του οχτρού από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, πως τον κάνουν αρχιστράτηγο της Ρούμελης, τα μάτια του βούρκωσαν και δύο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα βαθουλωμένα μάγουλά του.
- Η πατρίδα, του λέει ο Ζαΐμης, γυρεύει σήμερα από μας να μονοιάσουμε.
- Ναι, το γυρεύει! Αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης και ρίχνεται στην αγκαλιά του Ζαΐμη, φιλήθηκαν και ξέχασαν τα περασμένα.
Σε τούτη τη σκηνή έλαχε να βρίσκεται κι ο Υδραίος μεγαλονοικοκύρης Βασίλης Μπουντούρης.
- Καραϊσκάκη, δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, του λέει, ο θεός να σε φωτίσει να το κάμεις από δω κι εμπρός...
- Δεν το αρνούμαι! Απαντάει ο μεγαλόκαρδος άντρας. Όταν θέλω γίνουμαι άγγελος κι όταν πάλι θέλω γίνουμε διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος».

Ο Καραϊσκάκης δεν ζήτησε ούτε άνδρες, ούτε χρήματα από τη Διοίκηση. To μόνο που αξίωσε ήταν η δυνατότητα να διορίζει στα διάφορα στρατιωτικά αξιώματα άτομα της δικής του επιλογής. Όταν το αίτημά του έγινε αποδεκτό, ξεκίνησε πυρετωδώς την προετοιμασία για την εκστρατεία του στην Αττική. Παρά την προσπάθεια που κατέβαλε, η επίτευξη του κύριου στόχου του, δηλαδή η συνένωση των διαφόρων ομάδων αγωνιστών, στάθηκε εντελώς αδύνατη.
Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών και μαζί με λιγοστούς καπεταναίους, τον Νάκο Πανουργιά, τον Κωνσταντίνο Βέρη, τον Γιαννάκη Φραγκίστα και τον αδελφό του Οδυσσέα Ανδρούτσου Γιαννάκη, ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, ένεκα της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ'όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας τον αποκλεισμό ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των ευρισκομένων στη πεδιάδα του χωριού Τούρκων (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μεταφέρει το στρατόπεδό του από Δόμβραινα και Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντιλαμβάνεται γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που ήταν νοτιότερα, οι οποίοι και ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των πολιορκούντων την Ακρόπολη Τούρκων.
Η μάχη της Αράχωβας
Προ­ε­λαύ­νο­ντας ο Καραϊσκάκης στην πε­ρι­φέ­ρεια της Λι­βα­δειάς έ­δω­σε μά­χες σε διά­φο­ρα μέ­ρη, προ­σβάλ­λο­ντας τις το­πι­κές ε­χθρι­κές φρου­ρές, και, α­φού ε­γκα­τέ­στη­σε τμή­μα­τα των 100 και 60 α­γωνι­στών α­ντι­στοί­χως, στις Μο­νές Ο­σί­ου Σε­ρα­φείμ στο Δο­μπό και Ο­σί­ου Λου­κά στο Στεί­ρι, για την α­σφά­λειά τους, προ­ω­θή­θη­κε και, στις 17 Νο­εμ­βρί­ου, στρα­τοπέ­δευ­σε στο Δί­στο­μο. Στο με­τα­ξύ, κα­τά τη διάρ­κεια της προ­ε­λά­σε­ως, ε­νι­σχύ­θη­κε με το σώ­μα των Σου­λιω­τών, το ο­ποί­ο στρα­το­πέ­δευε στην πε­ριο­χή της Θή­βας και με το σώ­μα του Αλέ­ξη Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα στο Δί­στο­μο. Την ί­δια πε­ρί­ο­δο, οι ι­σχυ­ρές ο­θω­μα­νικές δυ­νά­μεις, οι ο­ποί­ες έ­λεγ­χαν την πε­ρι­φέ­ρεια της Λι­βα­δειάς, με Αρ­χη­γό το Μου­στά­μπε­η, α­φού α­σφά­λι­σαν τις α­πο­θή­κες ε­φο­δια­σμού τους στην Α­τα­λά­ντη, κα­τευ­θύν­θη­καν στη Λι­βα­δειά και στις 17 Νο­εμ­βρί­ου στρα­το­πέ­δευ­σαν στην πε­ριο­χή της Δαύ­λειας. Οι υ­ψη­λό­βαθ­μοι α­ξιω­μα­τού­χοι διανυκτέρευσαν στη Μο­νή της Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, δυ­τι­κώς της Δαύ­λειας.
Τις βρα­δυ­νές ώ­ρες της 17ης Νο­εμ­βρί­ου 1826, στο Στρα­τη­γεί­ο στο Δί­στο­μο, έ­νας στρα­τιώ­της της ε­μπρο­σθο­φυ­λα­κής πα­ρου­σιά­σθη­κε στον Καραϊσκάκη και του ανέ­φε­ρε, ό­τι έ­νας μο­να­χός προ­σήλ­θε στο στρα­τό­πε­δο και θέ­λει κα­τε­πει­γό­ντως να τον δει προ­σω­πι­κώς και ι­διαι­τέρως. Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης τον δέ­χθη­κε και με­τα­ξύ τους έ­γι­νε πε­ρί­που ο ε­ξής διά­λογος:
- Εί­μαι α­νη­ψιός και υ­πο­τα­κτι­κός του η­γου­μέ­νου της Μο­νής Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ κο­ντά στη Δαύ­λεια. Ο η­γού­με­νος με έ­στει­λε να σου φα­νε­ρώ­σω, ό­τι στη Μο­νή βρί­σκο­νται ο
Κε­χα­γιά­μπεης του Κιου­τα­χή και ο Μου­στά­μπε­ης με 2.500-3.000 Ο­θω­μα­νούς, οι ο­ποί­οι σταθ­μεύ­ουν στη Δαύ­λεια και σε άλ­λα χω­ριά της πε­ριοχής. Αύ­ριο το πρω­ί σκο­πεύ­ουν να περάσουν α­πό την Α­ρά­χω­βα, με προ­ο­ρι­σμό την Άμφισ­σα, για να λύ­σουν την πο­λιορ­κί­α των δι­κών τους, οι ο­ποί­οι εί­ναι κλει­σμέ­νοι στο Φρού­ριο,
α­νέ­φε­ρε ο μο­να­χός.
- Πώς έ­μα­θε το σχέ­διο ο η­γού­με­νος και πώς βε­βαιώ­θη­κε, ό­τι αυ­τό πρό­κει­ται να κά­μουν και μά­λι­στα αύ­ριο; τον ρώ­τη­σε ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης.
- Έ­νας υ­πο­τα­κτι­κός, γνώ­στης της τουρ­κι­κής γλώσ­σας, ο ο­ποί­ος ε­ξυπη­ρε­τού­σε τους αρ­χη­γούς στην τρα­πε­ζα­ρί­α, ά­κου­σε το σχέ­διο του Μου­στά­μπεη, ο ο­ποί­ος το α­νέ­πτυσ­σε στον Κεχα­γιά­μπε­η και το α­νέ­φε­ρε στον η­γού­με­νο,του α­πά­ντη­σε ο Μο­να­χός.
- Για ε­μάς γνω­ρί­ζουν που βρι­σκό­μα­στε;τον ξα­να­ρώ­τησε.
- Νο­μί­ζουν, ό­τι εί­στε α­κό­μα στη Δομ­βραί­να, ό­πως τους βε­βαί­ω­σε και ο η­γού­με­νος, αν και γνώ­ρι­ζε, ό­τι έ­χε­τε φθά­σει ε­δώ, του α­πά­ντησε.
Και ο αρ­χι­στρά­τη­γος έ­κλει­σε τη συ­ζή­τη­ση, λέ­γο­ντας «Να ε­πι­στρέψεις στο Μο­να­στή­ρι και να με­τα­φέ­ρεις τις ευ­χα­ρι­στί­ες μου στον η­γού­με­νο. Να του πεις να ο­ρί­σει ευ­χές και παρακλήσεις για ε­μάς και για τον α­γώ­να που κά­νου­με για την πί­στη και την πα­τρί­δα».
Το Γε­νι­κό Σχέδιο των Ο­θω­μα­νών προ­έ­βλε­πε, σε πρώ­τη πε­ρί­ο­δο, την ε­ξου­δε­τέ­ρω­ση κά­θε ε­στί­ας α­ντι­στά­σε­ως στη Ρού­με­λη και την ε­ξα­σφά­λι­ση του ε­λέγ­χου της πε­ριο­χής και, σε δεύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δο, την ο­λο­κλή­ρω­ση κα­τα­λή­ψε­ως της Πε­λο­πον­νή­σου. Ει­δι­κότε­ρα, ο Μου­στά­μπε­ης, α­φού ε­νι­σχύ­θη­κε με ι­κα­νή δύ­να­μη υ­πό τον Κε­χα­γιά­μπε­η, υ­παρ­χη­γό του Κιου­τα­χή, και με συ­νο­λι­κή δύ­να­μη 2.000 πε­ρί­που αν­δρών (πε­ζι­κό 1.700 και ιπ­πι­κό 300), προ­ε­λαύ­νο­ντας δια­μέ­σου της Α­ρά­χω­βας, θα ε­πι­χει­ρού­σε να λύσει την πο­λιορ­κί­α του Φρου­ρί­ου της Άμφισσας και να προ­σβά­λει το σώ­μα του Αλέ­ξη Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα, το ο­ποί­ο στρα­το­πέ­δευε στο Δί­στο­μο.
Για την υ­λο­ποί­η­ση της πρώ­της πε­ριό­δου σχε­δί­α­σε να κα­τα­λά­βει την Α­ρά­χωβα και να ε­ξα­σφα­λί­σει τον έ­λεγ­χο σε ό­λη τη, στρα­τη­γι­κής ση­μα­σί­ας, πε­ριο­χή, ενερ­γώ­ντας α­πό το πρω­ί της 18ης Νο­εμβρί­ου 1826, ως ε­ξής:
* Με τμή­μα 500 Τουρ­καλ­βα­νών στην κα­τεύ­θυν­ση Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ - υ­ψώ­ματα Μά­νας προς Α­ρά­χω­βα.
* Με την κύ­ρια δύνα­μη, δια­μέ­σου του Στε­νού Ζε­με­νού προς Α­ρά­χω­βα.
* Σε περί­πτω­ση α­ντι­στά­σε­ως στο Στε­νό Ζε­με­νού α­πό ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα, η δύ­να­μη η οποί­α θα φθά­σει νω­ρί­τε­ρα στην Α­ρά­χω­βα, να στρα­φεί προς το Ζε­με­νό, προ­κει­μένου να συνδράμει την κύ­ρια δύ­να­μη, προ­σβάλ­λο­ντας α­πό τα νώ­τα τα ε­κεί ελ­ληνι­κά τμή­μα­τα.
Το Γε­νι­κό Σχέ­διο των Ελ­λήνων, με πρό­τα­ση του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και έ­γκρι­ση της Ελ­λη­νι­κής Κυ­βερ­νή­σε­ως και των ο­πλαρ­χη­γών, προ­έ­βλε­πε εκ­στρα­τεί­α στη Ρού­με­λη, για α­να­ζω­πύ­ρω­ση της Επα­να­στά­σε­ως και πρό­κλη­ση α­ντι­πε­ρι­σπα­σμού, προ­κει­μέ­νου να α­να­κου­φι­σθούν οι πο­λιορ­κού­με­νοι στην Α­κρό­πο­λη της Α­θή­νας, α­φού ο Κιου­τα­χής θα ε­ξα­ναγκα­ζό­ταν να αποσπάσει δυ­νά­μεις α­πό την Α­θή­να, για να ε­νι­σχύ­σει τα στρα­τεύμα­τα στη Ρού­με­λη. Ει­δι­κό­τε­ρα, ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, με συ­νο­λι­κή δύ­να­μη 4.000 πε­ρί­που αν­δρών, α­πο­φά­σισε και σχε­δί­α­σε, να ε­νερ­γή­σει α­πό τη νύ­χτα της 17ης (ξη­μέ­ρω­μα 18ης) Νο­εμ­βρί­ου, θέ­το­ντας σε ε­φαρ­μο­γή τα ε­ξής:
* Α­μυ­ντι­κή ε­γκα­τά­στα­ση στην Α­ρά­χω­βα, με προ­α­πο­στο­λή τμή­μα­τος 500 αν­δρών, με ε­πι­κε­φα­λής τους Ο­πλαρ­χη­γούς Α­λέ­ξη Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα και Γε­ώρ­γιο Βά­για, για την απαγόρευση των κα­τευ­θύν­σε­ων των ο­θω­μα­νι­κών δυ­νά­με­ων (υ­ψώ­μα­τα Μάνας - Α­ρά­χω­βα και Στε­νό Ζε­με­νού - Α­ρά­χω­βα) και την α­πό­κρου­ση ε­χθρι­κής ε­πι­θέσε­ως.
* Ε­γκα­τά­στα­ση μι­κρών τμη­μά­των, με­τά την ά­φι­ξη του τμή­μα­τος προ­α­πο­στο­λής στην Α­ρά­χω­βα, ως φυ­λα­κί­ων προ­φυ­λα­κών μά­χης, σε κα­τάλ­λη­λα ση­μεί­α στα δρομο­λό­για των ί­διων κα­τευ­θύν­σε­ων, έ­γκαι­ρης προ­ει­δο­ποι­ή­σε­ως των α­μυ­νο­μένων, για την προ­ώ­θη­ση και ε­πι­θε­τι­κή ε­νέρ­γεια των ε­χθρι­κών δυ­νά­με­ων προς την Α­ρά­χω­βα.
* Ε­νί­σχυ­ση των α­μυ­νο­μέ­νων (Γαρ­δι­κιώ­τη και Βά­για) με τμή­μα 400 αν­δρών, με ε­πικε­φα­λής τον ο­πλαρ­χη­γό Χρι­στό­δου­λο Χα­τζη­πέ­τρο, το ο­ποί­ο να α­να­χω­ρή­σει από το στρα­τό­πε­δο του Δι­στό­μου, για την Α­ρά­χω­βα με την α­να­το­λή του η­λί­ου.
* Ε­γκα­τά­στα­ση σκο­πών (κα­ρα­ού­λια) σε εμ­φα­νή ση­μεί­α, κα­τά μή­κος των δρο­μο­λογί­ων Δί­στο­μο – Σκληβ­νί­τσα – Α­ρά­χω­βα και Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα, έ­γκαι­ρης προ­ει­δο­ποι­ή­σε­ως του αρ­χι­στρα­τή­γου, με συν­θη­μα­τι­κούς πυ­ρο­βο­λι­σμούς (α­πό σκο­πό σε σκο­πό), για την προ­ώ­θη­ση των ε­χθρι­κών δυ­νά­με­ων προς την Α­ράχω­βα.
* Ε­τοι­μό­τη­τα ά­με­σης κι­νή­σε­ως της υ­πό­λοι­πης δυ­νά­με­ως, με­τά α­πό προ­ει­δοποί­η­ση, υ­πό τον αρ­χι­στρά­τη­γο, για την προ­ώ­θη­σή της στην κα­τεύ­θυν­ση Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα και με δυ­να­τό­τη­τα προ­σβο­λής α­πό τα νώ­τα της κύ­ριας δυνά­με­ως του Μου­στά­μπε­η, την ο­ποί­α θα α­κο­λου­θού­σε, κα­τά την προ­έ­λα­ση και ε­πιθε­τι­κή ε­νέρ­γειά της ε­να­ντί­ον της Α­ρά­χω­βας.
* Ε­νί­σχυ­ση των α­μυ­νο­μέ­νων (Γαρ­δι­κιώ­τη και Βά­για) με τα τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α πο­λιορ­κού­σαν το Φρού­ριο της Άμ­φισ­σας, με ε­πι­κε­φα­λής τους Οοπλαρ­χη­γούς Γε­ώργιο Δυο­βου­νιώ­τη και Νά­κο Πα­νουρ­γιά και με άλ­λα τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α βρί­σκονταν σε άλ­λες α­πο­στο­λές στα χω­ριά της πε­ριο­χής, με­τά α­πό γρα­πτή ει­δο­ποί­ηση (ε­πι­στο­λή του αρ­χι­στρα­τή­γου) των οπλαρχηγών, α­πε­σταλ­μέ­νη με έ­κτα­κτους αγ­γε­λια­φό­ρους.
Στις 17 Νο­εμ­βρί­ου, τις βρα­δι­νές ώ­ρες, ο Καραϊσκάκης ε­ξέ­δω­σε προ­φο­ρι­κή δια­τα­γή ε­πι­χει­ρήσε­ως προς τους ο­πλαρ­χη­γούς, α­να­πτύσ­σο­ντας το σχέ­διο του Μου­στά­μπε­η και το δι­κό του, με τις ε­πι­μέ­ρους α­πο­στο­λές των ελ­λη­νι­κών τμη­μά­των και τις ο­δηγί­ες προ­πα­ρα­σκευ­ής και διοι­κη­τι­κής μέ­ρι­μνας (πα­ρα­σκευ­ή άρ­του κ.ά.). Ε­πί­σης διέ­τα­ξε την προ­ε­τοι­μα­σί­α της κύριας δυ­νά­με­ως, στη διάρ­κεια της νύ­χτας, με ε­τοι­μό­τη­τα α­να­χω­ρή­σε­ως την ε­πο­μέ­νη, σύμ­φω­να με το σχέ­διο. Τέ­λος, κά­λε­σε το γραμ­μα­τέ­α του Δη­μή­τριο Αι­νιά­να, για να του συντάξει τις ε­πι­στο­λές, με ε­ντο­λή προς τους ο­πλαρ­χη­γούς των τμη­μά­των, τα ο­ποί­α πο­λιορκού­σαν το Φρού­ριο της Άμ­φισ­σας και άλ­λων, τα ο­ποί­α βρί­σκο­νταν σε α­πο­στολές στα χωριά της πε­ριο­χής, προ­κει­μέ­νου να σπεύ­σουν στην Α­ρά­χω­βα, για την ενί­σχυ­ση των α­μυ­νο­μέ­νων.
Σε ε­κτέ­λε­ση της δια­τα­γής ε­πι­χει­ρή­σε­ως του Καραϊσκάκη, η δύ­να­μη προ­α­πο­στο­λής α­να­χώρη­σε α­μέ­σως τη νύ­χτα της 17ης (ξη­μέ­ρω­μα 18ης) Νο­εμ­βρί­ου για την Α­ρά­χω­βα και ό­ταν έφτασε στη νό­τια πα­ρυ­φή της, ο Γαρ­δι­κιώ­της διέ­τα­ξε στά­ση, ώ­στε να συ­γκε­ντρω­θεί ό­λη η δύ­να­μη και να δοθούν ο­δη­γί­ες για τις πε­ραι­τέ­ρω ε­νέρ­γειες. Α­μέ­σως με­τά προ­ω­θή­θη­καν τμή­μα­τα α­να­γνω­ρί­σε­ως (πε­ρί­πο­λοι) σε διά­φο­ρες κα­τευ­θύνσεις, τα ο­ποί­α α­νέ­φε­ραν, ό­τι η Α­ρά­χω­βα δεν κα­τέ­χε­ται α­πό ε­χθρι­κά τμή­μα­τα. Έτσι, ό­λη η δύ­να­μη προ­α­πο­στο­λής προχώρησε στην πε­ριο­χή της εκ­κλη­σί­ας του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και στα σπί­τια της α­να­το­λι­κής πα­ρυ­φής, ό­που άρ­χι­σε την οργά­νω­ση θέ­σε­ων μά­χης και την α­μυ­ντι­κή ε­γκα­τά­στα­ση. Επίσης, σε ε­φαρ­μο­γή του σχε­δί­ου ά­μυ­νας, μι­κρά τμή­μα­τα προ­ω­θή­θη­καν στα δρο­μο­λό­για κα­τευ­θύν­σε­ων του ε­χθρού (υ­ψώ­μα­τα Μά­νας - Α­ρά­χω­βα και Στε­νό Ζεμε­νού – Α­ρά­χω­βα), για την ε­κτέ­λε­ση της α­πο­στο­λής τους, ως φυ­λά­κια προ­φυ­λακών μά­χης.
Πρώτη μέρα της μάχης - 18 Νοεμβρίου 1826
Τα μι­κρά ελ­ληνι­κά τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α εί­χαν προ­ω­θη­θεί ως φυ­λά­κια προ­φυ­λα­κών μά­χης και είχαν ε­γκα­τα­στα­θεί στις δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις, υ­ψώ­μα­τα Μά­νας – Α­ρά­χω­βα και Στενό Ζεμενού – Α­ρά­χω­βα, τις προ­με­σημ­βρι­νές ώ­ρες (πε­ρί­που στις 10:00) α­νέ­φε­ραν στους Ο­πλαρ­χη­γούς Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα και Γε­ώρ­γιο Βά­για, ό­τι εμ­φα­νί­σθη­καν οι ε­μπρο­σθο­φυ­λα­κές των ε­χθρι­κών τμη­μά­των, στην πρώ­τη κα­τεύ­θυν­ση, κα­τερ­χόμε­νες τα βο­ρειο­α­να­το­λι­κά υ­ψώ­μα­τα της Α­ρά­χω­βας και στη δεύ­τε­ρη, ει­σερ­χόμε­νες στο Στε­νό Ζε­με­νού.
Τις με­σημ­βρι­νές ώ­ρες, οι Τουρ­καλ­βα­νοί, α­φού προ­ω­θή­θη­καν, ε­πι­τί­θο­νταν α­πό διά­φο­ρες κα­τευθύν­σεις και συ­γκρού­ο­νταν με τα ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α α­μύ­νο­νταν στην πε­ριο­χή της εκ­κλη­σί­ας του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και στα γύ­ρω σπί­τια. Η μά­χη γε­νι­κεύ­θη­κε και για πε­ρί­που δύ­ο ώ­ρες ε­ξα­κο­λουθού­σε σφο­δρή, ε­νώ τα ε­χθρι­κά τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α ε­νερ­γού­σαν στην κα­τεύ­θυν­ση Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα, εί­χαν αρ­χί­σει να κα­τα­λαμ­βά­νουν τα πρώ­τα σπί­τια της α­να­το­λι­κής πα­ρυ­φής της Α­ρά­χω­βας.
Στην ί­δια κα­τεύ­θυν­ση, η κύ­ρια ε­χθρι­κή δύ­να­μη, υ­πό τους Μου­στάμπε­η και Κε­χα­γιά­μπε­η, φθά­νει στην Α­ρά­χω­βα και ε­νερ­γεί σφο­δρή ε­πί­θε­ση, με αλλε­πάλ­λη­λες ε­φό­δους ε­να­ντί­ον των Ελ­λή­νων, οι ο­ποί­οι δια­τη­ρούν τις θέ­σεις τους. Ό­μως, πα­ρά τη σθε­να­ρή α­ντί­δρα­σή τους, οι ε­πι­τι­θέμε­νοι προ­χω­ρούν και κα­τα­λαμ­βά­νουν με­ρι­κά α­κό­μη σπί­τια.
Στη σχε­τι­κώς κρί­σι­μη αυ­τή φά­ση, το τμή­μα των 400 αν­δρών, με ε­πι­κε­φα­λής τον οπλαρ­χη­γό Χρι­στό­δου­λο Χα­τζη­πέ­τρο, προ­ερ­χόμε­νο α­πό το Δί­στο­μο, κα­τα­φθά­νει και κα­τα­λαμ­βά­νει τα υ­ψώ­μα­τα Α­φα­νός και Κου­μού­λα, ε­νι­σχύ­ο­ντας έ­τσι την ά­μυ­να στη νό­τια πα­ρυ­φή της Α­ρά­χω­βας.
Ταυ­το­χρό­νως, η υ­πό­λοι­πη δύ­να­μη, πε­ρί­που 800 άνδρες, υ­πό τον Αρ­χι­στρά­τη­γο, η ο­ποί­α, σύμ­φω­να με το σχέ­διο, α­κο­λου­θού­σε την κύ­ρια δύ­να­μη του Μου­στά­μπε­η, στην κατεύθυνση Στε­νό Ζε­με­νού – Α­ρά­χω­βα, προ­σβάλ­λει α­πό τα νώ­τα τα ε­χθρι­κά τμή­μα­τα της ο­πι­σθο­φυ­λα­κής, ει­δο­ποιώ­ντας συ­νά­μα και τα α­μυ­νό­με­να φί­λια τμή­μα­τα για την ά­φι­ξη και την προ­ώ­θη­σή της και ε­πι­διώ­κο­ντας να α­πο­κλεί­σει, κα­τά το δυ­να­τόν, τους Ο­θω­μα­νούς και α­πό την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή.
Ο Μου­στά­μπε­ης, ε­κτι­μώ­ντας ό­τι οι δυ­νά­μεις του κιν­δυ­νεύ­ουν να ε­γκλω­βι­σθούν μέ­σα στην Α­ρά­χω­βα, προ­βαί­νει στις ε­ξής ε­νέρ­γειες:
* Α­πο­σύ­ρει ό­λες τις δυ­νά­μεις του και τις ε­γκα­θι­στά σε α­μυ­ντι­κή διά­τα­ξη βο­ρεί­ως της Α­ρά­χωβας, στα υ­ψώ­μα­τα Λό­φος Μου­στά­μπε­η και Λυ­κό­τρου­πο, κα­θώς και στα εν­διά­μεσα αυτών και στα γύ­ρω α­ντε­ρί­σμα­τα, α­πο­σκο­πώ­ντας στη διοί­κη­ση, τον έ­λεγ­χο και την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή ε­πέμ­βα­ση των τμη­μά­των του, με α­ντε­πι­θέ­σεις ε­να­ντίον των Ελ­λή­νων.
* Δια­τάσ­σει δύ­να­μη 500 Τουρ­καλ­βα­νών να ε­πι­τε­θεί ε­να­ντί­ον της κύ­ριας δυ­νά­μεως του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη, η ο­ποί­α προ­χω­ρού­σε α­πό την κα­τεύ­θυν­ση του Ζε­με­νού, ώ­στε να την α­να­γκά­σει να α­να­κό­ψει την προ­ώ­θη­σή της και να πα­ρα­μεί­νει έ­ξω α­πό την Α­ρά­χω­βα.
* Δια­τάσ­σει ε­πί­σης, τμή­μα πε­νή­ντα ιπ­πέ­ων, να προ­ω­θη­θεί στο ύ­ψω­μα Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, α­να­το­λι­κώς της Α­ρά­χω­βας, με α­πο­στο­λή α­φε­νός να πα­ρα­κο­λου­θεί και να α­να­φέ­ρει τις κινήσεις της κύ­ριας δυ­νά­με­ως του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και ε­ξάλ­λου να α­σφα­λί­ζει τη δύ­να­μη του Μου­στά­μπε­η, α­πο­κρού­ο­ντας ο­ποια­δή­πο­τε ε­πι­θετι­κή προ­σβο­λή ε­να­ντί­ον της, α­πό α­να­το­λι­κή κα­τεύ­θυν­ση.
Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, συ­νε­χί­ζο­ντας την προ­ώ­θη­ση της κύ­ριας δυ­νά­με­ως και προ­σεγγί­ζο­ντας στην Α­ρά­χω­βα, δια­τάσ­σει τμή­μα 300 αν­δρών, με ε­πι­κε­φα­λής τους ο­πλαρχη­γούς Γιώ­τη Δαγκλή, Δια­μά­ντη Ζέρ­βα και Χρι­στό­φο­ρο Περ­ραι­βό να κα­τα­λά­βουν τα υ­ψώ­μα­τα της δια­βά­σε­ως στην πε­ριο­χή Ζερ­βο­σπη­λιές, ε­πί της ο­δού πη­γές Μά­νας – Α­ρά­χω­βα και να έ­χουν ετοιμότητα ταυ­τό­χρο­νης ε­πι­θέ­σε­ως στην κατεύ­θυν­ση Διά­βα­ση Ζερ­βο­σπη­λιές – ύ­ψω­μα Λυ­κό­τρου­πο – Α­ρά­χω­βα, ως δευ­τερεύ­ου­σα προ­σπά­θεια (Δ.Π.), ε­νώ ο ί­διος θα ε­νερ­γού­σε κατάμέ­τω­πο, με κύ­ρια προσπά­θεια (Κ.Π.) στην κα­τεύ­θυν­ση Μύ­λοι Πά­νιας – ύ­ψω­μα Μαύ­ρα Λι­θά­ρια – Α­ρά­χωβα.
Κα­τά την προ­ώ­θη­ση και ό­ταν τα πρώ­τα τμή­μα­τα της Κ.Π. φθά­νουν στο ύ­ψω­μα Μαύρα Λι­θά­ρια, ε­ντο­πί­ζουν δε­ξιά (βο­ρεί­ως) στο ί­διο ύ­ψος, στο ύ­ψω­μα Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός το ε­χθρι­κό τμή­μα των ιπ­πέ­ων. Α­μέ­σως ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης δια­τάσ­σει ε­πι­θε­τική κί­νη­ση και προ­σβο­λή των ιπ­πέ­ων με δι­κό του τμή­μα, στην εμ­φά­νι­ση του ο­ποί­ου οι ιπ­πείς υ­πο­χω­ρούν χω­ρίς α­ντί­στα­ση, ε­πι­στρέ­φο­ντας στην α­μυ­ντι­κή τοπο­θε­σί­α του Μου­στά­μπε­η.
Α­μέ­σως με­τά, τα προ­ω­θη­μέ­να ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα κα­τα­λαμ­βά­νουν το ύ­ψω­μα Κα­ϋμέ­νος Σταυ­ρός και με σχε­τι­κώς αρ­γό ρυθ­μό και αυ­ξη­μέ­να μέ­τρα α­σφα­λεί­ας, συνε­χί­ζουν την ε­πί­θε­ση προς την Α­ρά­χω­βα, προ­κει­μέ­νου να ε­νι­σχύ­σουν και να υ­πο­στη­ρί­ξουν, τα α­μυ­νό­με­να φί­λια τμή­μα­τα. Τη στιγ­μή αυ­τή εκ­δη­λώ­νε­ται ε­πιθε­τι­κή ε­νέρ­γεια του τμή­μα­τος των 500 Τουρκαλβανών με με­γά­λη ορ­μή, ώ­στε με­τά α­πό συ­μπλο­κή ε­νός τε­τάρ­του της ώ­ρας, α­να­στέλ­λε­ται η συ­νέ­χι­ση της ε­πι­θέσε­ως στο κέ­ντρο της δια­τά­ξε­ως των ε­πι­τι­θέ­με­νων ελληνικών τμη­μά­των, προ­καλώ­ντας μι­κρή υ­πο­χώ­ρη­ση της δυ­νά­με­ως της Κ.Π. και σύγ­χυ­ση στη δύ­να­μη της Δ.Π.
Στη δυ­σμε­νή αυ­τή ε­ξέ­λι­ξη, την κα­τά­στα­ση α­πο­σό­βη­σε η ά­με­ση ε­πέμ­βα­ση των Σου­λιώ­τι­κων τμη­μά­των με ε­πι­κε­φα­λής τους οπλαρ­χη­γούς Γε­ώρ­γιο Ζή­κου Τζαβέ­λα και Γιαν­νού­ση Πανομάρα. Τα τμή­μα­τα αυ­τά, ευ­ρι­σκό­με­να στην πλευ­ρά, η οποί­α κλο­νί­σθη­κε, δια­τη­ρούν τις θέ­σεις τους και α­μέ­σως με­τά ε­πι­τί­θε­νται με α­πο­τέ­λε­σμα, α­φε­νός να α­να­κό­ψουν την επιθετική ορ­μή του ε­χθρι­κού τμή­ματος ε­να­ντί­ον τους, φο­νεύ­ο­ντας μά­λι­στα τον αρ­χη­γό του Ο­σμάν Α­γά και α­φε­τέρου να συ­γκρα­τή­σουν ό­σους α­πό τους Έλ­λη­νες υ­πο­χω­ρού­σαν, να συ­νε­χί­σουν την ε­πί­θε­ση και να α­να­γκά­σουν τους Ο­θω­μα­νούς να τρα­πούν σε φυ­γή, δυ­τι­κώς της Α­ρά­χω­βας, στα υ­ψώ­μα­τα Πλό­βαρ­μα και Κα­να­λά­κι, δια­φεύ­γο­ντας προς την πε­ριοχή των Δελ­φών. Τα ε­χθρι­κά αυ­τά τμή­μα­τα βρέ­θη­καν α­ντι­μέ­τω­πα με τα τμή­μα­τα των ο­πλαρ­χη­γών Δυο­βου­νιώ­τη και Πα­νουρ­γιά, τα ο­ποί­α προ­έρ­χο­νταν α­πό τους Δελ­φούς και κατευθύνονταν στην Α­ρά­χω­βα για ε­νί­σχυ­ση των φί­λιων δυ­νά­με­ων, ο­πό­τε δέ­χθη­καν ε­πί­θε­ση, α­πό τους Δυο­βου­νιώ­τη και Πα­νουρ­γιά, κα­τά τη διαφυ­γή τους και α­να­γκά­σθη­καν να στρα­φούν και πά­λι, υ­πο­χω­ρώ­ντας προς την Αρά­χω­βα. Ε­κεί και άλ­λα ο­θω­μα­νι­κά τμή­μα­τα διέ­φευ­γαν α­πό την Α­ρά­χω­βα προς τους Δελ­φούς, ε­ξαι­τί­ας της με­τω­πι­κής ε­πι­θέ­σε­ως της δυνάμεως του Καραϊσκάκη και, πιε­ζό­με­να ε­κα­τέ­ρω­θεν (α­πό τη δύ­να­μη του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και τα τμή­ματα Δυο­βου­νιώ­τη και Πα­νουρ­γιά), α­να­γκά­ζο­νται να τρα­πούν βο­ρεί­ως της Αράχωβας και να κα­τα­φύ­γουν στην α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α του Μου­στά­μπε­η.
Ό­ταν η δύ­να­μη των 500 Τουρ­καλ­βα­νών ε­πι­τέ­θη­κε στο κέ­ντρο της δυ­νά­με­ως του Καραϊσκάκη, οι ο­πλαρ­χη­γοί Δα­γκλής, Ζέρ­βας και Περ­ραι­βός, ε­κτι­μώ­ντας την κρι­σι­μό­τη­τα της καταστάσεως και ε­νώ δέ­χο­νταν ε­χθρι­κή ε­πί­θε­ση στη Διά­βαση Ζερ­βο­σπη­λιές, με πρω­το­βου­λί­α τους, α­πο­φα­σί­ζουν να ε­πι­τε­θούν ε­να­ντί­ον της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας (Μουστάμπεη), ε­πι­διώ­κο­ντας να α­πο­σπάσουν την προ­σο­χή του, ώ­στε α­φε­νός να α­πο­τρέ­ψουν τη δυ­να­τό­τη­τα α­ντε­πι­θέ­σε­ως, ό­που η το­πο­θε­σί­α του δε­χό­ταν ε­πί­θε­ση α­πό ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα και α­φε­τέ­ρου να α­πο­δυ­να­μώ­σουν την πί­ε­ση, την ο­ποί­α α­σκού­σε στο κέ­ντρο της δια­τά­ξε­ως της δυ­νά­με­ως του Αρ­χι­στρα­τή­γου. Έ­τσι προ­ω­θούν τα τμή­μα­τά τους δυ­τι­κώς του υ­ψώ­μα­τος Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, κα­τα­λαμ­βά­νουν έ­να α­νώ­νυ­μο ύ­ψω­μα (υψ. 1076) υ­περ­κεί­με­νο, βο­ρεί­ως - βο­ρειο­α­να­το­λι­κώς της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας, ως βά­ση εξορμήσεως, α­πό ό­που εκ­δη­λώ­νουν ε­πι­θε­τι­κή ε­νέρ­γεια ε­να­ντί­ον της τοπο­θε­σί­ας. Προ­σπά­θεια α­ντε­πι­θέ­σε­ως ε­χθρι­κού τμή­μα­τος α­πο­κρού­ε­ται, και με­τά α­πό α­γώ­να πε­ρί­που μι­σής ώρας το τμή­μα αυ­τό τρέ­πε­ται σε φυ­γή, ε­πα­νερ­χόμε­νο στην το­πο­θε­σί­α. Δύ­ο α­κό­μη α­πό­πει­ρες α­ντε­πι­θέ­σε­ως, ε­να­ντί­ον άλ­λων ελλη­νι­κών τμη­μά­των α­πο­τυγ­χά­νουν, με ση­μα­ντι­κές, σε βά­ρος των ε­χθρι­κών δυ­νάμε­ων α­ντε­πι­θέ­σε­ως, α­πώ­λειες. Στο με­τα­ξύ, η ε­πι­θε­τι­κή ε­νέρ­γεια του τμή­μα­τος των 500 Τουρ­καλ­βα­νών δεν ευοδώ­θη­κε, πα­ρά την πει­σμα­τώ­δη προσπάθειά του, με α­πο­τέ­λε­σμα και αυ­τό να α­νατρα­πεί και να συ­μπτυ­χθεί στο ε­σω­τε­ρι­κό της το­πο­θε­σί­ας.
Στο τέ­λος της πρώ­της η­μέ­ρας της μά­χης, με τη δύ­ση του η­λί­ου, η κα­τά­στα­ση των α­ντι­πά­λων εί­χε δια­μορ­φω­θεί ως ε­ξής:
Η κύ­ρια δύ­να­μη των Ο­θω­μα­νών υ­πό τους Μου­στά­μπε­η και Κε­χα­γιά­μπε­η εί­χε συγκε­ντρω­θεί και εί­χε ε­γκα­τα­στα­θεί α­μυ­ντι­κώς στα υ­ψώ­μα­τα Λό­φος Μου­στά­μπεη βο­ρεί­ως της Αράχωβας και Λυ­κό­τρου­πο, βο­ρειο­α­να­το­λι­κώς της Α­ρά­χω­βας, όπου βρί­σκο­νταν οι Κα­ρυο­φίλ­μπε­ης και Ελ­μάν­σμπε­ης, ε­νώ ό­λη η υ­πό­λοι­πη δύ­ναμη με τους ε­πι­κε­φα­λής α­ξιω­μα­τι­κούς ή­ταν πλή­ρως ε­κτε­θει­μέ­νη στις κο­ρυ­φές των γυ­μνών λό­φων, με μέ­σα προ­στα­σί­ας και κα­λύ­ψε­ως τους ίπ­πους, τους η­μί­ονους και τις α­πο­σκευές.
Η ε­χθρι­κή α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α, ε­δα­φι­κώς πε­ριο­ρι­σμέ­νη, ή­ταν πε­ρι­κυ­κλω­μένη και η ε­γκα­τε­στη­μέ­νη σε αυ­τή δύ­να­μη ή­ταν ε­γκλω­βι­σμέ­νη.
Ο Καραϊσκάκης, α­μέ­σως με­τά α­πό αυ­τή την α­να­διά­τα­ξη της ε­χθρι­κής δυ­νά­μεως, ε­γκα­τέ­στη­σε το στρα­τη­γεί­ο του στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Για να εί­ναι η ά­μυ­να πιο αποτελεσματική, διατάσ­σει τη βελ­τί­ω­ση των θέ­σε­ων μά­χης στη βό­ρεια πλευ­ρά του πε­ρι­βό­λου της εκ­κλη­σί­ας και στα γύ­ρω σπί­τια.
Η μέ­χρι τό­τε ε­ξέ­λι­ξη και η ε­κτί­μη­ση της κα­τα­στά­σε­ως τον ο­δη­γού­σε στο συμπέ­ρα­σμα, ό­τι η θέ­ση των Ο­θω­μα­νών θα ε­πι­δει­νω­νό­ταν και έ­δω­σε ε­ντο­λή στους ο­πλαρ­χη­γούς της δυνάμεώς του να κα­τα­λά­βουν με τα τμή­μα­τά τους ε­πί­και­ρες θέ­σεις, προ­κει­μέ­νου να α­πο­κλεί­σουν τα δρο­μο­λό­για δια­φυ­γής και να πα­ρε­μπο­δί­σουν τη δυ­να­τό­τη­τα ε­νι­σχύ­σε­ως των εγκλωβισμένων με άλ­λες δυ­νά­μεις.
Τη νύ­χτα της 18ης (ξη­μέ­ρω­μα 19ης) Νο­εμ­βρί­ου εκ­δη­λώ­θη­κε δρι­μύ ψύ­χος με σύν­νε­φα, ο­μί­χλη και βό­ρειο ά­νε­μο. Τα ε­χθρι­κά τμή­μα­τα, ε­κτε­θει­μέ­να στο ύ­παι­θρο, υ­πό δυ­σμε­νείς καιρικές συν­θήκες, βρέ­θη­καν σε μειο­νε­κτι­κή θέ­ση, ε­νώ οι Έλ­λη­νες α­ντι­με­τώ­πι­ζαν το ψύ­χος, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ως κα­τα­λύ­μα­τα τα σπί­τια των Α­ρα­χω­βι­τών, ε­πι­στρέ­φο­ντας εκ περιτροπής στις θέ­σεις μά­χης. Ό­μως, ό­σοι (συ­νή­θως ό­χι ό­λοι) και ό­ταν ε­πέστρε­φαν πα­ρέ­με­ναν στις θέ­σεις σε ε­πα­γρύ­πνη­ση πιο λί­γο χρό­νο. Πολ­λοί μά­λιστα έ­πι­ναν ά­φθο­νο αραχωβίτικο χλια­ρό κρα­σί, τρώ­γο­ντας και λί­γες ε­λιές, από ό­σες εί­χαν α­φή­σει οι Α­ρα­χω­βί­τες, έ­πε­φταν σε βα­θύ ύ­πνο μέ­σα στα σπί­τια και συ­νε­πώς ή­ταν α­να­ξιό­μα­χοι.
Οι Ο­θω­μα­νοί, ε­νώ α­ντι­λή­φθη­καν την α­που­σί­α των Ελ­λή­νων α­πό τις θέ­σεις μάχης, υ­πο­ψιά­σθη­καν, ό­τι σχε­δί­α­ζαν κά­ποια αιφ­νι­δια­στι­κή ε­νέρ­γεια και δεν εκμε­ταλ­λεύ­θη­καν την ευκαιρία να ε­κτο­ξεύ­σουν νυ­χτε­ρι­νή α­ντε­πί­θε­ση και να ε­πι­χει­ρή­σουν δια­φυ­γή. Α­σφα­λώς, αν ε­νερ­γού­σαν, η προ­σπά­θειά τους θα ευο­δωνό­ταν. Σε σύ­σκε­ψη και σχε­τι­κή συ­ζή­τη­ση των Μου­στά­μπε­η και Κε­χα­γιά­μπε­η δεν ε­γκρί­θη­κε η πρό­τα­ση δια­φυ­γής, για­τί ο πρώ­τος θε­ω­ρού­σε τη φυ­γή πρά­ξη α­τι­μω­τική και ο δεύ­τε­ρος έλ­πι­ζε ό­τι ο Κιου­τα­χής θα έ­στελ­νε ε­νί­σχυ­ση.
Δεύτερη μέρα της μάχης - 19 Νοεμβρίου 1826
Α­πό το πρώτο φως της ημέ­ρας ό­λα τα ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα, με ε­πι­κε­φα­λής τους ο­πλαρ­χη­γούς τους, σύμ­φω­να με την ε­ντο­λή του Καραϊσκάκη, η ο­ποί­α δόθη­κε την προ­η­γου­μέ­νη, είχαν ε­γκα­τα­στα­θεί σε διά­τα­ξη πε­ρι­κυ­κλώ­σε­ως της εχθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας. Ι­διαί­τε­ρα μέ­τρα εί­χαν λη­φθεί σε ε­πί­και­ρες θέ­σεις με την κα­τα­σκευ­ή μι­κρών προ­μα­χώ­νων (θέσεων μά­χης), κυ­ρί­ως στις δια­βά­σεις και στα δρο­μο­λό­για, με μι­κρά δια­στή­μα­τα με­τα­ξύ των προ­μα­χώ­νων, ώστε να α­πο­τρα­πεί κά­θε προ­σπά­θεια δια­φυ­γής.
Α­πό το πρω­ί άρ­χι­σε α­νταλ­λα­γή πυ­ρών με­τα­ξύ των α­ντι­πά­λων, με συ­νε­χώς αυ­ξα­νό­με­νο ρυθ­μό, χω­ρίς ση­μα­ντι­κές α­πώ­λειες των ε­χθρι­κών τμη­μά­των, για­τί εί­χαν ε­πί­σης κατασκευάσει προ­μα­χώ­νες, α­πό τους ο­ποί­ους προ­στα­τεύ­ο­νταν. Τη δεύ­τε­ρη αυ­τή η­μέ­ρα της μά­χης και άλ­λα φί­λια τμή­μα­τα με τους ο­πλαρ­χηγούς τους κα­τα­φθά­νουν, σύμ­φω­να με τις γρα­πτές ε­ντο­λές (ε­πι­στο­λές) του Καραϊσκάκη και ε­γκα­θί­στα­νται στα δυ­τι­κά υ­ψώ­μα­τα, ε­πι­τυγ­χά­νο­ντας έ­τσι απο­κλει­σμό των δυ­νά­με­ων του Μου­στά­μπε­η και α­πό τη δυ­τι­κή πλευρά.
Τρίτη μέρα της μάχης - 20 Νοεμβρίου 1826
Nω­ρίς το πρω­ί εί­χαν φθά­σει στην Α­ρά­χω­βα τα τμή­μα­τα των oπλαρ­χη­γών Μα­κρή, Δρά­κου, Κα­λύβα, Α­πο­κο­ρί­τη, Γιόλ­δα­ση, Κων­στα­ντή Γρί­βα, του Κο­μνά Τρά­κα με 150 άν­δρες, το οποίο βρι­σκό­ταν στο Κω­ρύ­κειο ά­ντρο, και τέ­λος του Σπύ­ρου Μή­λιου με πε­ρισ­σότε­ρους α­πό 300 άν­δρες, το ο­ποί­ο εί­χε πα­ρα­μεί­νει στο Δί­στο­μο, με ε­ντο­λή του Καρα­ϊ­σκά­κη, ό­ταν αναχώρησε για την Α­ρά­χω­βα με την κύ­ρια δύ­να­μη. Τα τμήμα­τα αυ­τά κα­τα­λαμ­βά­νουν καί­ριες θέ­σεις στην πε­ριο­χή, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας έ­τσι την πε­ρι­κύ­κλω­ση της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας.
Ε­πί­σης, μί­α ση­μα­ντι­κή δύ­να­μη συ­γκρο­τεί­ται, ως ε­φε­δρεί­α του Καραϊσκάκη, με ε­τοι­μό­τη­τα ά­με­σης ε­πεμ­βά­σε­ως, ό­που και ό­ταν η ε­χθρι­κή δρα­στη­ριό­τητα θα πα­ρου­σια­ζό­ταν ι­σχυ­ρή και ε­πι­κίν­δυ­νη για την ε­ξέ­λι­ξη του α­γώ­να των ελ­λη­νι­κών τμη­μά­των. Έ­τσι, οι Έλ­λη­νες α­πό α­μυ­νό­με­νοι που ή­σαν έ­γι­ναν ε­πι­τι­θέ­με­νοι και α­σκούσαν συ­νε­χή πί­ε­ση στην ε­χθρι­κή α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό έλεγ­χο των δρο­μο­λο­γί­ων δια­φυ­γής ή ε­νι­σχύ­σε­ως.
Όταν οι πο­λιορ­κού­με­νοι Τουρ­καλ­βα­νοί ε­πιχεί­ρη­σαν έ­ξο­δον κα­τά των θέ­σε­ων των πο­λιορ­κη­τών, έ­νας εξ αυ­τών βρέ­θη­κε για μια στιγ­μή πλη­σί­ον του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη, με γυ­μνό το σπα­θί του και ρίχτη­κε ξαφ­νι­κά ε­να­ντί­ον του για να τον α­πο­κε­φα­λί­σει. Τη στιγ­μή ό­μως ε­κείνη, τον έ­σω­σε α­πό βέ­βαιο θά­να­το έ­νας α­κό­λου­θός του, ο στρα­τιώ­της Μά­ρα­θος από το χω­ριό Κο­μπο­τά­δες Φθιώ­τι­δος, που βρέ­θη­κε κο­ντά του και ο ο­ποί­ος πρό­φθα­σε και σκό­τω­σε τον Τούρ­κο σπα­θο­φό­ρο, πριν αυ­τός προ­λά­βει να κα­τε­βά­σει το σπα­θί του κα­τά της κε­φα­λής του Κα­ρα­ϊ­σκά­κη. Έ­κτο­τε, ο Καραϊσκάκης α­νε­γνώ­ρι­ζε ως σω­τή­ρα του τον α­νω­τέ­ρω α­κό­λου­θό του. Το επει­σό­διο αυ­τό με­τα­δό­θη­κε βρα­δύ­τε­ρα στους α­πο­γό­νους Κα­ρα­ϊ­σκά­κη και Μάρα­θου, οι ο­ποί­οι έ­τρε­φαν με­γά­λη συ­μπά­θεια και α­γά­πη με­τα­ξύ τους.
Τέταρτη μέρα της μάχης - 21 Νοεμβρίου 1826
Την η­μέ­ρα αυ­τή, προ­κει­μέ­νου να υ­λο­ποι­η­θεί η τα­κτι­κή του Καραϊσκάκη για την πε­ρι­κύ­κλω­ση, τις πρω­ι­νές ώ­ρες, έ­να πρώ­το τμή­μα 300 αν­δρών με ε­πι­κε­φα­λής τους ο­πλαρ­χηγούς Δια­μα­ντή Ζέρ­βα, Λά­μπρο Βέ­ι­κο ή Ζάρ­μπα, Δή­μο Τσέ­λιο και Κων­στα­ντί­νο Βέ­ρη δια­τάσ­σε­ται να ε­γκα­τα­στα­θεί στο Στε­νό Ζε­με­νού, με α­πο­στο­λή να α­πο­τρέψει τη διέ­λευ­ση ε­χθρι­κού τμή­μα­τος προς την Α­ρά­χω­βα, για την ε­νί­σχυ­ση του Μου­στά­μπε­η. Ε­πί­σης, δεύ­τε­ρο τμή­μα με ε­πι­κε­φα­λής τους Ο­πλαρ­χη­γούς Χρι­στό­φο­ρο Περ­ραι­βό και Γιώ­τη Δα­γκλή δια­τάσ­σε­ται να εγκατασταθεί στα υ­ψώ­μα­τα Ζερ­βο­σπη­λιές και Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, για τον έ­λεγ­χο του δρο­μο­λο­γί­ου Μο­νής Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ – Α­ρά­χω­βα με την ί­δια α­πο­στο­λή, ό­πως και το πρώτο.
Στο με­τα­ξύ, στην πε­ριο­χή της Δαύ­λειας, ι­κα­νή ε­χθρι­κή δύ­να­μη εί­χε συ­γκροτη­θεί σε δύ­ο σώ­μα­τα. Το πρώ­το δυ­νά­με­ως 800 αν­δρών υ­πό τον Α­βδου­λάχ Α­γά με α­ποστο­λή να προελάσει δια­μέ­σου του Στε­νού Ζε­με­νού προς την Α­ρά­χω­βα, ως συ­νοδεί­α ε­φο­διο­πο­μπής υ­πο­ζυ­γί­ων με πολ­λά ε­φό­δια για τον α­νε­φο­δια­σμό των ε­γκλω­βι­σμέ­νων και για να διευκολύνει την προ­σπά­θεια δια­φυ­γής και το δεύ­τερο πιο μι­κρής δυ­νά­με­ως, να προ­ε­λά­σει δια­μέ­σου του δρο­μο­λο­γί­ου Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ – υ­ψώ­μα­τα Μά­νας – Α­ρά­χω­βα, με αποστολή την ε­νί­σχυ­ση των ε­γκλω­βι­σμέ­νων. Ό­ταν η κε­φα­λή του δεύ­τε­ρου σώ­μα­τος φθά­νει στο ύ­ψω­μα Σα­ρα­κι­νό, προ των υψω­μά­των Ζερ­βο­σπη­λιές και Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, βάλλει συν­θη­μα­τι­κά πυ­ρά, για να α­να­φέ­ρει την ά­φι­ξή του ως ε­νι­σχύ­σε­ως.
Α­μέ­σως με­τά, ο Μου­στά­μπε­ης, κα­το­πτεύ­ο­ντας τη γύ­ρω πε­ριο­χή και δια­πι­στώνο­ντας ό­τι προς την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή δεν υ­πάρ­χει ι­σχυ­ρή ελ­λη­νι­κή δύ­να­μη, δια­τάσ­σει έ­να τμή­μα να επιτεθεί α­πό τα νώ­τα ε­να­ντί­ον των τμη­μά­των Περ­ραιβού και Δα­γκλή, α­φε­νός για να διευ­κο­λύ­νει την προ­έ­λα­ση της δυ­νά­με­ως ε­νισχύ­σε­ως και α­φε­τέ­ρου για να δια­τη­ρή­σει α­νοι­χτό το δρο­μο­λό­γιο προς τη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ. Τα τμή­μα­τα Περ­ραι­βού και Δα­γκλή, τα ο­ποί­α δέ­χθη­καν την ε­χθρι­κή ε­πί­θε­ση υ­πο­χω­ρούν α­πό τα υ­ψώ­μα­τα Ζερ­βο­σπη­λιές και Καϋμένος Σταυ­ρός, ε­νώ οι ε­γκλωβι­σμέ­νοι, υ­περ­βαί­νο­ντας τους προ­μα­χώ­νες τους, ε­πι­χει­ρούν να συ­νε­νω­θούν με τη δύ­να­μη ε­νι­σχύ­σε­ως. Ο θό­ρυ­βος και η α­να­τα­ρα­χή στα τμή­μα­τα των α­ντι­μαχο­μέ­νων προ­κά­λε­σαν την προ­σω­πι­κή πα­ρου­σί­α του Καραϊσκάκη, ώ­στε να εκδη­λω­θεί ά­με­ση ε­πέμ­βα­ση με ι­κα­νή δύ­να­μη ε­να­ντί­ον των Ο­θω­μα­νών, οι ο­ποί­οι ε­πι­χεί­ρη­σαν να δια­φύ­γουν, με α­πο­τέ­λε­σμα, α­φού δεν εί­χε α­κό­μη α­φι­χθεί η δύνα­μη ε­νι­σχύ­σε­ως α­πό την κα­τεύ­θυν­ση του Ζε­με­νού (του Α­βδου­λάχ Α­γά), να α­ναγκα­σθούν να υ­πο­χω­ρή­σουν και να επανέλθουν στην α­μυ­ντι­κή το­πο­θε­σί­α. Με­τά την ε­ξέ­λι­ξη αυ­τή, η δύ­να­μη ε­νι­σχύ­σε­ως α­πό την κα­τεύ­θυν­ση της Μο­νής Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, για να α­πο­φύ­γει πε­ραι­τέ­ρω φθο­ρά και περισσότερες α­πώλειες, υ­πο­χώ­ρη­σε και ε­πέ­στρε­ψε στη Δαύ­λεια, δια­μέ­σου της Μο­νής.
Η δύ­να­μη ε­νι­σχύ­σε­ως υ­πό τον Α­βδου­λάχ Α­γά, κα­τά την προ­έ­λα­ση και μό­λις η εμπρο­σθο­φυ­λα­κή ει­σήλ­θε στο Στε­νό Ζε­με­νού, α­πό λαν­θα­σμέ­νη ε­κτί­μη­ση και βια­στι­κή ε­νέρ­γεια του εκεί ελ­λη­νι­κού τμή­μα­τος, δέ­χε­ται προ­σβο­λή με πυ­ρά και ση­μα­ντι­κές σε βά­ρος της α­πώ­λειες, αλ­λά το κύ­ριο σώ­μα, λό­γω της στε­νό­τη­τας του χώ­ρου και, κα­τά συ­νέ­πεια, της αδυναμίας α­να­πτύ­ξε­ως για ε­πί­θε­ση υ­ποχω­ρεί α­τά­κτως, ε­πι­στρέ­φο­ντας στη Δαύ­λεια. Με­τά την α­πο­τυ­χί­α της ε­νι­σχύ­σε­ως και της δια­φυ­γής των ε­γκλω­βι­σμέ­νων προς τη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, ο Καραϊσκάκης, α­μέ­σως με­τά τη σύ­γκρου­ση και ε­λέγ­χο­ντας την κα­τά­στα­ση, α­πο­στέλ­λει νέ­α τμή­μα­τα και προς τις δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις ε­να­ντί­ον των ε­χθρι­κών δυ­νά­με­ων ε­νι­σχύ­σε­ως. Ό­ταν τα νέ­α αυ­τά τμή­μα­τα έ­φθα­σαν ε­πί τό­που, οι συ­γκρού­σεις εί­χαν τε­λειώσει με α­πώ­λειες των ε­χθρι­κών τμη­μά­των 30 νε­κρούς, πολ­λούς τραυ­μα­τί­ες και 80 κτή­νη, φορ­τω­μέ­να με ε­φό­δια.
Ο Μου­στά­μπε­ης, α­πο­κλει­σμέ­νος και με το η­θι­κό της δυ­νά­με­ώς του πο­λύ χα­μηλό, ε­ξαι­τί­ας των δυ­σμε­νών και­ρι­κών συν­θη­κών (βρο­χή, δρι­μύ ψύ­χος), της ελ­λείψε­ως ε­φο­δί­ων και της α­δυ­να­μί­ας ε­νι­σχύ­σε­ως, κα­θώς και σχε­τι­κής α­παι­τή­σε­ως πολ­λών υ­φι­στα­μέ­νων του, υ­πο­χρε­ώ­νε­ται να ζη­τή­σει συν­θή­κη. Το αί­τη­μα της συν­θή­κης α­να­φέ­ρε­ται στον Καραϊσκάκη, ο οποίος α­πο­στέλ­λει ως εκ­προ­σώ­πους του, τους οπλαρ­χη­γούς Χρι­στό­φο­ρο Περ­ραι­βό και Γιάν­νη Ρού­κη, προ­κει­μέ­νου να δια­πραγ­μα­τευ­θούν τους ό­ρους της συν­θή­κης με τους εεκπροσώπους του Μου­στά­μπε­η, τον χι­λί­αρ­χο Χό­το Λέ­γκα και τον ε­κα­τό­νταρ­χο Σουλε­ϊ­μάν Τό­σκα.
Ο Λέ­γκας, τε­λειώ­νο­ντας την ει­σή­γη­σή του, με­τα­ξύ άλ­λων, εί­πε: «...Σας πα­ρα­κα­λού­με λοι­πόν, να μας α­φή­σε­τε ε­λεύ­θε­ρους με τα ό­πλα μας να πά­με στο Ζη­τού­νι (Λα­μί­α). Ό­σα ζώ­α και πε­ριτ­τά πράγ­μα­τα έ­χο­με μα­ζί μας, ό­λα σας τα δί­δο­με με ευ­χα­ρί­στη­σή μας και για την πί­στη της συμ­φωνί­ας μας, ζη­τού­με να μας δώ­σε­τε πέ­ντε κα­πε­τα­ναί­ους και να πά­ρε­τε και εσείς άλ­λους τό­σους ση­μα­ντι­κούς Τούρ­κους, έ­ως να φτά­σω­με στο Ζη­τού­νι α­σφα­λείς και τό­τε λαμ­βά­νει ο κα­θέ­νας πί­σω τους δι­κούς του. Και κο­ντά σε ό­σα σας εί­παμε, σας υποσχόμεθα και φι­λί­α πα­ντο­τι­νή».
Ο Περ­ραι­βός, με­τα­ξύ άλ­λων, α­πά­ντη­σε: «...Ε­μείς δε ζη­τού­με άλ­λο τι σή­με­ρα πα­ρά την ε­λευ­θε­ρί­α μας, την ο­ποί­α ο Θε­ός ε­χά­ρι­σε σε κά­θε άν­θρω­πο να την χαί­ρε­ται εν ό­σω ζεί, χω­ρίς να βλά­ψει το γεί­το­νά του. Ε­σείς, α­γω­νι­ζό­με­νοι να μας τη σκο­τώ­σε­τε, δεν κάμνε­τε άλ­λο τι πα­ρά να κα­τα­πα­τεί­τε τη θε­ϊ­κή α­πό­φα­ση. Ό­σο για την ό­ποια ζη­τεί­τε συν­θή­κη, ε­μείς τη δεχόμεθα, κα­τά τη δια­τα­γή του Αρ­χη­γού μας, με τα ε­ξής κε­φά­λαια:
A. Η ζω­ή σας θέ­λει εί­ναι ε­λευ­θέ­ρα και α­πεί­ρα­κτος α­πό μι­κρού έ­ως με­γά­λου, ε­πει­δή ού­τε η συνεί­δη­σή μας ού­τε η θρη­σκεί­α μας συγ­χω­ρού­σι να βλά­ψω­με τους ό­σους μας ζη­τούν συγχώρηση.
Β. Προ της α­να­χω­ρή­σε­ώς σας, να μας πα­ρα­δώ­σε­τε τα Σά­λω­να και τη Λι­βα­δειά.
Γ. Η α­να­χώ­ρη­σή σας δεν συγ­χω­ρεί­ται έ­ως εις το Ζη­τού­νι, αλ­λά να υ­πά­γει έ­καστος εις τα ί­δια.
Δ. Ό­σα ό­πλα και χρή­μα­τα φέ­ρε­τε ε­πά­νω σας α­πό μι­κρού έ­ως με­γά­λου, φο­ρέ­μα­τα δι­πλά, ζώ­α πα­ντός γέ­νους και ό­λα τα κι­νη­τά, θέ­λε­τε τα πα­ρα­δώ­σει εις ό­ποιαν ε­πι­τρο­πήν δια­τά­ξει ο Αρ­χη­γός μας.
Ε. Δια την α­σφα­λή ε­κτέ­λε­ση των δια­λη­φθέ­ντων κε­φα­λαί­ων, ζη­τού­με εκ μέ­ρους σας ο­μή­ρους τον Κα­ρυο­φίλ­μπε­ην, α­δελ­φόν του Μου­στά­μπε­η και τον Κε­χα­γιάμπε­ην, σεις δε, ε­κτός του Αρ­χη­γού μας, έ­χε­τε την ά­δεια να ζη­τή­σε­τε ό­ποιους οπλαρ­χη­γούς θέ­λε­τε.

Αυ­τά εί­ναι τα, εκ μέ­ρους του Αρ­χη­γού μας και λοι­πών οπλαρ­χη­γών, ζη­τή­μα­τα, εις τα ο­ποί­α δεν συγ­χω­ρεί­ται καμ­μί­α συ­γκα­τά­βα­σις. Αν τα δέ­χε­σθε, η­μείς εί­με­θα έ­τοι­μοι να τα εκτελέσωμεν α­μέ­σως, το ε­να­ντί­ον δε, πά­λιν αρ­χί­ζο­μεν τον πό­λε­μον και ο Θε­ός, ό­ποιον γνω­ρί­ζει ά­δι­κον, ας τον παι­δεύ­σει».
Οι ό­ροι, τους ο­ποί­ους α­ντι­πρό­τει­νε ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, α­πορ­ρί­φθη­καν α­πό τους Μου­στά­μπε­η και Κε­χια­γιάμπε­η, ε­πει­δή φο­βού­νταν την ορ­γή του Κιου­τα­χή και ήλ­πι­ζαν ό­τι τε­λι­κώς δε θα τους ε­γκα­τέ­λει­πε στη δει­νή θέ­ση, στην ο­ποί­α βρί­σκο­νταν. Δύ­ο ώ­ρες, με­τά την α­να­χώ­ρη­ση των εκ­προ­σώ­πων του Μου­στά­μπε­η, η α­πά­ντη­ση της α­πορ­ρί­ψε­ως των ό­ρων της συνθήκης δό­θη­κε α­πό την ε­χθρι­κή α­μυ­ντι­κή το­ποθε­σί­α, με την εκ­φώ­νη­ση της λέ­ξε­ως «Πό­λε­μος» τρεις φο­ρές.
Ο Καραϊσκάκης, βέ­βαιος πλέ­ον, ό­τι οι ε­γκλω­βι­σμέ­νοι θα ε­πι­χει­ρή­σουν να δια­σπά­σουν τον κλειό και να δια­φύ­γουν για να σω­θούν, ε­νί­σχυ­σε τα τμή­ματα, τα ο­ποί­α κα­τεί­χαν τις διαβάσεις, ε­πι­διώ­κο­ντας τον πιο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό έ­λεγ­χο των δρο­μο­λο­γί­ων δια­φυ­γής. Ει­δι­κό­τε­ρα, για το σκο­πό αυ­τό:
* Τα τμή­μα­τα των οπλαρ­χη­γών Δυο­βου­νιώ­τη και Τρά­κα, ε­νι­σχυ­μέ­να με τους Α­ρα­χω­βί­τες, οι ο­ποίοι κα­τοι­κού­σαν γύ­ρω α­πό την Πλη­κό­βρυ­ση, δια­τά­χθη­καν να κα­τα­λά­βουν τα υψώματα, δυ­τι­κώς και βο­ρειο­δυ­τι­κώς της Α­ρά­χω­βας, ή­τοι: Κου­κου­βά­γιες, Σφα­λάκι, Πλό­βαρ­μα, Κυ­ριά, Πί­σω Α­λώ­νια κ.α., μέ­χρι τους πρό­πο­δες της Βλα­χό­λα­κας, ώ­στε να α­πο­τρα­πεί η δια­φυ­γή προς τους Δελ­φούς και προς την Άμ­φισ­σα ή προς την πε­ριο­χή Λει­βά­δι και στη συ­νέ­χεια δυ­τι­κώς και βο­ρειο­δυ­τι­κώς του Παρ­νασ­σού.
*Τα τμήμα­τα των Ο­πλαρ­χη­γών Δα­γκλή, Περ­ραι­βού, Γε­ωρ­γί­ου Βά­για, Γαρ­δι­κιώ­τη Γρί­βα και των Σου­λιω­τών, ε­νι­σχυ­μέ­να ε­πί­σης με Α­ρα­χω­βί­τες, οι ο­ποί­οι κα­τοι­κού­σαν στις συ­νοι­κί­ες της Α­ρά­χω­βας Κού­κου­ρα και Κα­λό­βρυ­ση, δια­τά­χθη­καν να κατα­λά­βουν τα υ­ψώ­μα­τα Α­γί­α Τριά­δα, Κα­ϋ­μέ­νος Σταυ­ρός, Ζερ­βο­σπη­λιές και Σα­ρακι­νό, μέ­χρι την ο­δό α­πό Α­ρά­χω­βα προς την πη­γή Μά­να, ώ­στε να α­πο­τρα­πεί η διαφυ­γή προς το Στε­νό και την κοι­λά­δα Ζε­με­νού.
* Ο Καραϊσκάκης με την υ­πό­λοι­πη δύ­να­μη και τους Α­ρα­χω­βί­τες των άλ­λων συ­νοι­κιών κα­τεί­χαν το κέ­ντρο της δια­τά­ξε­ως στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και στα γύ­ρω σπί­τια.
Η ε­ντο­λή του, προς ό­λα τα τμή­μα­τα, ή­ταν να α­σκούν πί­ε­ση με συ­νε­χή πυ­ρά, χωρίς δια­κο­πή, ε­να­ντί­ον της ε­χθρι­κής α­μυ­ντι­κής το­πο­θε­σί­ας. Την κα­τα­νο­μή των Α­ρα­χω­βι­τών σε αυ­τές τις α­πο­στο­λές κα­θό­ρι­σε ο ί­διος προ­σω­πι­κώς, για­τί αυ­τοί γνώ­ρι­ζαν πο­λύ κα­λά την πε­ριο­χή και τις δια­βά­σεις.
Πέμπτη μέρα της μάχης - 22 Νοεμβρίου 1826
Η τα­κτι­κή της πε­ρι­κυ­κλώ­σε­ως και ο αυ­στη­ρός α­πο­κλει­σμός ε­φαρ­μό­ζο­νταν και την πέ­μπτη η­μέ­ρα της μά­χης, με συ­νε­χή και πυ­κνά πυ­ρά, την ο­ποί­α ε­πι­βε­βαίω­σε ο Καραϊσκάκης, α­πό το πρω­ί, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας ε­πί­σκε­ψη και ε­πι­θε­ώ­ρηση ό­λων των τμη­μά­των, στις κα­τε­χό­με­νες θέ­σεις (προ­μα­χώ­νες).
Ο Μου­στά­μπε­ης, στην προ­σπά­θειά του να ε­νι­σχύ­σει το η­θι­κό των ε­γκλω­βι­σμέ­νων, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας και αυ­τός ε­πί­σκε­ψη και ε­πι­θε­ώ­ρη­ση των προ­μα­χώ­νων, προ­έ­τρε­πε τους Οθωμανούς να ε­κτε­λούν βο­λές ε­να­ντί­ον των Ελ­λή­νων. Η α­νταλ­λα­γή πυ­ρών ε­ξα­κο­λου­θού­σε και στη διάρ­κεια της νύ­χτας της 22ας (ξη­μέ­ρω­μα ε­πο­μέ­νης) του μή­να, οπό­τε τραυματίσθηκε ο Μου­στά­μπε­ης.
Ο Χρι­στό­φο­ρος Περ­ραι­βός α­να­φέ­ρει, σχε­τι­κώς με τον τραυ­μα­τι­σμό του Μουστά­μπε­η, τα ε­ξής: «Κα­τά την 23ην του μη­νός Νο­εμ­βρί­ου και πε­ρί την 2αν ώ­ραν της νυ­κτός, επισκεπτόμενος ο Αρ­χη­γός (Κα­ρα­ϊ­σκά­κης) ό­λα τα ελ­λη­νι­κά ο­χυ­ρώ­μα­τα, διέ­τα­ξε να πυ­ρο­βο­λή­σω­σιν εκ συμ­φώ­νου κα­τά των Τούρ­κων. Η δί­ω­ρη σχε­δόν διάρ­κεια των πυ­ρο­βο­λι­σμών έ­φε­ρεν α­προσ­δο­κή­τως τον θά­να­τον του Μου­στά­μπε­η, διό­τι εκ των ρι­πτο­μέ­νων σφαι­ρών ε­κτύ­πη­σε μί­α την κε­φα­λήν του κα­τά μέ­τω­πον, ή­τις πά­ραυ­τα τον ε­νέ­κρω­σεν και το στρατόπεδόν του ε­δει­λί­α­σε· κρύ­ψα­ντες τον θά­να­τόν του, α­πο­φά­σι­σαν την ε­πιού­σαν (23/11) να ζη­τή­σω­σι εκ δευ­τέ­ρου συν­θή­κην, ε­πί συμ­φω­νί­α να μην τους α­φαι­ρέ­σω­σιν, ει δυνατόν, τα ό­σα χρή­μα­τα φέ­ρουν εις την ζώ­νην των, εις τα λε­γό­με­να κε­μέ­ρια, τα δε άλ­λα να λά­βω­σιν ό­λα, κα­τά την ρη­θεί­σαν συν­θή­κην».

Ο α­δελ­φός του Μου­στά­μπε­η Καρυοφίλμπεης και οι υ­πη­ρέ­τες του α­πέ­κρυ­ψαν τον τραυ­μα­τι­σμό του ε­πί δύ­ο η­μέ­ρες, για να μην ε­πη­ρε­α­σθεί αρ­νη­τι­κώς το η­θικό του στρα­τεύ­μα­τος.
Έκτη μέρα της μάχης - 23 Νοεμβρίου 1826
Ε­νώ έ­τσι εί­χαν τα πράγ­μα­τα, την έ­κτη η­μέ­ρα της μά­χης, σχε­δόν ό­λοι οι α­ξιω­μα­τι­κοί των ο­θωμα­νι­κών τμη­μά­των συ­γκε­ντρώ­θη­καν έ­ξω α­πό τη σκη­νή του Κε­χα­γιά­μπε­η και, ευρισκόμενοι σε α­τα­ξί­α, α­νη­συ­χί­α και τα­ρα­χή, φι­λο­νι­κού­σαν και φω­να­σκού­σαν σε έ­ντο­νο ύ­φος, ε­ξαι­τί­ας της δει­νής κα­τα­στά­σε­ως στην ο­ποί­α εί­χαν πε­ριέλ­θει, προ­βλη­μα­τι­ζό­με­νοι για την πε­ραι­τέ­ρω τη­ρη­τέ­α στά­ση τους. Έ­νας υ­ψη­λό­βαθ­μος α­ξιω­μα­τι­κός, μα­ζί με άλ­λους οι ο­ποί­οι ει­σήλ­θαν στη σκη­νή, α­πευ­θύν­θη­κε στον Κε­χα­γιά­μπε­η, λέ­γο­ντας: « Μπέ­η, περιμένουμε τό­σες η­μέ­ρες βο­ή­θεια, για να σω­θού­με, πλην ό­μως οι ελ­πί­δες μας έ­χουν μα­ταιω­θεί. Τί πρέ­πει να κά­νου­με για να μη χα­θού­με; Ό­λο το στρά­τευ­μα βρί­σκε­ται σε με­γά­λη ανησυχία».
Έ­νας άλ­λος, α­πό τους πιό θρα­σείς, Γκέ­κας στην κα­τα­γω­γή, α­φού έρι­ξε έ­να ορ­γι­σμέ­νο βλέμ­μα στον Κε­χα­γιά­μπε­η και του λέ­ει: «Δεν βλέπεις, ό­τι κιν­δυ­νεύ­ου­με να πέ­σου­με στα χέ­ρια των Ελ­λή­νων, να μας σκο­τώ­σουν ή το χει­ρό­τε­ρο, να μας α­φο­πλί­σουν, να μας πε­ρι­φέ­ρουν α­πό χω­ριό σε χω­ριό και να μας βρί­ζουν α­κό­μα και τα μι­κρά παι­διά στους δρό­μους;».
Ό­λα αυ­τά τα ά­κου­σαν οι πιο πολ­λοί α­πό τους συ­γκε­ντρω­μέ­νους, οι ο­ποί­οι τα ε­πι­δο­κί­μα­σαν και με ζω­η­ρή συ­ζή­τη­ση, ο­μα­δο­ποι­η­μέ­νοι σχο­λί­α­ζαν τη δύ­σκο­λη κα­τά­στα­ση, η ο­ποί­α επικρατούσε τις τε­λευ­ταί­ες η­μέ­ρες. Ο Κε­χα­γιά­μπε­ης, μην έ­χο­ντας μί­α κά­ποια πει­στι­κή α­πά­ντη­ση, προσπά­θη­σε να κα­τευ­νά­σει τα πνεύ­μα­τα και πρό­τει­νε στους υ­ψη­λό­βαθ­μους αξιωματικούς να συ­σκε­φθούν στη σκη­νή του Μου­στά­μπε­η, για να α­πο­φα­σί­σουν για την τη­ρη­τέ­α στά­ση, ε­νώ οι συ­γκε­ντρω­μέ­νοι α­πο­μα­κρύν­θη­καν και δια­λύ­θη­καν. Τό­τε ε­κεί, ο Καρυοφίλμπεης τους α­να­κοί­νω­σε, ό­τι ο Μου­στά­μπε­ης ή­ταν τραυμα­τι­σμέ­νος και βα­ριά α­σθε­νής, α­νή­μπο­ρος και ε­τοι­μο­θά­να­τος.
Η εί­δη­ση του ε­πι­κεί­με­νου θα­νά­του του Μου­στά­μπε­η δια­δό­θη­κε α­μέ­σως, με απο­τέ­λε­σμα να προ­κλη­θεί σύγ­χυ­ση και κα­τά­στα­ση α­πελ­πι­στι­κή σε ό­λο το στράτευ­μα. Ό­ταν ό­λα αυ­τά συνέβαιναν, η σι­γα­νή βρο­χή, η ο­ποί­α εί­χε αρ­χί­σει α­πό τις 21 του μή­να και ε­ξα­κο­λου­θού­σε να πέ­φτει α­διά­κο­πα, με­τα­τρά­πη­κε σε πυ­κνό χιό­νι, το ο­ποί­ο, σε πε­ρί­που μί­α ώ­ρα, κά­λυ­ψε τα πά­ντα.
Την έ­κτη αυ­τή η­μέ­ρα της μά­χης, ο Μου­στά­μπε­ης πέ­θα­νε. Έ­τσι, οι υ­ψη­λό­βαθ­μοι ε­πι­τε­λείς και συ­νερ­γά­τες του, α­φού α­πέ­κρυ­ψαν το θά­να­τό του, α­πο­φά­σι­σαν να ζη­τή­σουν για δεύτερη φορά φο­ρά συν­θή­κη, προ­τεί­νο­ντας να ε­φαρ­μό­σουν ό­λους τους ό­ρους, ε­κτός α­πό την πα­ρά­δο­ση των χρη­μά­των και του ο­πλι­σμού. Ό­μως, ο Καρα­ϊ­σκά­κης ε­πέ­μει­νε στους όρους της αρ­χι­κής συν­θή­κης και οι εκ­πρό­σω­ποι των Ο­θω­μα­νών ε­πέ­στρε­ψαν ά­πρα­κτοι, α­να­φέ­ρο­ντας την αρ­νητι­κή α­πά­ντη­ση των Ελ­λή­νων.
Η νύ­χτα της 23ης (ξη­μέ­ρω­μα 24ης) του μή­να πέ­ρα­σε με γε­νι­κή α­να­στά­τω­ση και έ­ντο­νες συ­ζη­τή­σεις, για τις συνθή­κες κά­τω α­πό τις ο­ποί­ες δια­βιού­σαν οι ε­γκλω­βι­σμέ­νοι και για­τί έβλεπαν, ό­τι το τρα­γι­κό τέ­λος τους πλη­σιά­ζει.
Έβδομη μέρα της μάχης - 24 Νοεμβρίου 1826
Α­πό το πρω­ί άρ­χι­σε φο­βε­ρή θύ­ελ­λα. Ο δυ­να­τός βό­ρειος ά­νε­μος (ο Κα­τε­βα­τός) φυ­σο­μα­νού­σε ά­γριος και πα­γω­μέ­νος α­πό τις κο­ρυ­φές του Παρ­νασ­σού. Η χιο­νο­θύ­ελ­λα συ­νε­χι­ζό­ταν χω­ρίς βελ­τί­ω­ση του και­ρού και το χιό­νι σκέ­πα­ζε τα πά­ντα.
Τις πρώ­τες με­τα­με­σημ­βρι­νές ώ­ρες, οι ε­γκλω­βι­σμέ­νοι, μην έ­χο­ντας άλ­λη επι­λο­γή, ε­πι­χεί­ρη­σαν, μέ­σα στη χιο­νο­θύ­ελ­λα, να δια­σπά­σουν τον κλοιό, με κα­τεύ­θυν­ση βο­ρειο­α­να­το­λι­κή προς τα υ­ψώ­μα­τα της Μά­νας, α­πο­βλέ­πο­ντας να δια­φύγουν προς τη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ. Σε αυ­τή την α­πέλ­πι­δα προ­σπά­θεια δια­φυ­γής των Ο­θω­μα­νών, οι Έλ­λη­νες ε­ξορμούν εναντίον τους με τα σπα­θιά, για­τί το χιό­νι εί­χε υ­γρά­νει την πυ­ρί­τι­δα και συ­νε­πώς η χρη­σι­μο­ποί­η­ση των ό­πλων ή­ταν α­δύ­να­τη. Η κα­τα­δί­ω­ξη συ­νε­χί­σθη­κε μέ­χρι αρ­γά τη νύ­χτα και όσοι διέ­φυ­γαν προς τα υψώ­μα­τα και τις χα­ρά­δρες του Παρ­νασ­σού υ­πέ­στη­σαν κρυο­πα­γή­μα­τα. Αρ­κε­τοί από αυ­τούς, οι ο­ποί­οι κα­τόρ­θω­σαν να φθά­σουν στη Μο­νή Α­γί­ας Ιε­ρου­σα­λήμ, πέθα­ναν α­πό τις κα­κου­χί­ες.
Την ε­πο­μέ­νη, 25η του μή­να, ο Καραϊσκάκης πε­ρι­ήλ­θε την πε­ριο­χή, ό­που έ­γι­νε η κα­τα­δί­ω­ξη και δια­πί­στω­σε το μέ­γε­θος της κα­τα­στρο­φής της ε­χθρι­κής δυ­νά­με­ως. 300 τούρκικα κεφάλια στήθηκαν τρόπαιο της νίκης στη θέση Πλόβαρμα, στα Πλατάνεια. Η συνήθεια αυτή, που ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ΄ τον Καραϊσκάκη για να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων. Ό­ταν ε­πέ­στρε­ψε στην Α­ρά­χω­βα, πή­γε στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου και προ­σευ­χή­θη­κε σ'αυτόν, καθώς τον θεωρούσε προστάτη άγιό του.
Ο α­ντί­κτυ­πος της πε­ρί­λα­μπρης αυτής νί­κης ε­να­ντί­ον των Ο­θω­μα­νών ε­ξύ­ψω­σε το φρό­νη­μα των σκλα­βω­μέ­νων Ελ­λήνων, α­να­πτέ­ρω­σε το η­θι­κό των μα­χο­μέ­νων και τους έ­δω­σε ελπίδα να συ­νε­χί­σουν τον Α­γώ­να της Α­νε­ξαρ­τη­σί­ας, μέ­χρι την τε­λι­κή δι­καί­ω­ση. Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης στην ε­πι­στο­λή–α­να­φο­ρά του προς την Ελ­λη­νι­κή Κυ­βέρ­νηση, με η­με­ρο­μη­νί­α 26 Νοεμβρίου 1826, α­να­φέ­ρει συ­νο­πτι­κώς τα γε­γο­νό­τα της μά­χης, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντας τη νί­κη ως την πιο ση­μα­ντι­κή της ε­πα­να­στα­τη­μέ­νης Ελ­λάδος, την ο­ποί­α α­πο­δί­δει, ό­χι μό­νο στην αν­δρεί­α και τον η­ρω­ι­σμό των α­γω­νι­στών, αλ­λά και στη βο­ή­θεια του Θεού:
Ας πα­νηγυ­ρί­ση, λοι­πόν το Έ­θνος την λα­μπρο­τά­την νί­κην και ας δώ­ση δό­ξαν εις τον Ύψι­στον. Η νί­κη αυ­τή εί­ναι η ση­μα­ντι­κω­τέ­ρα της Ελ­λά­δος και θέ­λει φέ­ρει πολ­λά και με­γά­λα α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ελ­πί­ζο­μεν εις την Θεί­αν βο­ή­θειαν και εις την ευ­χήν της πα­τρί­δος και της σε­βα­στής η­μών Διοι­κή­σε­ως να κα­τα­δα­μά­σω­μεν τάχι­στα τον ε­χθρόν και να μα­ταιώ­σω­μεν δι’ ό­λου ό­λους τους ο­λε­θρί­ους αυ­τού σκο­πούς. Πέ­μπο­μεν ε­πί­τη­δες και τους Στρα­τη­γούς Γ. Α­γα­λό­που­λον, Γ. Βά­γιαν, Γιάν­νον Κου­τσο­νί­καν, αγ­γε­λού­ντας τα λα­μπρά ταύ­τα κα­τορ­θώ­μα­τα και πα­ρα­στή­σο­ντας τα κα­τά το στρα­τό­πε­δον.

Μέ­νο­μεν με το προ­σή­κον σέ­βας

Εκ του στρα­το­πέ­δου της Ρά­χω­βας 1826 Νο­εμ­βρί­ου 26

Ευ­πει­θείς πο­λί­ται

Γε­ώρ­γιος Κα­ρα­ϊ­σκά­κης

(Α­κο­λου­θούν 93 υ­πο­γρα­φές ο­πλαρ­χη­γών)
Ο απόηχος της νίκης, οι απώλειες και οι επόμενες κινήσεις
Οι α­πώ­λειες των Οθω­μα­νών ήταν 1300 νεκροί, 200 αιχμάλωτοι και ανεξακρίβωτος αριθμός τραυματιών. Πολ­λά λά­φυ­ρα, ση­μαί­ες, ο­πλι­σμός και λοι­πές α­πο­σκευές, κα­θώς και α­ριθ­μός ίπ­πων και η­μιό­νων πε­ρι­ήλ­θαν στους Έλ­λη­νες.
Οι α­πώ­λειες των Ελ­λή­νων ήταν 24 νεκροί και 60 τραυματίες. Εί­ναι πι­θα­νό όμως, για λό­γους σκο­πι­μό­τη­τας ή α­πό έλ­λει­ψη ε­παρ­κών πλη­ρο­φο­ριών να μην εί­χαν α­να­φερ­θεί οι πραγματικοί α­ριθ­μοί α­πω­λειών των Ελ­λή­νων και στους τραυ­μα­τί­ες να μην υ­πο­λο­γί­σθη­καν οι ε­λα­φρώς τραυ­μα­τι­σμέ­νοι.
Ο Κιου­τα­χής όταν έ­μα­θε την καταστροφή των στρατευμάτων του στην Αράχωβα, όπως λέγεται έπεσε σε κατάθλιψη, μένοντας άσιτος για τρεις ημέρες και κλαίγοντας αδιάκοπα. Θέλησε να πάρει εκδίκηση κινούμενος προς την Λειβαδιά, αλλά οι αξιωματικοί του τον εμπόδισαν κι έτσι έστειλε έναν Γκέκα πασά με 600 στρατιώτες. Ηττήθηκε όμως κι αυτός από τον Καραϊσκάκη στην Βελίτσα.
Στη συνέχεια, ο Καραϊσκάκης, διαβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου του 1826, εισέρχεται στο Τουρκοχώρι το οποίο και καταλαμβάνει και με τα ίδια του τα χέρια φονεύει τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα καταδιώκει μέχρι τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Ο θάνατος του Καραϊσκάκη
Όταν ο αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον γενναίο στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Καραίσκάκη.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων», Κόχραν μαζί με τον Τσορτς, «διευθυντή χερσαίων δυνάμεων» προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την βέβαια έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής επιζητώντας την έξοδο σε κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Καραϊσκάκη να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Τούτο αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις αψιμαχίες άσκοπους και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την εμπύρετο κατάσταση που βρισκόταν αποφασίζει να ανακόψει ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με την επιθυμία του, όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη «κάθισε σταυροπόδι» και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσορτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Εκδοχές για τον θάνατό του
Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την αυτοβιογραφία του το 1833, αναφέρει απλά τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα ότι «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».
Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φαίνεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως σαν «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Η «Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών» έχει εκδώσει τ’ απομνημονεύματα του Κύπριου αγωνιστή, που πολέμησε ο ίδιος δίπλα στον Καραϊσκάκη, Ιωάννη Σταυριανού, «Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων εν τη Ελληνική Ιστορία». Στο έργο του περιγράφει την προσωπική του δράση κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 δίδοντας πλήθος στοιχείων για τα γεγονότα της εποχής. Όμως η σημαντικότερη μαρτυρία του Σταυριανού αφορά τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης. Διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι και ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία:
«Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.
– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.
– Πως πως τον απαντώ.
– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!
– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου.
Είδα τον Καραΐσκον κρατώντα τον δύο εκ δεξιών και δύο εξ’ αριστερών, και τον μετέφερον εις το στρατοπεδαρχείον. Ο Καραΐσκος άμα κτυπηθείς είπεν: “Κλάστε μου τώρα τον μπούτζον”. Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αλλά το διέψευσαν αμέσως δια να μην διχασθεί ο στρατός και δημοσίευσαν, ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθει περί της δολοφονίας και ότι ο Καραΐσκος ομολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν τον εκτύπησεν. Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του Καραΐσκου τον ερώτησαν να τους ειπεί εμπιστευτικώς πόθεν εβαρέθη, ο Καραΐσκος τους απήντησεν ότι αν ζήσει γνωρίζει ποίος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον…».

Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Σταυριανός δεν ανήκε σε καμία πολιτική ή άλλους είδους παράταξη και δεν επεδίωκε κάποιους συγκεκριμένους σκοπούς γράφοντας αυτά. Σε μία παρόμοια αναφορά με τα γραφόμενα του Σταυριανού αναφέρεται και ο Σπύρος Αντωνιάδης για την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Ο Κασομούλης τέλος ομιλεί για έναν παπά, που του εξομολογήθηκε ότι ένας στρατιώτης του σώματος του Κίτσου Τζαβέλα ο Κώστας Στράτης ενώ έστρεφε να πυροβολήσει τους Τούρκους πλήγωσε κατά λάθος τον Καραϊσκάκη.
Ο επικήδειος λόγος από τον Γεώργιο Αἰνιάν
(αδερφός του Δημήτριου Αινιάν, γραμματέα και βιογράφου του Καραϊσκάκη)
Ἕλληνες!

Τί εἶναι αὐτὴ ἡ σκυθρωπότης ὅπου εἶναι ἐζωγραφισμένη εἰς τὰ πρόσωπά σας; τί σημαίνουν αὐτοὶ οἱ διακεκομμένοι ἦχοι τῆς βαρυφθόγγου καμπάνας καὶ αὐταὶ αἱ μελαναὶ καὶ πένθιμοι στολαὶ εἰς τοὺς δρόμους; τί τρέχουν τεθορυβημένοι ἄνδρες, γυναῖκες καὶ μικρὰ παιδιά; Ὁ Καραϊσκάκης ἀπέθανε. Τοῦτο ἦταν ἡ θλίψις τῶν ἀνδρῶν, τοῦτο ὁ ὀδυρμὸς τῶν γυναικῶν, τοῦτο ὁ στεναγμὸς τῶν μικρῶν παιδίων, τοῦτο τὸ κοινὸν πένθος τῶν Ἑλλήνων.

Δίκαιον ἔχει ὁ λαὸς νὰ κάμῃ νὰ ἀντηχῇ εἰς τὴν πόλιν τῆς Σαλαμῖνος θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς• δίκαιον εἶναι νὰ κλαίῃ ἡ Ἑλλὰς ὡς ἄλλη Ραχὴλ τὸ τέκνον της, τὸν γνήσιον υἱόν της, ἐπειδή, δὲν ἔχει πολλοὺς τούτους κάρρονας.

Ὁ ἀξιοθαύμαστος οὗτος ἀνὴρ -ἀποσιωπῶμεν τὰς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος ἐπισήμους ἀνδραγαθίας του-, μόλις εἶδεν ἠνεωγμένον τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας τὸ στάδιον, καὶ ἰδοὺ παρουσιάζεται ὡς ἀπτόητος καὶ ἀκαταγώνιστος ἀθλητὴς διὰ νὰ ἐπιθέσῃ νέας δάφνας εἰς τὴν ἔνδοξον κεφαλήν του• μαρτυροῦσι τὰ στρατεύματα τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, οἱ συναγωνισταί του, μαρτυροῦσιν αἱ πεδιάδες, ραντιζόμεναι ἀπὸ τὸ αἷμα του, τῆς Ἀμφιλοχίας, μαρτυρεῖ τὸ σῶμα του σκεπασμένον ἀπὸ ἐνδόξους πληγὰς τὴν ὑπερθαύμαστον ἀνδρείαν του.

Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτά, καὶ ὅσα πέρυσιν ἠγωνίσατο ἔξωθεν τῆς κλεινῆς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου πετῶν ὡς ταχύπτερος ἀετὸς πότε εἰς τὴν Αἰτωλίαν καὶ πότε εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν, συγκρινόμενα μὲ ὅσα ἡ ἀνήκουστος εὐτολμία του, ἡ ἀκροτάτη ἐμπειρία καὶ ἡ ἀκούραστος φιλοπονία του κατόρθωσαν τοῦτο τὸ ἔτος εἰς ὅλην τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὰ πέριξ τῶν Ἀθηνῶν;

Ἔπεσε τὸ Μεσολόγγι, καὶ μετὰ τὴν ὀδυνηρὰν αὐτὴν πτῶσιν ἔπεσεν ὅλη ἡ Στερεὰ Ἑλλάς, καὶ ὁ ἐχθρὸς παρερχόμενος κατήντησεν τελευταῖον εἰς τὸ ἱερὸν ἔδαφος τῆς κλεινῆς καὶ ἐνδόξου πόλεως τῶν Ἀθηνῶν• ὅλα τὰ στρατεύματα γυμνωμένα καὶ ἀπὸ ἐσχάτην ἀπορίαν ταλαιπωρούμενα ἐστέναζον εἰς τὰς ὁδοὺς τοῦ Ναυπλίου, καὶ δὲν εἶχον ἄλλην ἐλπίδα, εἰμὴ τὸν θάνατον.

Γενναῖοι ἥρωες, ὅσοι τὸν ἠκολουθήσατε εἰς τὴν πρώτην ἀπὸ Ναυπλίου ἐκστρατείαν του• με σᾶς κατέβαλε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς συστάσεως τοῦ μεγαλοπρεποῦς τούτου στρατοπέδου, τὸ ὁποῖον ἐπαπειλεῖ σήμερον τὸν βάρβαρον ἐχθρόν μας, καὶ ὑπόσχεται βεβαίως τὴν σωτηρίαν τῆς Ἀκροπόλεως.

Ἄνδρες ἄξιοι τοῦ κλέους τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐλπίδων τῆς πατρίδος, ὑπεσχέθησαν νὰ διατηρήσωσιν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὸ ἱερὸν κειμήλιον τῆς πατρίδος, τὴν σεβαστὴν Ἀκρόπολιν, καὶ ὁ μεγαλοπράγμων ἀρχηγὸς πετᾶ ὡς ταχύπτερος ἀετὸς εἰς τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα συντρίβει φάλαγγας τρομερὰς βαρβάρων, διασπείρει πανταχοῦ τὴν φρίκην καὶ τὸν τρόμον, ἐγείρει πύργους ἀπὸ κρανία, ἐλευθερώνει τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ τὴν καθιστᾶ τρομεράν εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ τέλος ἐπιστρέφει νὰ ἐπισφραγίσῃ τὴν δόξαν μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανον τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς περιφανοῦς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν.

Ἀλλ'ἐν μέσῳ τῶν λαμπρῶν ἀγώνων, ἐν ὧ κατεδαπάνα νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς διάταξιν πάντων τῶν συντελούντων εἰς τὸν πόλεμον ἔδιδε πρῶτος τῆς ἀνδρείας καὶ εὐτολμίας τὸ παράδειγμα, καταφρονῶν τὸν θάνατον, καὶ πηδῶν ἐπάνω εἰς τὰ χαρακώματα τῶν ἐχθρῶν εἶπεν: ἂς σταθῶ μίαν στιγμήν, καὶ ἂς ἀφήσω νὰ τρέξουν ποταμηδὸν τὰ δάκρυα τῶν Ἑλλήνων.

Ἀθάνατε Καραϊσκάκη! Σὺ μεταβαίνεις ἐνδόξως εἰς μίαν ἂλλην εὐδαιμονεστέραν ζωὴν διὰ νὰ στεφανωθῆς δι'ὅσα ἀθῶα πλάσματα διέσωσες ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ• αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθανόντων Ἑλλήλων θέλει σὲ ὑποδεχθοῦν εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἐδὲμ μὲ λαμπροτέραν ὑποδοχὴν ἀπὸ ὅ,τι σήμερον κάμουσι εἰς τὴν Σαλαμῖνα οἱ ζῶντες Ἕλληνες. Μεγάλοι ἄνδρες, περίφημοι εἰς τὰ σοφὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης, μάρτυρες αὐτόπται τῶν ἡρωικῶν ἀκαμάτων ἀγώνων σου θέλει πληροφορήσουν τὸν κόσμον ὅλον, ὅτι ἐχύθη ἐνδόξως τὸ αἷμα σου ἐπάνω εἰς ἐκεῖνο τὸ ἱερὸν ἔδαφος, τὸ ὁποῖον ἐβάφη ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων μὲ τόσων ἡρώων αἵματα.

Ἀλλ'ἡμεῖς πῶς νὰ παρηγορήσωμεν τὴν στέρησίν σου ; πῶς νὰ λησμονήσωμεν τὴν ἀνδρείαν σου, τὴν δραστηριότητά σου ; τὴν ἀοκνίαν σου, καὶ τὴν ἄκραν σου φιλοτιμίαν εἰς τοῦ φρουρίου τὴν ἀπολύτρωσιν; Λυπηρὰ στέρησις, ὀδυνηρὸς χωρισμὸς.

Μ'ὅλον τοῦτο δὲν ἀπελπιζόμεθα Ἕλληνες, δὲν πρέπει νὰ ἀποδειλιάσωμεν. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀθανάτου τούτου ἥρωος, ὅταν μάθῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ὅτι δὲν ἠθελήσαμεν νὰ τὸν μιμηθῶμεν εἰς τὴν καρτερίαν καὶ γενναιότητα, θέλει λυπηθῆ, θέλει μᾶς ὀνειδίσει πικρῶς, ἐὰν δὲν σταθῶμεν ἱκανοὶ νὰ ἐκτελέσωμεν ἐκεῖνο τὸ μέγα ἐπιχείρημα ποὺ ἐπιχειρίσθηκε.

Ἔχομεν μεγάλους ἄνδρας ὅπου μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὰς κινήσεις, μᾶς συμβουλεύουν εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ πρόθυμοι συναγωνισταὶ εἰς τὸν ἔνδοξόν μας ἀγῶνα, θέλει ἐπιμένουν μετὰ γενναιότητος ἄκρας ὅπως ἰδῶσι τὴν τελείαν καταστροφὴν τῶν βαρβάρων τυράννων μας, καὶ ἡμεῖς ἐν τοσοῦτῳ εὐγνώμονες εἰς τοὺς γενναίους ὑπὲρ πατρίδος ἀγωνιζόμένους, καθὼς καθιερώσαμεν καὶ ἄλλοτε τὴν μνήμην τοσούτων ἀγωνιστῶν τῆς ἐλευθερίας, ἃς ἐπισφραγίσωμεν καὶ τοῦ ἐνδόξως ἤδη ἀποθανόντος ἥρωος τὸ ἐπιτάφιον μὲ τὴν ἐκ βάθους καρδίας εὐχήν:

Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιοσέβαστε Ἀρχηγέ!
Ψήφισμα της Γ' Eθνικής Συνελεύσεως για τον θάνατο του Καραϊσκάκη:
«Προς τον εξοχώτατον Α'Στόλαρχον, προς τον εξοχώτατον Άρχιστράτηγον και προς τους γενναιότατους οπλαρχηγούς και στρατιώτας τους συγκροτουντας το στρατόπεδον της Αττικής.

Tη 27 Απριλίου 1827

Η φιλτάτη ΙΙατρίς θρηνεί απαρηγόρητος, απωλέσασα το γνησιώτατoν τέκνον της, θρηνεί και κόπτεται στερηθείσα του θερμού προμάχου των ιερών της δικαίων, θρηνεί τον διαρρήξαντα, τας νέας αλύσεις της Στερεάς Ελλάδος, τον ένδοξον νικητή της Αραχώβης, τον εξολοθρευτή των τυράννων: θρηνεί τον αρείτολμον Γενικό Αρχηγό Καραϊσκάκην, όστις μαχόμενος υπέρ των κλεινών Αθηνών, έπεσεν ενδόξως και πνέων τα λοίσθια άλλο τι δεν, παρήγγειλε, παρά των Αθηνών την διάσωσην.

Ελλάς, πένθησον τον πολύτιμόν σου Καραϊσκάκην, Ελληνίδες! μαυρoφορέσατε δια τον υπερασπιστήν της τιμής σας! Φιλέλληνες! Έλληνες! στρατιώται, εμβριμήσατε δια τον ανδρείον συστpατιώτη σας και καταβρέχοντες την Ιεράν γην των κλεινών Αθηνών με τα καρδιοστάλακτα δάκρυά σας, εκδικηθείτε το αίμα του, τιμωρήσατε τους ασεβέστατους φονείς του και σώσατε τας Αθήνας.

Eυδαίμων Καραϊσκάκη! ορκισθείς να ζήσεις ή να αποθάνης, ελεύθερος, εφύλαξες τον ορκον σου, ως χρηστός πολίτης, ως ευσεβής χριστιανός, ως τίμιος άνθρωπος. Ως τοιούτον της ανεκτιμήτου Ελευθερίας μάρτυρα, ως αθλήσαντα και στεφανωθέντα με τας δάφνας της δόξης και της αθανασίας, Σε υπεδέχθησαν εις τα Ηλύσια πεδία προσμειδιώντες οι τpισόλβιοι εκείνoι ήρωες όσοι απέθανον διά τα δίκαια της Πατρίδος και της Ανθρωπότητος.

Μεταξύ τούτων περιιπταμένη η ακτινοβόλος σκιά σου εις την αιωνίαν μακαριότητα, δέν ελησμόνησε τας Άθήνας, και ήδη επιφοιτώσα εις τας ομηγύρεις του Στολάρχoυ, του Αρχιστρατήγου, των Αρχηγων και των στρατιωτικών του στρατοπέδου της Αττικής, θεωρεί τα πoλεμικά και σωτηριώδη επιχειρήματά των και επικαλείται την εξ ύψους άντιληψιν, του υπέρτατου Βασιλέως δια να τους βοηθήση να σώσουν τας Αθήνας και την Ελλάδα εις δόξαν της Πίστεως και της Πατρίδος».
«Τάδε έφη» Καραϊσκάκης
Στο μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στο κρεβάτι απ'τη φυματίωση κατά το 1823 ο Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε από κάποιο καλόγερο να τάξει στην Προυσιώτισσα ένα δώρο για να γίνει καλά.
- Τι να δώσω ορέ!... Δεν έχω τίποτε άλλο απ'το μουλάρι μου και το τάζω,είπε χαμογελώντας πικραμένα.
Αφού βελτιώθηκε κάπως η υγεία του και του έπεσε ο πυρετός έδεσε το μουλάρι απ'την πόρτα της εκκλησίας χάρισμα στην Παναγία κι όπως πάντα είπε τ'αστείο του:
- Που να'ξερα εγώ Παναγιά μ'πως ήθελες του μπλάρι μ'για να με γιάν'ς τόσον καιρό.
- Γενναιότατε αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια (τουρκικά όργανα του ιππικού) ο πούτσος μου, έχει και τρουμπέτες (ελληνικά όργανα). Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ...
- Γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε από ημάς, συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-σουλτάν Μαχμούτην; Να τον χέσω και αυτόν και τον βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!
- Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα.
- Οι δυνάμεις σου, στρατηγέ μου, πέσανε πολύ,του λέει ο γιατρός.
- Ο πούτσος μου έπεσε, ωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!του λέει!
Τελευταίο και καλύτερο (για τους Τούρκους):
- Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω, θα μου κλάσουν τον πούτσο!

ΠΗΓΗ pare-dose

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

$
0
0
ΑΠΟ ΤΟ pare-dose
 
«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πώς δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;”, άλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας ή επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (από την ομιλία του στην Πνύκα, στις 7 Οκτωβρίου, 1838)

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ο αρχιστράτηγος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 κι έμεινε γνωστός στην ιστορία και με το προσωνύμιο «ο Γέρος του Μοριά». Είναι ίσως ο μόνος από τους μεγάλους αγωνιστές της εθνεγερσίας, που από την πρώτη στιγμή συνέλαβε το πραγματικό νόημα της Επαναστάσεως.
Την έβλεπε σαν πανεθνικό ξεσήκωμα ενός σκλαβωμένου πανάξιου και ιστορικού Έθνους, γι΄ αυτό, όταν απευθυνόταν στους πολεμιστές του τους προσφωνούσε ΕΛΛΗΝΕΣ. Επεδίωκε μ΄ αυτή την τιμητική ονομασία να τους συνειδητοποιήσει την κληρονομική τους μεγαλοσύνη και να τους τονίσει την υψηλή τους αποστολή.
Όπως διηγείται ο ίδιος στα «Απομνημονεύματά»του, γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770, κάτω από ένα δέντρο στο βουνό Ραμαβούνι της Μεσσηνίας. Η καταγωγή του ήταν από το Λιμποβίσι Αρκαδίας. Εκεί, κυνηγημένος από τους Τούρκους, έφτασε το 1536, ο γενάρχης των Κολοκοτρωναίων, ο Τριανταφυλλάκος Τσεργίνης. Ο εγγονός του Τριανταφυλλάκου Τσεργίνη, ο Λάμπρος, άλλαξε το πατρικό επίθετο και ονομάσθηκε Μπότσικας, διότι ήταν μικρός στο ανάστημα και μαυριδερός και έτσι άφησε το όνομα της οικογένειας. Τον Μπότσικα διαδέχθηκε ο γιος του Γιάννης, παππούς του Θόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος ονομάσθηκε από κάποιον Αρβανίτη, λόγω της ιδιόμορφης σωματικής του διάπλασης (άντρας γεροδεμένος με έντονους γλουτούς) «Μπιθεκούρας» που στα ελληνικά αυτή η λέξη αποδίδεται ως «Κολοκοτρώνης». Το επώνυμο αυτό έμεινε ως επώνυμο του Γιάννη και πέρασε και στους υπόλοιπους Τσεργίνιδες.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ήταν πρωτότοκος γιος του περίφημου Αρματολού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, που είχε πρωτοστατήσει στο ξεκαθάρισμα της Πελοποννήσου από την μάστιγα των Τουρκαλβανών Αρβανιτών. Έμεινε ορφανός από πολύ μικρός, σε ηλικία 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους, μετά από προδοσία Τούρκου φίλου του. Από τους Κολοκοτρωναίους διέφυγαν σώοι, ο δεκαετής Θεόδωρος, η μάνα του Ζαμπία (Ζαμπέτα) Κοτσάκη, η αδελφή του, ο νεογέννητος αδελφός του Νικόλαος και ο αδελφός του πατέρα του Αναγνώστης. Τα αδέλφια (του Θεόδωρου): Γιάννης και Χρήστος σκλαβώθηκαν και εξαγοράσθηκαν αργότερα. Οι διαφυγόντες Κολοκοτρωναίοι κατέφυγαν στο χωριό Μηλιά της Μάνης και παρέμειναν επί τρία χρόνια. Κατόπιν ο Αναγνώστης ρίζωσε στον Άκοβο της Φαλαισίας όπου έχτισε σπίτι και συμπεθέρεψε με τον ντόπιο Γεωργάκη Μεταξά, άνθρωπο του ντουφεκιού. Πήγαν στη Μηλιά τα αδέλφια της μάνας του (Κωτσακαίοι) και μετέφεραν προφυλαχτά την ορφανεμένη οικογένεια του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη στην Αλωνίσταινα όπου την φιλοξένησαν επί 2 περίπου χρόνια (1783-1785). Κατόπιν πληροφορήθηκαν οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς ποιοί ήσαν και αναγκάσθηκαν να φύγουν και να πάνε στον Άκοβο (1785).
Η μάνα του Κολοκοτρώνη ξενοϋφαινε, πήγαινε και έκοβε ξύλα και ο μικρός Θόδωρος τα κουβαλούσε στην Τρίπολη και τα πουλούσε. Όταν ο μικρός Θόδωρος ήταν 13 ετών, μια μέρα που είχε βρέξει πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα, στη Τρίπολη. Το ζώο γλίστρησε, παραπάτησε σε μια λακούβα με νερά και πιτσίλισαν τα ρούχα μερικών Τούρκων που περνούσαν. Ένας από αυτούς αγριεμένος του έδωσε δύο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ορκίστηκε μέσα του να το γυρίσει πίσω το χαστούκι. Και το γύρισε με το χέρι του και με το χέρι όλων των Ελλήνων στο πρόσωπο του Σουλτάνου και της αυτοκρατορίας του. Από την ημέρα που έφαγε το χαστούκι δεν ξαναπήγε στην Τρίπολη. Μπήκε για πρώτη φορά από τότε το ’21, στρατηγός των Ελλήνων, πορθητής και εκδικητής.
Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν μετρίου αναστήματος, είχε φαρδείς ώμους, κεφάλι μεγάλο, χοντρό λαιμό, μάτια βαθουλωτά και σπινθηροβόλα, καμπυλωτή μύτη με μουστάκι παχύ, μαλλιά πυκνά και μακριά, φωνή βροντώδη, σχεδόν αγράμματος, μόλις κατόρθωνε να συλλαβίζει, παρ΄ όλα αυτά γνώριζε αρκετά καλά την Ιστορία του Γένους του και ήταν ο μόνος από τους αγωνιστές που φορούσε κόκκινη φουστανέλα και περικεφαλαία στο κεφάλι. Πιθανότατα για να διακρίνεται στις μάχες. Ήταν αυτοδίδακτος, λιγόλογος, έξυπνος, γενναίος, φρόνιμος.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εισχώρησε στα σώματα των Κλεφτών της Πελοποννήσου στα 15 του και στα 17 του (1787) οι κάτοικοι του Ακόβου τον διόρισαν οπλαρχηγό της περιοχής. Το 1790 και σε ηλικία 20 χρονών παντρεύτηκε στο Λιοντάρι, τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου Καρούτσου (τον οποίο σκότωσαν οι Τούρκοι στο Ναύπλιο), την Κατερίνα Καρούσου και έζησε άλλα επτά χρόνια στον Άκοβο, όπου εγκατέστησε το σπιτικό του, κάνοντας 6 παιδιά (3 γιους και 3 κόρες, ενώ όπως λέγεται, αργότερα απέκτησε κι άλλον έναν γιο, τον Πάνο, που ήταν καρπός της σχέσης του με μια ερωμένη του στην Ύδρα). Έχτισε σπίτι στον Άκοβο, πήρε προίκα χωράφια, αμπέλια και ελιές, στην περιφέρεια του χωριού αυτού και στους Γιανναίους, χωράφια με αλώνι και αγροικία στην τοποθεσία Πετραίικο ή Μιάρεση και νερόμυλο στην παρυφή του Καρνίωνα ποταμού. Έζησε ήρεμο βίο ως αγρότης, κτηνοτρόφος και μυλωνάς, λαμβάνοντας πάντοτε μέτρα αυτοπροστασίας μέχρι το τέλος του 1797. Έγινε σύγαμπρος με το Σταματελόπουλο, τον πατέρα του Νικηταρά (επονομαζόμενου και «Τουρκοφάγου»). Στο μεταξύ εντάχτηκε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και ειδικότερα στο σώμα του Ζαχαριά, όπου γρήγορα διακρίθηκε και έγινε πρωτοπαλίκαρο. Στη συνέχεια συγκρότησε δικό του σώμα και ανέπτυξε πλούσια δράση.
Από το 1797 οι Τούρκοι του Λεονταρίου επιζητούν πρόφαση να τον σκοτώσουν και αναγκάσθηκε επί 5 περίπου χρόνια (1797-1802) να διατελέσει διαδοχικά κλέφτης επικεφαλής 60 παλικαριών και αρματολός των επαρχιών Λεονταρίου και Κρυταίνης. Το 1802 εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι να σκοτώσουν με κάθε τρόπο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Αθανάσιο Πετιμεζά.
Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα με τον Σταθά, ως αρχηγός μοίρας καταδρομικών, το 1805 πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε νέο διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξη του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Μετά από αλλεπάλληλες προδοσίες κοτζαμπάσηδων και καλόγερων, ενέδρες και ανελέητο κυνηγητό, ο Κολοκοτρώνης κατόρθωσε να διαφύγει τελικά νύχτα, φεύγοντας από περιοχή στα ανατολικά του Λακωνικού κόλπου, από το Γύθειο με πλοιάριο, χωρίς να τους αντιληφθεί κανένας, αν και φύλαγαν στενά τον τόπο οι Τούρκοι και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Η μεγάλη γενιά των Κολοκοτρωναίων έχει αφανιστεί. Από τα 36 πρωτοξαδέλφια του αρχηγού, μόνον οκτώ 8 γλίτωσαν. Οι άλλοι πέσανε όλοι.
Στις 10 Απριλίου του 1806, φτάνει στην Ζάκυνθο, όπου εκτός από τα τούρκικα φιρμάνια, τον περιμένει και ο αφορισμός από το Πατριαρχείο (ενδεχομένως και με την πίεση του Σουλτάνου). Εκεί συνάντησε συναγωνιστές, όπως Αναγνωσταράς, Νικηταράς, Πετμεζάς, Μέλιος, Γιαννάκης Κολοκοτρώνης και ένα σωρό άλλοι, ενώ γνώρισε τους Μποτσαραίους, τα πρωτοπαλίκαρα της Ρούμελης και τον Καποδίστρια. Στη Ζάκυνθο ήλθε αργότερα και η οικογένειά του κι έμειναν εκεί 15 χρόνια.
Στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης μαζί με πολλούς Σουλιώτες, Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιους στέλνουν αναφορά στον Αλέξανδρο, Αυτοκράτορα της Ρωσίας και του ζητούν να βοηθήσει να ελευθερωθεί η Ελλάδα. Στα ρωσοκρατούμενα Επτάνησα οι Ρώσοι τους πρότειναν να ενταχθούν στο ρωσικό στρατό και να πολεμήσουν τους Γάλλους στην Ιταλία. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν το δέχτηκε: «Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Αν θέλετε στρατιώτας δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σε υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδες στρατιώτας. Μια φορά εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μίαν δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας».Τότε κάποιοι Έλληνες πήγαν να πολεμήσουν στην Νάπολη.
Υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό σαν ταγματάρχης σε σύνταγμα Ελλήνων εθελοντών. Η θητεία του αυτή του δίδαξε πολλά για την στρατιωτική τέχνη, τα οποία και εφάρμοσε αργότερα στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Διακρίθηκε για τη δράση του ενάντια στους Γάλλους και πήρε τον βαθμό του ταγματάρχη. Από εκεί προέρχεται και η επίσημη στολή με την χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία με τον λευκό σταυρό και την χαραγμένη λέξη «ΕΙΘΕ» (προφανώς εννοούσε, «μακάρι να έρθει η λευτεριά»). Μετά τη διάλυση του συντάγματος έκανε τον ζωέμπορο και τον χασάπη. Ένα πρωινό του 1818, πλησίασε τον Κολοκοτρώνη ο φιλικός Πάγκαλος ο οποίος είχε σταλεί από τον Αναγνωσταρά για να τον μυήσει στη Φιλική Εταιρεία. Ο Κολοκοτρώνης τον θυμότανε κάπως. Ξαφνιάστηκε όμως όταν τον είδε. Τον τράβηξε σ΄ ένα εξοχικό περίπατο. Όταν άρχισε να του κάνει το συνηθισμένο «ψάρεμα» στους κατηχούμενους, ο Κολοκοτρώνης τον σταμάτησε απότομα και του είπε: «Πες μου τα όλα, μίλα ξάστερα. Δεν ταιριάζουν σε μένα λόγια λοξά. Είναι χρόνια που προσμένω τέτοιο χαμπέρι».
Η σημαία του ΚολοκοτρώνηΤο 1819 ο Κολοκοτρώνης έχασε τη γυναίκα του την Κατερίνα. Στις 3 Ιανουαρίου 1821 το πρωί, αφού πήρε την ευχή της μάνας του, έφυγε από τη Ζάκυνθο, μεταμφιεσμένος σε καλόγερο και στις 6 Ιανουαρίου, βγήκε στη Σκαμαρδούλα της Μάνης. Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις 23 Μαρτίου 1821 τη σημαία της Επανάστασης στην Καλαμάτα και επικεφαλής πολλών άλλων αγωνιστών, την απελευθέρωσε.
Στα χωριά του Δήμου Φαλάνθου ο Κολοκοτρώνης ίδρυσε από το πρώτο έτος της Επανάστασης στρατόπεδα και από αυτά στρατολογούσε πολεμιστές για την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα και σε πολλές κρίσιμες καμπές του αγώνα. Χαρακτηριστικά, η νίκη στο Βαλτέτσι το Μάιο 1821 ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη και έσφιξε τον κλοιό της πολιορκίας της Τρίπολης. Η άλωση της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβριος 1821), ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του απελευθερωτικού αγώνα και παγίωσε τη θέση των επαναστατών. Η καταστροφή της στρατιάς των 30.000 ανδρών του Δράμαλη πασά στα Δερβενάκια (Ιούλιος 1822), όπου ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε ακόμα και τους χωρικούς μετατρέποντάς τους σε τρομερούς αγωνιστές, εδραίωσε την Επανάσταση στο Μοριά. Στις επιχειρήσεις αυτές πρυτάνευσαν η ευφυΐα, η διορατικότητα και η τόλμη του στρατηγικού του μυαλού. Οι επιτυχίες αυτές έμελλαν να τον αναδείξουν στη συνέχεια σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Παράλληλα ο Κολοκοτρώνης άρχισε να συμμετέχει ενεργά και στην πολιτική, αφού εκλέχτηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο.
Η μάχη στο Βαλτέτσι
Μια από τις πιο γνωστές και αποφασιστικές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα του 21 ήταν η μάχη στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου 1821) εναντίον των τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τριπολιτσά. Η μάχη αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας της πόλης. Ενώ οι Έλληνες πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακροκόρινθο και στην Τρίπολη, ο Χουρσίτ πασάς, που πολεμάει τον Αλή στα Γιάννενα, ανησυχεί για την έκβαση της εξέγερσης, όπως και για τα χαρέμια του και τους θησαυρούς του στην Τρίπολη. Γι΄ αυτό στέλνει ισχυρό στράτευμα με τον Γκιοσέ Μεχμέτ γισ να καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα. Ο Γκιοσέ Μεχμέτ χωρίζει το στρατό του σε δυο τμήματα. Το ένα με τον ίδιο και τον Ομέρ Βρυώνη πορεύεται για την Ανατολική Ελλάδα και το άλλο με τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά (ή Μουσταφά Μπέη) και 3.500 Αλβανούς για τη Δυτική Ελλάδα. για να συντρίψει την Επανάσταση στο Μοριά και να ενισχύσει την πολιορκημένη Τρίπολη.
Ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από τα Γιάννενα, και κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του. Περνάει τα επικίνδυνα περάσματα χωρίς απώλειες, φτάνει στο Αντίρριο και από εκεί ξεχύνεται στο Μοριά. Περνάει στην Πάτρα, πυρπολεί τη Βοστίτσα, παρακάμπτει τα Καλάβρυτα, φτάνει στην Κόρινθο, λύοντας την πολιορκία της Ακροκορίνθου και ενισχύοντας τη φρουρά της και περνάει γρήγορα στα Δερβενάκια. Από εκεί ξεχύνεται ορμητικά στον κόμπο του Άργους, νικάει τους Έλληνες στον Ξεριά, λύνει την πολιορκία του Άργους παραδίδοντας την περιοχή στη σφαγή και στην ερήμωση. Τελικά μπαίνει θριαμβευτικά στην πολιορκημένη Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου του 1821, όπου οι Τούρκοι τον υποδέχονται σαν σωτήρα. Ο Κολοκοτρώνης σκόπιμα αφήνει τον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη.
Από την Τρίπολη ο Κεχαγιάμπεης, αρχίζει αμέσως να σκορπάει υποσχέσεις, ταξίματα και αμνηστία, για να ξεγελάσει τους επαναστατημένους και να καταπνίξει το κίνημα. Το μόνο που καταφέρνει όμως είναι να εξαγοράσει με χρήματα τον ταχυδρόμο που πάει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στην Μπουμπουλίνα και σε άλλους οπλαρχηγούς που έχουν κυκλώσει το Ανάπλι. Ο ταχυδρόμος δίνει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει, και ύστερα τα πάει στην Μπουμπουλίνα στο Ανάπλι. Από εκεί παίρνει άλλα γράμματα της Μπουμπουλίνας για τον Κολοκοτρώνη, που κι αυτά τα δίνει στο γυρισμό στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει κι αυτά, κι έπειτα τα παραδίνει στον Κολοκοτρώνη. Ευτυχώς στα γράμματα φέρεται εξογκωμένος ο αριθμός των αντρών και των όπλων και η προδοσία κρατάει λίγο καιρό. Ο προδότης στη συνέχεια θα πιαστεί και θα εκτελεστεί.
Ο Κολοκοτρώνης, σαν αρχηγός των αρμάτων της Γορτυνίας, οργανώνει το στρατηγικό σχέδιο για την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Χωρίζει το σώμα των Γορτυνίων σε δυο τμήματα. Το ένα με τον Πλαπούτα το στέλνει στην Πιάνα και το άλλο με τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο το στέλνει στο Χρυσοβίτσι. Ενισχύει και το στρατόπεδο του Λεβιδιού. Με σκοπό να περισφύξει τον κλοιό γύρω από την πολιορκούμενη πόλη ίδρύει στις 16 Απριλίου του 1821 στρατόπεδο στο Βαλτέτσι ,αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική σημασία της περιοχής, Διατάζει να οχυρωθούν τα τέσσερα στρατηγικά σημεία του στους γύρω λόφους με κλειστά και ισχυρά ταμπούρια και να εγκατασταθεί φρουρά.. Εκεί αρχίζου να συγκεντρώνονται οι περισσότερες οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη, Κυρ. και Ηλ. Μαυρομιχάλη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μούρτζινο, Γιατράκο, Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς.
Στις 24 Απριλίου ο Κεχαγιάμπεης, έχοντας σκοπό να εξουδετερώσει το στρατόπεδο και να αιφνιδιάσει τους συγκεντρωμένους αγωνιστές, επιτίθεται στο Βαλτέτσι επικεφαλής ισχυρού σώματος 4000 ανδρών. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αμύνθηκαν ηρωϊκά. Οι Τούρκοι όμως κατέλαβαν το χωριό, επιτυγχάνοντας τη μερική διάλυση του στρατοπέδου, και μάλιστα κυρίευσαν μερικά ζώα του εφοδιασμού όπως και προμήθειες του ελληνικού σώματος. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν στη βόρεια πλευρά του χωριού, όπου ο Κυρ. Μαυρομιχάλης είχε έλθει σε δύσκολη θέση, κατέφθασε ο Πλαπούτας με ισχυρό σώμα και χτύπησε τους Τούρκους από τα νώτα, με αποτέλεσμα αυτοί να υποχωρήσουν. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης κυνήγησε τα τουρκικά σώματα μέχρι τη Μάκρη.
Αμέσως το στρατόπεδο ανασυγκροτείται γρήγορα κάτω από την άμεση επίβλεψη του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος ενισχύει και οργανώνει τις σκοπιές, την επιμελητεία και τα ταμπούρια και τοποθετεί φρουρά 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Βάζει επίσης φρουρά στην απάνω Χρέπα με τους Γιάννη και Παναγιώτη Πουρνάρα, καπεταναίους από την Πιάνα, και τον Παναγιώτη Περθεριώτη, για να ειδοποιήσουν με φωτιές, αν γίνει έξοδος των Τούρκων από την Τρίπολη. Το σύνθημα είναι: τρεις φωτιές, πηγαίνουν για τα Βέρβαινα, δυο φωτιές, για το Βαλτέτσι και μία, για το Λεβίδι. Έτσι με τις φωτιές και τις ντουφεκιές από ράχη σε ράχη θα ειδοποιηθούν όλα τα στρατόπεδα του Μοριά και θα τρέξουν σε βοήθεια. Στο Βαλτέτσι οργανώνεται τώρα προσεκτικά η άμυνα αφού καταφθάνουν στο προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώματα από τις γύρω περιοχές. Στο πρώτο ταμπούρι οχυρώνονται ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες. Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Παν. Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση Καλαμάτας, με τα παλικάρια τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Τουρκολέκας και παλιοί Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι. Στην εκκλησιά οχυρώνονται οι Μπουραίοι, ο Τσαλαφατίνος, ο Κυριάκος, πολλοί Τριπολιτσιώτες κ.ά.
Τη νύχτα στις 12 Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από την Τρίπολη επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης 12.000 Τουρκαλβανών για να ξαναχτυπήσει τους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Το σχέδιό του είναι να πορευτεί στο Βαλτέτσι και να σκορπίσει τους Έλληνες, από εκεί να κατευθυνθεί στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη, επιβάλοντας έτσι τη κυριαρχία του σε όλο το Μοριά. Χώρισε τις δυνάμεις του σε πέντε τμήματα. Τρία από αυτά ξεκίνησαν από Τρίπολη, Καλογεροβούνι (στη θέση Καλογερικό) και τις Αραχαμίτες, ένα έμεινε σαν εφεδρεία στο Φραγκόβρυσο για να αποτρέψει τυχόν ενισχύσεις που θα κατέφθαναν από το στρατόπεδο των Βερβαίνων και μια οπισθοφυλακή εφοδιασμένη με 4 κανόνια που εκινείτο αργά προς την περιοχή του Βαλτετσίου. Οι Έλληνες φρουροί της απάνω Χρέπας βλέπουν τα εχθρικά στρατεύματα κι αμέσως με δυο φωτιές ειδοποιούν στον Κολοκοτρώνη ότι οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι.
Το κυρίως τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή αποτελείται από Βουρδουνιώτες και Φαναριώτες και κινείται βιαστικά για να χτυπήσει τους Έλληνες, πριν έλθει βοήθεια από την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι. Ο Κεχαγιάμπεης από τον κάμπο παρακολουθεί τη μάχη επικεφαλής του 3.000 ιππέων.
Στο Βαλτέτσι βρίσκονται 2.300 Έλληνες που περιμένουν στις θέσεις τους. Γενικός αρχηγός, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης κρατάει με τον ανιψιό του τον προμαχώνα του Χωματοβουνιού. Σους άλλους προμαχώνες βρίσκονται οι Μητροπέτροβας, Ηλ. Μαυρομιχάλης, Κεφάλας, Ν. Φλέσσας κι άλλοι. Ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι, βλέπει τις φωτιές της απάνω Χρέπας κι αμέσως σημαίνει συναγερμό. Στέλνει ταχυδρόμους σε όλα τα στρατόπεδα και τα χωριά και καβαλαραίους στο Βαλτέτσι ειδοποιώντας πως οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι. Ειδοποιεί τον Πλαπούτα στην Πιάνα κι άλλους οπλαρχηγούς να βαδίσουν για το Βαλτέτσι. Και ο ίδιος με 800 άντρες κατευθύνεται προς τα εκεί. Στέλνει επίσης τον καβαλάρη Θοδωρή Καρδάρα με μια σημαία για να βγει στ” αγνάντια, να τον δουν οι κλεισμένοι στους προμαχώνες και να εμψυχωθούν.
Το τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή πλησιάζει τις θέσεις των Ελλώνων στο Βαλτέτσι και τους ζητά μάταια να παραδοθούν. Τότε ο Ρουμπής επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων και η μάχη αρχίζει. Ο Ρουμπής θα στείλει 14 σημαιοφόρους του για να καρφώσουν τις σημαίες στα ταμπούρια των Ελλήνων, χωρίς όμως επιτυχία, αφού όλοι σκοτώνονται από τα τουφέκια των Ελλήνων. Ο Ρουμπής αραιώνει το σώμα του και κυκλώνει τα ταμπούρια των Ελλήνων, κυριεύοντας τη βρύση και τα πηγάδια του χωριού. Οι Έλληνες αντιστέκονται με αποφασιστικότητα και σθένος. Ο Ρουμπής ρίχνει τότε όλες του τις δυνάμεις στη μάχη και αποκόπτει την επικοινωνία ανάμεσα στα ελληνικά ταμπούρια. Οι Έλληνες όμως κρατούν και ο Ρουμπής ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ζητάει ενισχύσεις από τον Κεχαγιάμπεη. Τη στιγμή εκείνη καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι με 700 άνδρες και πλαγιοκοπεί με επιτυχία τους Τούρκους. Ο Ρουμπής βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πυρά και είναι έτοιμος για υποχώρηση, αλλά την τελευταία στιγμή φθάνει η βοήθεια από τον Κεχαγιάμπεη. Ο Κολοκοτρώνης το αντιλαμβάνεται και μοιράζει τους άντρες του στα δύο. Οι μισοί χτυπούν τις ενισχύσεις και οι άλλοι μισοί τον ίδιο. Η μάχη είναι σκληρή, κι οι δυο πολεμούν με πείσμα.
Το απόγευμα φτάνουν ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, που από παραπειστική κίνηση των Τούρκων είχε κατευθυνθεί προς το Λεβίδι αλλά ειδοποιήθηκε έγκαιρα, ο Δεληγιάννης και ο Στ. Δημητρακόπουλος από την Πιάνα και το Διάσελο και μπαίνουν στη μάχη σφυροκοπώντας τους Τούρκους από μπροστά, από πίσω και από τα πλάγια. Οι κλεισμένοι στα ταμπούρια χαιρετίζουν με ομοβροντίες την άφιξη των συμπολεμιστών τους. Ο Κεχαγιάμπεης στέλνει και νέες ενισχύσεις στον Ρουμπή και οι Τούρκοι κάνουν νέα επίθεση στα ταμπούρια, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία. Πεισμωμένοι οι Τούρκοι ρίχνουν με τα κανόνια, αλλά πολλές οβίδες πέφτουν στο σώμα του Ρουμπή είτε από ανωμαλίες του εδάφους είτε από κακό χειρισμό.
Ο Κολοκοτρώνης, από την ψηλότερη ράχη (που από τότε λέγεται «του Κολοκοτρώνη το βουνό») αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων φωνάζοντας με τη βροντερή φωνή του, «Μπάρμπα-Μήτρο, βαστάτε γερά, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000. Έρχεται κι ο Πετρόμπεης μ” όλους τους Μανιάτες. Έρχεται κι ο Κανέλλος. Βαστάτε και σας φέρνουμε απ” όλα».Με το σούρουπο η μάχη συνεχίζεται πεισματικά και από τα δυο μέρη, χωρίς κανείς να αφήνει τις θέσεις του. Τη νύχτα ο Κολοκοτρώνης με μερικούς ψυχωμένους άντρες θα φτάσει στα ταμπούρια για να ενισχύει τους αγωνιστές με τρόφιμα και πολεμοφόδια και να τους εμψυχώσει. Αφού δώσει τα εφόδια φεύγει πάλι νύχτα.
Τα χαράματα της επομένης καταφθάνουν και άλλες ελληνικές δυνάμεις και η μάχη ξαναρχίζει. Οι Τούρκοι ρίχνονται με μανία κατά των ταμπουριών, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία και αποκρούουν όλες τις τουρκικές επιθέσεις. Ο Ρουμπής κινδυνεύει. Από μπροστά τον χτυπούν οι Έλληνες που είναι στα ταμπούρια, από πίσω κι από τα πλάγια τον σφυροκοπούν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας κι άλλοι οπλαρχηγοί. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούν και πάλι το πυροβολικό τους, αλλά αποτυγχάνουν.
Η μάχη αυτή κράτησε 23 ώρες. Ο Κεχαγιάμπεης βλέποντας ότι θα κυκλωθεί ο Ρουμπής και πληροφορούμενος ότι καταφθάνουν ελληνικές δυνάμεις από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, δίνει το σύνθημα της γενικής υποχώρησης. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβάνεται την υποχώρηση των Τούρκων και διατάζει γενική αντεπίθεση, φωνάζοτας: «Έλληνες, οι Τούρκοι θα φύγουν, ριχτείτε επάνω τους!».Με την επίθεση των Ελλήνων μαχητών, η αρχική υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι κυνηγημένοι από τους Έλληνες κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη, κατηφορίζοντας πανικόβλητοι την χαράδρα, πετώντας τα όπλα τους για να καθυστερήσουν τους Έλληνες και για να επιταχύνουν τη φυγή τους. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας το κυνηγητό των Τούρκων, βλέπει ότι πλησιάζουν στον κάμπο όπου οι Έλληνες κινδυνεύουν από το εχθρικό ιππικό, και φωνάζει δυνατά: «Έλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους για να “χουμε να σκοτώσουμε κι άλλη μέρα!». Οι Έλληνες πειθαρχούν και ανακόπτουν την επίθεση.
Μετά από 23 ώρες μάχης η νίκη των Ελλήνων ήταν περιφανής. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες είχαν ελάχιστες -μόλις 7 νεκροί και λίγοι τραυματίες- ενώ κυρίευσαν πολλά τουφέκια που άφησαν οι Τούρκοι κατά τη φυγή τους. Με τα τουφέκια αυτά οπλίζονται 4.000 Έλληνες. Οι Τούρκοι άφησαν ακόμα 4 πεδινά κανόνια, πολλά πολεμοφόδια, πολλές σκηνές, άφθονα ρούχα και 18 σημαίες.
Η μάχη αυτή σε συνδυασμό με τις άλλες νικηφόρες μάχες πού δόθηκαν στην περιοχή (Γράνας, Βερβαίνων, Δολιανών και Λεβιδίου), δυνάμωσε το ηθικό των επαναστατών και έμελε να προετοιμάσει την άλωση της Τρίπολης αφού ανάγκασε τους Τούρκους να μην ξαναβγούν από την πολιορκούμενη πόλη. Ο Κ. Δεληγιάννης, που έζησε τον καπνό της μάχης, γράφει: «Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ” ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».
Η νίκη του Βαλτετσίου και η κατάληψη της Τριπολιτσάς πέρασε στη δημοτική μούσα με το τραγούδι:

«Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν” ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ” άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
«Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ” Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ” αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν” ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη».
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια».

Η πολιορκία και η άλωση της Τριπολιτσάς
Αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης, ο Γέρος του Μοριά, σε αντίθεση με τις διαφορετικές απόψεις των άλλων στρατιωτικών αρχηγών που ετάσσοντο υπέρ της πολιορκίας και της εκπόρθησης πρώτα των μικρών μεσσηνιακών κάστρων, είχε κατανοήσει πως η κατάληψη της Τριπολιτσάς θα ήταν πρωταρχικής σημασίας για την Επανάσταση, αφού θα επέτρεπε στις ελληνικές δυνάμεις να ελέγχουν τον Μοριά και να καταλάβουν ευκολότερα τις υπόλοιπες περιοχές. Πίστευε σθεναρά ότι δεν έπρεπε αυτές να πολυδιασπαστούν, αλλά να συγκεντρωθούν στην πολιορκία ενός μεγάλου στόχου, της Τριπολιτσάς. Εξάλλου, ο τουρκικός στρατός θα μπορούσε, με ορμητήριο την Τρίπολη, να διαλύσει τις πολιορκίες άλλων κάστρων και να καταπνίξει τον Αγώνα. Τελικά η γνώμη του επικράτησε και έτσι η κατάληψη της Τρίπολης αποτέλεσε τον πρώτο στόχο των επαναστατών.
Πριν την κήρυξη της Επανάστασης ο διοικητής του Μοριά Χουρσίτ πασάς είχε εκστρατεύσει με διαταγή της Πύλης στην Ήπειρο για να καταστείλει την εξέγερση του Αλή πασά. Στη θέση του ο Χουρσίτ άφησε το Μεχμέτ Σαλίχ πασά. Με την κήρυξη της Επανάστασης, ο Χουρσίτ πασάς έστειλε στο Μοριά δύναμη από 4000 Τουρκαλβανούς υπό τον Μουσταφά πασά (Μουσταφάμπεη) για να ενισχύσει την πολιορκούμενη πόλη. Ο Μουσταφάμπεης κατά την κάθοδό του προς την Τρίπολη σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του, πυρπόλησε τη Βοστίτσα (Αίγιο), έλυσε την πολιορκία του Άργους και της Ακροκορίνθου και τελικά μπήκε στην πολιορκημένη πόλη στις 6 Μαΐου του 1821. Ο Κολοκοτρώνης πάντως επέτρεψε στον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη, γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη. Έτσι την πόλη υπεράσπιζαν συνολικά 10.000 Τουρκαλβανοί με αρχηγό τον Μουσταφάμπεη.
Για την αποτελεσματική πολιορκία της πόλης ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς εγκατέστησε γύρω από την Τρίπολη στρατόπεδα, (στην Καρύταινα, στο Βαλτέτσι, στα Βέρβαινα, στην Πιάνα κλπ.), συγκεντρώνοντας δυνάμεις, οργανώνοντας τους αγωνιστές καθώς και τον ανεφοδιασμό τους και συντονίζοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις γύρω από την πόλη. Συνεχείς προσπάθειες των πολιορκούμενων να διασπάσουν τον κλοιό αποτύγχαναν αφού αποκρούοντο από τους επαναστάτες που είχαν καλά οργανωθεί και οχυρωθεί στις γύρω ορεινές περιοχές του Μαινάλου και είχαν αποκλείσει τα κρίσιμα περάσματα. Οι ελληνικές δυνάμεις που λάβαιναν μέρος στην πολιορκία περιελάμβαναν 10.000 άνδρες περίπου.
Μετά τις 20 Ιουλίου του 1821 οι πολιορκούμενοι Τούρκοι είχαν φθάσει τις 15.000. Στον παραπάνω πληθυσμό προστέθηκαν στο μεταξύ και αρκετοί Τούρκοι κάτοικοι που κατέφθαναν από διάφορες περιοχές (Ζούρτσα, Ανδρίτσαινα, Καρύταινα κ.λ.π.) για να βρούν προστασία. Έτσι μαζί με τους 4.000 άνδρες του Μουσταφάμπεη, ο αριθμός των πολιορκούμενων ξεπερνούσε τις 30.000 κατοίκους και κατ” άλλους 35.000. Για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη τροφίμων, οι Τούρκοι άρχισαν να διώχνουν από την πόλη τις ελληνικές οικογένειες.
Μετά τη σημαντική νίκη στο Βαλτέτσι, καθώς και τις νίκες στα Δολιανά (18 Μαΐου 1821), στα Βέρβαινα, στη Γράνα και στο Καπαρέλι, ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω από την πόλη. Τα επαναστατικά σώματα με αρχηγούς το Θ. Κολοκοτρώνη, Δ. Υψηλάντη, Δ. Πλαπούτα, Αναγνωσταρά, Γιατράκο και άλλους προωθήθηκαν και κατέλαβαν θέσεις γύρω από την Τριπολιτσά, πιάνοντας όλα τα υψώματα και αποκλείοντας όλες τις διαβάσεις. Η θέση των πολιορκούμενων είχε γίνει πια δραματική αφού η πόλη υπέφερε από αρρώστιες και από έλλειψη τροφίμων και νερού. Τότε οι Αλβανοί ήλθαν σε διαπραγμάτευση με τον Κολοκοτρώνη και μετά από συμφωνία έφυγαν υπό την προστασία του Δημ. Πλαπούτα και πέρασαν στη Ρούμελη. Και ενώ άρχιζε να διαφαίνεται η πτώση της πόλης, με τους πολιορκούμενους να έχουν αρχίσει να διαπραγματεύονται την παράδοσή της, τελικά, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, μετά από πεντάμηνη πολιορκία, ένα τυχαίο περιστατικό ήλθε να επιταχύνει την τελική της έκβαση. Την μέρα εκείνη μάλιστα οι Τούρκοι έκαναν σύσκεψη στο σεράι για να αποφασίσουν για την παράδοση της πόλης.
Ένας Τσάκωνας αγωνιστής από τον Πραστό, ο Μανώλης Δούνιας, που είχε φιλία με ένα Τούρκο τηλεβολιστή και τον επισκεπτόταν κρυφά στην τάπια του Ναυπλίου ανταλλάσσοντας τρόφιμα με τουρκικά όπλα, κατάφερε μαζί με δύο άλλους Τσάκωνες να εξουδετερώσει τους φρουρούς και να καταλάβει το τηλεβολείο. Αμέσως το έστρεψε κατά της πόλης και έβαλε κατά του σαραγιού. Ο ιστορικός Νικόλαος Σπηλιάδης, από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους του Αγώνα, που έζησε τα γεγονότα γράφει στα «Απομνημονεύματά» του για το περιστατικό αυτό: «O Μανώλης Δούνιας από τον Πραστόν… “Ήταν ημέρα Παρασκευή, εικοστή τρίτη του Σεπτεμβρίου 1821… και ο Δούνιας ανεβαίνει το τείχος επί σκοπώ να εξαγάγει τον Τούρκον… Κατόπιν τούτου έδραμον άλλοι και ανεβαίνουσιν ωσαύτως. Κατόπι δε τούτων και άλλοι, ό,τε αδελφός του Κεφάλα και ο Διονύσιος Βασιλείου, και όρμησαν τινές εν ριπή οφθαλμού εις το επί της πύλης (του Ναυπλίου) πυροβολοστάσιον, στρέφωσι τα πυροβόλα προς την πόλιν… ».
Τότε και άλλοι Έλληνες που ήταν εκεί κοντά σκαρφάλωσαν με σχοινί στα τείχη και άνοιξαν τις πύλες του Ναυπλίου και του Μυστρά. Από αυτές ξεχύθηκαν τα σώματα από τα κοντινά υψώματα της Βολιμής και του Αγίου Σώστη υπό τους Κεφάλα, Ζαφειρόπουλο, Παπαπαναστάση και άλλους που σύντομα άνοιξαν όλες τις καστρόπορτες από όπου εφόρμησαν και οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις. Οι Τούρκοι πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση και έγινε φοβερή μάχη σώμα με σώμα στους δρόμους της πόλης. Οι επαναστάτες όμως ήσαν πλέον ασυγκράτητοι και παθιασμένοι και κατάφεραν γρήγορα να εξουδετερώσουν κάθε αντίσταση.
Πολλοί Τούρκοι οχυρώθηκαν στα σπίτια από όπου απεγνωσμένα αμύνονταν, αλλά οι επαναστάτες έβαζαν φωτιά και τους έκαιγαν ή τους ανάγκαζαν να βγουν. Στο τέλος έπεσε και η μεγάλη Τάπια, τελευταίο σημείο αντίστασης των Τούρκων. Επακολούθησε ανηλεής σφαγή των Τούρκων, στρατιωτών και αμάχων, από τους διψασμένους για εκδίκηση Έλληνες (πέραν της τουρκικής σκλαβιάς και καταπίεσης, είχαν ήδη προηγηθεί οι σφαγές των Ελλήνων στην Τριπολιτσά, 50 χρόνια πριν από τους Τουρκαλβανούς, κατά την αποτυχημένη Επανάσταση του 1769-1770, ο δε Κολοκοτρώνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ὅταν ἐμβῆκα εἰς τὴν Τριπολιτζά, μὲ ἔδειξαν εἰς τὸ παζάρι τὸν Πλάτανο ὁποὺ ἐκρέμαγαν τοὺς Ἕλληνας. Ἀναστέναξα καὶ εἶπα: «Ἄϊτε, πόσοι ἀπὸ τὸ σόγι μου καὶ ἀπὸ τὸ ἔθνος μου ἐκρεμάσθησαν ἐκεῖ», καὶ ἐδιέταξα καὶ τὸν ἔκοψαν. Ἐπαρηγορήθηκα καὶ διὰ τὸν σκοτωμὸν τῶν Τούρκων». ) -παρά τις προσπάθειες αρκετών οπλαρχηγών να διασώσουν τους αιχμαλώτους (αν και κάποιοι άλλοι επιδόθηκαν σε διαπραγματεύσεις, με τους πολιορκημένους, αποκομίζοντας οικονομικά οφέλη)-, και η Τριπολιτσά παραδόθηκε στις φλόγες. Ο Κολοκοτρώνης πάντως τήρησε την υπόσχεσή του στον αρχηγό των Αλβανών Αχμέτ Μπέη να μην πειράξει όσους Αλβανούς απέμειναν στην πόλη, τους οποίους και άφησε να φύγουν για την Ήπειρο. Την συμφωνία αυτή θέλησε να παραβιάσει ο Ανδρέας Λόντος, επειδή οι Αλβανοί αυτοί είχαν λεηλατήσει την Βοστίτσα, εμποδίστηκε όμως από τον Πλαπούτα. Από την εκδικητική μανία των Ελλήνων πέρασαν και ορισμένοι Έλληνες κάτοικοι που είχαν αντιταχθεί στην Επανάσταση, καθώς και οι Εβραίοι της πόλης (οι οποίοι εκδήλωναν την υποστήριξή τους στους Τούρκους, σε κάθε ευκαιρία), αφού οι επαναστάτες δεν είχαν ξεχάσει τη συμμετοχή των Εβραίων στη πρόσφατη διαπόμπευση στην Κωνσταντινούπολη του πτώματος του Γρηγορίου του Ε’. Ο συνολικός αριθμός των σφαγιασθέντων εκτιμάται, από διάφορες πηγές, από 6 εώς 30 χιλιάδες.
Για τη σφαγή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του: «Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριανταδύο χιλιάδες. Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατό.»
Ο Γενναίος, γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, γράφει στα «Υπομνήματα» (1821-1827) για την άλωση της Τριπολιτσάς:
«Οι Έλληνες εν διαστήματι τριών ημερών εφόνευσαν υπέρ τους 5.000 μαχητάς και ηχμαλώτισαν υπέρ τους 7300 παντός γένους και ηλικίας και εκ των 13.000 εντοπίων και ξένων οίτινες ήτον εις Τρίπολιν, μόλις 1.500 Αλβανοί κατ” έλεος του Κολοκοτρώνη, εσώθησαν, οίτινες συνοδευθέντες υπό τον Πλαπούτα μέχρι της Βοστίτσας, ασφαλώς απεβιβάσθησαν εις την Ρούμελην. Έλληνες εις την περίστασιν ταύτην εφονεύθησαν περί τους 150».
Περίπου εκατό Ευρωπαίοι αξιωματικοί παρακολούθησαν τις σφαγές στην Τριπολιτσά. Ο William St. Clair, ο οποίος μίλησε με πολλούς αξιωματικούς αυτόπτες μάρτυρες, γράφει: «Πολύ πάνω από δέκα χιλιάδες Τούρκοι πέθαναν. Αιχμάλωτοι τους οποίους υποπτευόταν οι Έλληνες ότι έκρυβαν τα χρήματά τους βασανίστηκαν βίαια. Τους ξερίζωσαν χέρια και πόδια και τους σούβλισαν αργά πάνω σε φωτιές. Άνοιγαν τις κοιλιές των εγκύων γυναικών, τους έκοβαν τα κεφάλια και έβαζαν κεφάλια σκυλιών ανάμεσα στα πόδια τους. Από την Παρασκευή ως την Κυριακή ο αέρας ήταν γεμάτος από κραυγές. Ένας Έλληνας καυχάτο ότι έσφαξε ενενήντα αμάχους. Οι Eβραίοι της πόλης υπέστησαν συστηματικούς βασανισμούς … Επί εβδομάδες μετά λιμοκτονούντα παιδιά Τούρκων που έτρεχαν αβοήθητα μέσα στα χαλάσματα σφαγιάσθηκαν και πυροβολήθηκαν από ενθουσιώδεις Έλληνες… Όλα τα πηγάδια μολύνθηκαν από τα πτώματα που είχαν πέσει μέσα».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δ. Αινιάν η σφαγή δεν ήταν προμελετημένη: «ως δε συμβαίνει εις τοιαύτας εκ ταυτομάτου λαμβάνουσας χώραν πράξεις, ουδέν κίνημα εγίνετο εκ σχεδίου τινός, εκ παραγγελίας, ή εκ συνεννοήσεως».
Η άλωση της Τριπολιτσάς υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης, ενώ τόνωσε σημαντικά το ηθικό των εξεγερμένων Ελλήνων. Η πιο σημαντική εστία τουρκικής αντίστασης στη νότια Ελλάδα είχε πλέον εξαλειφθεί, ενώ οι επαναστατικές δυνάμεις μπορούσαν πλέον να στραφούν προς άλλα τουρκοκρατούμενα οχυρά και πόλεις. Στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν χιλιάδες όπλα και μεγάλες ποσότητες πολεμοφοδίων που θα τα χρησιμοποιούσαν για ενίσχυση του αγώνα σε άλλες επιχειρήσεις, όπως στις πολιορκίες της Μεθώνης, της Πάτρας και του Ναυπλίου.
Η μάχη στα Δερβενάκια
Μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, καθώς και των φρουρίων της Μονεμβασιάς και του Νεοκάστρου, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στο πολεμικό συμβούλιο την άμεση πολιορκία της Πάτρας. Οι πρόκριτοι της Αχαΐας όμως, πρωτοστατούντων του Ανδρέα Ζαΐμη και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, συνειδητοποίησαν ότι ο Κολοκοτρώνης αποκτούσε ολοένα μεγαλύτερη δύναμη και διεμήνυσαν στον Δημήτριο Υψηλάντη ότι δεν επιθυμούσαν τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη αλλά μπορούσαν μόνοι τους να απαλλαγούν από τους Τούρκους της Πάτρας. Έπειτα από πολλές αμφιταλαντεύσεις και διαφωνίες ανετέθη τελικά στον Κολοκοτρώνη η πολιορκία της Πάτρας, δίχως όμως ουσιαστική βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης, με μόλις 600 άνδρες και πικραμένος από τις συνωμοσίες που γνώριζε ότι υπήρχαν, παραιτήθηκε από την πολιορκία στις 23 Ιουνίου 1922. Τότε ήταν όμως που φάνηκε ο πραγματικά μεγάλος κίνδυνος για τη νεαρή Επανάσταση των Ελλήνων.
Ο Σουλτάνος ανέθεσε στον Δράμαλη την υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, κρίνοντάς τον ως τον πλέον κατάλληλο. Με τον τίτλο πια του σερασκέρη (αρχιστρατήγου) πήρε τη διαταγή να βαδίσει κατά της Πελοποννήσου. Αφού ετοίμασε ένα πολυάριθμο, για την εποχή, στράτευμα 24.000 πεζών και 6.000 ιππέων αναχώρησε από τη Λάρισα στα τέλη Ιουνίου του 1822. Για τη μεταφορά του απαραίτητου πολεμικού υλικού και των ζωοτροφών συνόδευαν τις δυνάμεις του 30.000 μουλάρια και 500 καμήλες. Είχε ακόμη μαζί του και έξι κανόνια. Σχεδόν χωρίς αντίσταση έφθασε ως τη Βοιωτία, λεηλάτησε την πεδιάδα της Κωπαΐδας, έκαψε τη Θήβα και προχώρησε ως τον Ισθμό, σπέρνοντας παντού τον πανικό και την καταστροφή. Οι Έλληνες είχαν στείλει στα Γεράνεια στρατό υπό τις διαταγές του Ρήγα Παλαμήδη με σκοπό να υπερασπιστούν τα Μεγάλα Δερβένια. Με τη θέα όμως και μόνο του μεγέθους του τουρκικού στρατού οι ελληνικές δυνάμεις εγκατέλειψαν αμαχητί τις θέσεις τους θεωρώντας κάθε άμυνα ανώφελη.
Αμαχητί επίσης ο Δράμαλης κατέλαβε και τον Ακροκόρινθο, καθώς ο Ιάκωβος Θεοδωρίδης, υπεύθυνος για την άμυνα του φρουρίου, το εγκατέλειψε, αφού προηγουμένως δολοφόνησε τον αιχμάλωτό του Κιαμίλ Μπέη. Στην Κόρινθο ο Δράμαλης νυμφεύθηκε τη χήρα τού Κιαμίλ και προχώρησε προς το Άργος, χωρίς ωστόσο προηγουμένως να εξασφαλίσει τις διαβάσεις που δέσποζαν μεταξύ Κορίνθου και Άργους για την περίπτωση μιας πιθανής υποχώρησης.
Στην Κόρινθο ο Δράμαλης συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, κατά το οποίο πολλοί αξιωματούχοι με επικεφαλής τον Γιουσούφ Πασά συμβούλευσαν τον Δράμαλη να χρησιμοποιήσει την Κόρινθο ως βάση και ορμητήριο και να χτίσει εκεί αποθήκες για πολεμοφόδια. Με τη βοήθεια μάλιστα του τουρκικού στόλου στον Κορινθιακό και στον Σαρωνικό κόλπο, η Πελοπόννησος θα αποκλειόταν εντελώς, αφήνοντας εκτεθειμένους τους επαναστάτες της Στερεάς. Τότε, με την Κόρινθο ως ασφαλή έδρα, ο Δράμαλης θα μπορούσε να αποστείλει εκστρατευτικά σώματα για να καταλάβουν την Τριπολιτσά και, εν τέλει, τη Μάνη.
Ο Δράμαλης όμως, καθώς είχε φτάσει ως την Κόρινθο δίχως αντίσταση, ήταν πια πεπεισμένος για την πολεμική ανικανότητα των αντιπάλων του. Μολονότι λοιπόν ελάχιστα γνώριζε τη μορφολογία της Πελοποννήσου, δεν άκουσε τη συμβουλή των αξιωματούχων του και διέταξε σχεδόν αμέσως να προελάσει σύσσωμη η στρατιά προς το Ναύπλιο, να ανεφοδιαστεί εκεί από τον τουρκικό στόλο και τότε να επιτεθεί στην Τριπολιτσά.
Ο συντομότερος δρόμος για το Ναύπλιο ήταν μέσω των στενών περασμάτων των Δερβενακίων. Οι Έλληνες ωστόσο δεν προέβλεψαν να υπερασπιστούν τα περάσματα, τυφλωμένοι καθώς ήταν από τον όγκο της εκστρατείας του Δράμαλη. Έτσι ο Τούρκος αρχιστράτηγος πέρασε τα στενά χωρίς μάχη και έφτασε στο Άργος. Τόσο ικανοποιημένος ήταν μάλιστα από την πορεία του ως εκείνο το σημείο, ώστε εγκατέλειψε τα Δερβενάκια και τα χωριά που δέσποζαν στις πλαγιές τους δίχως φρουρά, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένη τη γραμμή υποχώρησής του. Η εμπροσθοφυλακή της τουρκικής στρατιάς, υπό τον πασά του Άργους, έφτασε στο Ναύπλιο, το οποίο ήδη διαπραγματευόταν την παράδοσή του στους Έλληνες, και αποπειράθηκε να το ανεφοδιάσει, λίγα όμως μπορούσε να κάνει, καθώς το κύριο σώμα της στρατιάς είχε ήδη αρχίσει να μην έχει αρκετά εφόδια: ο Δράμαλης είχε υπερτιμήσει την πειθαρχία του τουρκικού στόλου, ο οποίος αγνόησε τις διαταγές και αντί να καταπλεύσει στο Ναύπλιο περιέπλευσε τον Αργολικό κόλπο και κατευθύνθηκε προς την Πάτρα. Η στρατιά του Δράμαλη βρέθηκε στρατοπεδευμένη κοντά στο Άργος, περικυκλωμένη από βουνά, με τα εφόδια να λιγοστεύουν. Φαίνεται μάλιστα ότι εκείνο το καλοκαίρι του 1822 ήταν ιδιαίτερα θερμό, ώστε είχαν καταστραφεί τα σιτηρά και πολύ σύντομα τα άλογα του τουρκικού ιππικού δεν έβρισκαν ούτε τροφή ούτε νερό.
Εν τω μεταξύ ο Υψηλάντης και περίπου 700 άνδρες έσπευσαν να ενισχύσουν το οχυρό φρούριο του Άργους, Λάρισα, το οποίο ως τότε υπερασπιζόταν με λίγους άνδρες ο Μανιάτης οπλαρχηγός Καραγιάννης. Ήταν προφανές ότι με την αύξηση των υπερασπιστών τα εφόδια θα τελείωναν γρηγορότερα και συνεπώς η Λάρισα θα υποτασσόταν στον Δράμαλη. Ο Δράμαλης από την άλλη γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατόν να στραφεί προς την Τριπολιτσά δίχως να καταλάβει τη Λάρισα και έτσι οι Έλληνες πέτυχαν τον στόχο τους, δηλαδή να κρατήσουν την τουρκική στρατιά κοντά στο Άργος. Οι Έλληνες υπό την αρχηγία του Υψηλάντη έμειναν χωρίς νερό και αναγκάστηκαν μετά την δωδέκατη μέρα της πολιορκίας να αποδράσουν νύχτα ανάμεσα από τα τουρκικά στρατεύματα. Ο Κολοκοτρώνης απέδειξε τη στρατηγική του ευφυΐα εφαρμόζοντας ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό, δεδομένων των συνθηκών, σχέδιο: διέταξε το κάψιμο των σπαρτών της πεδιάδας του Άργους προκειμένου, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ξηρασία εκείνου του καλοκαιριού, να αναγκάσει τον Δράμαλη να υποχωρήσει.
Όσο ο τουρκικός στρατός πολιορκούσε τη Λάρισα του Άργους ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αγωνιζόταν να συγκεντρώσει αρκετούς άνδρες. Πολλοί έχουν επιτιμήσει τον Γέρο του Μοριά για τις μεθόδους που χρησιμοποίησε σε αυτή του την προσπάθεια, οι οποίες φαίνεται ότι ήταν πράγματι σκληρές αλλά απαραίτητες. Στα τέλη Ιουλίου ξεκίνησε ο Κολοκοτρώνης από την Τριπολιτσά διακηρύσσοντας ότι όποιος ικανός να φέρει όπλα βρισκόταν στην πόλη ύστερα από δύο ώρες θα τουφεκιζόταν αμέσως. Ο Κολοκοτρώνης κατέλαβε τα στενά περάσματα που οδηγούν προς την Κόρινθο, οι δε έγκλειστοι στη Λάρισα κατόρθωσαν, λίγες ημέρες αργότερα, να εγκαταλείψουν το φρούριο, καθ” ότι ο σκοπός τους είχε επιτευχθεί. Η κύρια δύναμη των Ελλήνων είχε καταφύγει στους Μύλους, στα δυτικά της πόλης του Άργους.
Χάνοντας σιγά σιγά τις ελπίδες του ότι ο στόλος θα καταφθάσει στο Ναύπλιο, ο Δράμαλης άρχισε να συνειδητοποιεί πως η μόνη λύση στην έλλειψη εφοδίων ήταν η υποχώρηση και αυτήν προσπάθησε να οργανώσει με πανουργία. Έστειλε λοιπόν τον χριστιανό γραμματέα του στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους προσφέρει αμνηστία. Όπως το περίμενε, οι Έλληνες αρνήθηκαν και τότε ο γραμματέας τούς συμβούλευσε τάχα φιλικά ότι έπρεπε να σπεύσουν να φυλάξουν τα περάσματα προς την Τριπολιτσά, διότι η στρατιά του Δράμαλη ετοιμαζόταν να ξεκινήσει. Η στρατηγική σκέψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη όμως προέβλεψε για ακόμη μία φορά την αδυναμία του αντιπάλου του· ήταν προφανές ότι δίχως εφόδια η τουρκική στρατιά δεν θα μπορούσε να πορευθεί προς την Τριπολιτσά και ότι επρόκειτο απλώς για αντιπερισπασμό. Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε να επιβάλει τη γνώμη του στο πολεμικό συμβούλιο, ότι δηλαδή το σημαντικό ήταν να εμποδιστεί η υποχώρηση του Δράμαλη προς την Κόρινθο. Καθώς όμως για άλλη μια φορά το συμβούλιο ήταν δύσπιστο απέναντι στις παραινέσεις του, ο Κολοκοτρώνης άφησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού στους Μύλους και με ένα μικρό σώμα εγκαταστάθηκε στο χωριό Άγιος Γεώργιος, το οποίο δεσπόζει στα στενά των Δερβενακίων. «Πηγαίνει να ξαναγίνει κλέφτης στα βουνά και να πιάση τα κορφοβούνια και τους Αηλιάδες…»λέγεται ότι είπε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με περιφρόνηση.
Στις 26 Ιουλίου από το στρατόπεδο του Δράμαλη ακούστηκαν οι πυροβολισμοί που ανήγγειλαν την εκκίνηση της μεγάλης στρατιάς. Λέγεται ότι τότε ο Κολοκοτρώνης μίλησε στους Έλληνες, διηγούμενος ότι στο όνειρό του η ίδια η θεά Τύχη τον είχε βεβαιώσει για τη νίκη. Τόσο σίγουρος ήταν μάλιστα, ώστε λέγεται ότι είπε: «Έχω τόσην βεβαιότητα να σας ειπώ να μην πάρετε ούτε τα άρματά σας, για να πάρωμε των Τούρκων. Σήμερα ο καθένας από εμάς θα καταδιώκη πολλούς…».Για να κρύψει μάλιστα τον μικρό αριθμό των συμπολεμιστών του -υπολογίζονται σε περίπου 2.300 άνδρες- ο Έλληνας οπλαρχηγός κατέφυγε σε ένα «κλέφτικο» τέχνασμα: Αφού παρέταξε σχεδόν όλους τους άνδρες του στην πλαγιά όπου βρισκόταν το χωριό Άγιος Σώστης, ο ίδιος, μαζί με τους ηλικιωμένους και τους άμαχους, πήγε απέναντι στον Άγιο Γεώργιο και, αφού μάζεψε ολόγυρα όσο περισσότερα ζώα μπορούσε για να κάνουν φασαρία, κρέμασε κάπες, φέσια και σημαίες από διάφορα ξύλα, ώστε από μακριά να φαίνεται ότι εκεί ενέδρευε ανυπόμονος στρατός.
Το πρώτο τμήμα της τουρκικής στρατιάς, η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών, πέρασε τα στενά δίπλα από τον «πλαστό» στρατό του Κολοκοτρώνη, δίχως σημαντικές απώλειες. Το δεύτερο όμως κατατροπώθηκε. «Από εκάστου λόφου», κατά τον Μπαρτόλντι, «ανεπήδων ένοπλοι Έλληνες και καπνός πυρίτιδος κατεκάλυψε όλας τας κλιτύς του όρους. Οι Τούρκοι ιππείς, υποχωρήσαντες τάχιστα, προσεπάθησαν να αναβώσι την δεξιάν όχθην του χειμάρρου, αφ” ης ανελίσσεται η ανωφέρεια του Αγίου Σώστη. Οι πεζοί παρηκολούθουν όπως ηδύναντο, τα όπλα δε και αι αποσκευαί και παν ό,τι παρεκώλυε την πορείαν απερρίφθησαν. Αλλ” οι Έλληνες έσπευδον διώκοντες τους φεύγοντες και το λαμπρόν όνειρον του Κολοκοτρώνη ήρχιζε να πραγματοποιήται».
Και θα είχε πράγματι πραγματοποιηθεί το όνειρο, αν οι οπλαρχηγοί που είχε καλέσει ο Κολοκοτρώνης είχαν καταφθάσει εγκαίρως. Ο μόνος που απάντησε στο κάλεσμα ήταν ο Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος», με τους άνδρες του οποίου όμως είχαν ενωθεί και αυτοί του Παπαφλέσσα και του Υψηλάντη. Ο Νικηταράς έσπευσε να ανακόψει την υποχώρηση των Τούρκων προς την Κόρινθο και έτσι στη χαράδρα μπροστά στον Άγιο Σώστη οι Τούρκοι άφησαν περισσότερους από 3.000 νεκρούς. Η δε μεγάλη τουρκική στρατιά διασπάστηκε και ένα μέρος της κατέφυγε στην Κόρινθο, ενώ το άλλο γύρισε πίσω στο Άργος, όπου ο Δράμαλης παρέμεινε άπραγος για μία ημέρα, προσπαθώντας να συνέλθει από την πανωλεθρία.
Ήταν όμως αδύνατον να παραμείνει άλλο η τουρκική στρατιά στο Άργος, δίχως εφόδια. Μη θέλοντας ασφαλώς να δοκιμάσει την τύχη του από το ίδιο πέρασμα, ο Τούρκος αρχιστράτηγος επέλεξε το πέρασμα του Αϊνορίου, ανατολικότερα από το σημείο όπου είχε ηττηθεί το πρώτο τμήμα της στρατιάς του. Το ελληνικό πολεμικό συμβούλιο, υπό την καθοδήγηση του Κολοκοτρώνη, είχε βεβαίως εκπονήσει σχέδιο για αυτή την περίπτωση, το οποίο όμως δεν εκτελέστηκε σωστά. Το σχέδιο ήθελε τους Έλληνες που ως τότε είχαν στρατοπεδεύσει στους Μύλους να χτυπήσουν τα νώτα του Δράμαλη, μόλις αυτός άφηνε πίσω του το Άργος. Αντ” αυτού, τους Έλληνες προσήλκυσαν τα λάφυρα του εγκαταλειμμένου τουρκικού στρατοπέδου και άφησαν τα νώτα του Δράμαλη ανενόχλητα.
Ο Νικηταράς και ο Υψηλάντης βέβαια επιτέθηκαν στους Τούρκους από τον Άγιο Σώστη, ο δε Παπαφλέσσας από το Αϊνόρι, οι Τούρκοι ιππείς όμως κατόρθωσαν να ανοίξουν δρόμο, καθώς δεν τους κατεδίωκε κανένας. Τα σώματα που έστειλε ο Κολοκοτρώνης, υπό τη διοίκηση του γιου του, Γενναίου Κολοκοτρώνη, και του Πλαπούτα, έφτασαν πολύ αργά, ώστε μεγάλο μέρος της τουρκικής στρατιάς διέφυγε, αφήνοντας πίσω μόλις 1.000 νεκρούς. Ηττημένος και καταδιωκόμενος ο μεγάλος σερασκέρης έφτασε στην Κόρινθο.
Ο Κολοκοτρώνης διέταξε να φυλαχθούν όλα τα περάσματα προς τη Δυτική Πελοπόννησο ή προς τη Στερεά τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον ανεφοδιασμό της Κορίνθου. Ύστερα από λίγο ό,τι είχε απομείνει από τη λαμπρή τουρκική στρατιά άρχισε να υποκύπτει στην πείνα και στις αρρώστιες που επέφερε η στέρηση. Η συντριβή της στρατιάς του Δράμαλη είχε όμως ολοκληρωθεί. Οι απώλειες των Τούρκων σ” αυτές τις αναμετρήσεις υπολογίζονται από τον Φωτάκο σε 5.000. Ο Δράμαλης αρρώστησε και πέθανε λίγους μήνες αργότερα στην Κόρινθο, μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες να σπάσει τον κλοιό των Ελλήνων που τον είχαν αποκόψει από το υπόλοιπο της Πελοποννήσου και τη Στερεά Ελλάδα. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έγινε αρχιστράτηγος κατ” απαίτηση των οπλαρχηγών, ενώ παράλληλα άρχισε να συμμετέχει ενεργά και στην πολιτική, αφού εκλέχτηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο.
Εμφύλιος
Την ίδια στιγμή που ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι αγωνιστές δοξάζονταν στα πεδία των μαχών, οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι είχανε μπει στα καράβια, για να γλιτώσουν. Αυτή τη δόξα οι πολιτικοί την «αντάμειψαν» στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (Μάρτιος-Απρίλιος του 1823), χαρίζοντας το βαθμό του στρατηγού σε 50 ακόμη ανθρώπους, για να μειώσουν τον Κολοκοτρώνη. Είναι φανερό πως ο Μαυροκορδάτος και οι άλλοι ανησύχησαν τόσο πολύ από τις συνεχείς επιτυχίες των στρατιωτικών και του Κολοκοτρώνη ιδιαίτερα, που δεν τους ενδιέφερε καλά καλά η πορεία του αγώνα όσο η προσωπική τους εξασφάλιση. Ο Κολοκοτρώνης ήρθε σε ρήξη με τον Μαυροκορδάτο, όταν εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς και αποφασίστηκε μεταξύ άλλων η κατάργηση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ψυχή της οποίας ήταν ο Κολοκοτρώνης, αλλά και του βαθμού του αρχιστρατήγου τον οποίο έφερε ο ίδιος. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε μείωση του φυσικού αρχηγού των στρατιωτικών σωμάτων και σηματοδότησε τη ρήξη ανάμεσα στο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του Εκτελεστικού, και τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος παραιτήθηκε από αντιπρόεδρος.
Στη συνέχεια πολλά μέλη του που ήταν αντίθετοι στον Κολοκοτρώνη κατέφυγαν στο Κρανίδι, όπου όρισαν νέα κυβέρνηση υπό τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη. Έτσι, στις αρχές του 1824 υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, μία στην Τριπολιτσά υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και η άλλη υπό τον Γ. Κουντουριώτη στο Κρανίδι. Το Μάρτιο του 1824 οι κυβερνητικοί στράφηκαν εναντίον των στρατιωτικών, κατέλαβαν την Ακροκόρινθο και την Τριπολιτσά και άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιο το οποίο υπεράσπιζε ο Πάνος, γιος του Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβανόμενος ότι οι εξελίξεις απέβαιναν σε βάρος του ήλθε σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και παρέδωσε το Ναύπλιο με αντάλλαγμα τη χορήγηση αμνηστίας. Έτσι τελείωσε η πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου.
Η εμφύλια διαμάχη έμελλε όμως να συνεχισθεί, καθώς και οι δύο παρατάξεις (υπό τον Κουντουριώτη, από το ένα μέρος, και τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαΐμη από το άλλο) επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η μία πλευρά υπό τον Κολοκοτρώνη, τον Λόντο και το Ζαΐμη (που ήταν αρχικά αντίπαλοι του Γέρου) είχε την υποστήριξη πολλών Πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών, ενώ με τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι Ρουμελιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες οπλαρχηγοί. Η άρνηση ορισμένων περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση φόρο αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της δεύτερης φάσης του εμφυλίου κατά την οποία σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου. Στις 13 Νοεμβρίου 1824, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την κόρη της Μπουμπουλίνας, Ελένη. Η άνανδρη δολοφονία του γιου του, κλόνισε σοβαρά τον Κολοκοτρώνη, που αποφάσισε να παραδοδεί στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1824, για να τερματιστεί ο εμφύλιος. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας μαζί με τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά. Αναγκάστηκαν όμως να τον απελευθερώσουν το 1825, μετά από πρόταση του Παπαφλέσσα προς την κυβέρνηση Κουντουριώτη, επειδή ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ.
Στο Ναύπλιοι, μετά την αποφυλάκισή του, ανεβασμένος σε μια πέτρα μίλησε, στο πλήθος που παραληρούσε: «Έλληνες! Πριν βγω στ΄ Ανάπλι, έριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε και σεις το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε για να “ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι άνθρωποι. Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό.Εκεί στο λάκκο μέσα ρίξτε και τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός».Παράλληλε διεμήνυε στον Ιμπραήμ: «Όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μήτε πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε. Και μην ελπίζεις πως τη γη μας θα την κάνεις δική σου, βγάλ” το από το νου σου».Όμως τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή και ο Γέρος παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του δεν τα κατάφερε.
«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»
Τα άρματα του ΚολοκοτρώνηΤην άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Πολλές φορές οι Αιγύπτιοι επέστρεφαν για δεύτερη φορά στο σημείο από το οποίο είχαν περάσει λίγες ημέρες νωρίτερα, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Οι περισσότερες εστίες αντίστασης είχαν εξουδετερωθεί. Παρ’ όλα αυτά, οι Αιγύπτιοι δέχονταν συνεχείς επιθέσεις ελληνικών τμημάτων στρατιωτών και χωρικών, οι οποίοι, καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν μετωπική μάχη, πλευροκοπούσαν τις εχθρικές φάλαγγες ή τις κτυπούσαν από τα νώτα προκαλώντας σε αυτές μεγάλες απώλειες. Ο Κολοκοτρώνης, αναφερόμενος στον ανταρτοπόλεμο, γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».
Οι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν την συγκινητική τους αντίσταση εξαντλημένοι, πεινασμένοι και άοπλοι οι περισσότεροι, παρ όλο που ο Ιμπραήμ εφάρμοσε την μέθοδο του προσκυνήματος σε μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του από το Μεσολόγγι. Προσκύνημα ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ολόκληρων ομάδων ή και περιοχών προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν εξεγερθεί. Η αποδοχή της υποταγής εκφραζόταν έμπρακτα από τους Τούρκους με χορήγηση στους προσκυνημένους ειδικού πιστοποιητικού, γνωστού ως «ράι μπουγιουρντί» ή «προσκυνοχάρτι». Με αυτό τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου.
Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι όσοι οπλαρχηγοί προσκυνούσαν, κυρίως λόγω των υψηλών χρηματικών αμοιβών που τους υποσχέθηκε ο Ιμπραήμ, ήταν πρώην μισθοφόροι στην υπηρεσία των προκρίτων του Μοριά. Πάντως, οι περισσότεροι άλλαζαν στρατόπεδο υπό τον φόβο των αιγυπτιακών επιδρομών. Έτσι, οι βίαια και από φόβο προσκυνημένοι πολλαπλασίαζαν το κακό και έδιναν μια θλιβερή εικόνα προδοσίας που εκτεινόταν από την Ηλεία έως την Πάτρα, τη Βοστίτσα και τα Καλάβρυτα (στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου»).
Τότε ο Κολοκοτρώνης προσέφερε την τελευταία μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα. Υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γέρος στην κυριολεξία «ξαναζωντάνεψε» την ετοιμοθάνατη Επανάσταση. Με το σύνθημα «Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην περιουσία και το λαιμό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!»απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Μεταχειριζόμενος σκληρά μέτρα, απέτρεψε τον λαό της Πελοποννήσου από το να επανέλθει κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και διατήρησε την φλόγα του πολέμου άσβεστη μέχρις ότου έγινε η Ναυμαχία του Ναβαρίνου και οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν για την ελευθερία της Ελλάδας.
Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Γέρου. Σε όλο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού.
Μέσα στις τρομερά αντίξοες συνθήκες, που αυξάνονταν από την απροθυμία της Αντικυβερνητικής Επιτροπής να βοηθήσει τον Γέρο με χρήματα και με πολεμοφόδια, εκείνος έβλεπε ότι μόνο με τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσε να αποσοβήσει την μεγάλη καταστροφή. Ταυτόχρονα βέβαια προσπαθούσε με νουθεσίες να επαναφέρει τους προσκυνημένους στο πατριωτικό τους χρέος.
Η δίκη και η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη
Η φυλακή του ΚολοκοτρώνηΠαρά τα ρωσόφιλά του αισθήματά ο Κολοκοτρώνης πάντα πίστευε πως οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεμήσουν μόνοι τους για την Ανεξαρτησία τους χωρίς τη βοήθεια των ξένων. Αντιμετώπιζε με δυσπιστία την ανάμειξή των ξένων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος, θεωρώντας πως γινόταν πρώτιστα για την εξυπηρέτηση τα ιδικών τους συμφερόντων. Από την άλλη πλευρά, εμφορούμενος από μεγάλη μεγαλοψυχία, συγχώρησε τους εχθρούς του, ακόμα και εκείνους που ευθύνονταν για το θάνατο συγγενών του και του γιου του.
Με την έλευση του Καποδίστρια ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερμα υπέρ της πολιτικής του αν και διαφωνούσε με τον αυταρχικό τρόπο της εφαρμογής της. Επίσης πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα. Με την έλευση όμως του τελευταίου (30-1-1832) έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων με προεξάρχοντα τον Ιωάννη Κωλέττη και αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα από τους Βαυαρούς που δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν τη φιλοκαποδιστριακή του τοποθέτηση. Η σκευωρία που εξυφάνθη εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, το γιο του Γενναίο, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνομωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά Όθωνα και της κυβέρνησης.
Η δίκη (περισσότερες λεπτομέρειες εδώ) άρχισε στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους. Διεξήχθη στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου. Την εισαγγελική έδρα είχε ο Εδουάρδος Μάσον, «ο εμπαθής εκείνος πολέμιος», όπως γράφει ο ιστορικός Μέντελσον, «της ρωσικής μερίδος και του Κολοκοτρώνη, υπερασπισθείς τον φονιά του Καποδίστρια Γεώργιο Μαυρομιχάλη».Σκωτσέζος, νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος, είχε έλθει το 1824 στην Ελλάδα με την ιδιότητα του φιλέλληνα. Δεν είχε σπουδαία δράση κατά τον Αγώνα, μετά την απελευθέρωση δε άρχισε να δικηγορεί, έως ότου ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή της ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναμίχθηκε στις εσωτερικές μας διενέξεις και υπηρέτησε, ουσιαστικά, την αγγλική πολιτική. Το πάθος, με το οποίο υπερασπίσθηκε το Μαυρομιχάλη και το μένος με το οποίο κατηγόρησε τον Κολοκοτρώνη, φανερώνουν όχι μόνον την πολιτική του τοποθέτηση, αλλά και το δισυπόστατο χαρακτήρα του. Ένας ξένος, και αυτός, που κάτω από την ηθική δικαίωση του φιλελληνισμού, αναμίχθηκε, κατά τρόπο εξοργιστικό, στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελλήνων. Τον κατείχε, όπως και άλλους παρεμφερείς φιλέλληνες, η εγωιστική πεποίθηση ότι οι μικρές ή μεγάλες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην αγωνιζόμενη χώρα τούς έδιναν ιδιαίτερα δικαιώματα, ακόμα και το ύπατο δικαίωμα να κρίνουν επί της ζωής των επιφανέστερων ανδρών αυτού του τόπου.
Η τακτική του Μάσσον κατά το στάδιο της προανάκρισης έδειξε ότι έλειπε από τη νομική και φιλοσοφική του σκέψη η βαθύτερη έννοια της δικαιοσύνης. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα, να κατασκευάσει ψευδομάρτυρες ή να διαστρέψει τις μαρτυρικές καταθέσεις. Απέφυγε συστηματικά να αναζητήσει την αλήθεια, όση κρυβόταν κάτω από την καιροσκοπική δίωξη του Κολοκοτρώνη και διακήρυττε ότι ήταν ακλόνητα πεπεισμένος περί της ενοχής του γέρου. Όταν πήγε στη φυλακή του Ιτς Καλέ για να ανακρίνει τον εγκάθειρκτο στρατηγό και τον πίεζε επί ώρες να ομολογήσει ότι «είχε προπαρασκευάσει αποστασίαν εναντίον της κυβερνήσεως», ο Κολοκοτρώνης, με πολύ πικρή θυμοσοφία, τον αποστόμωσε, αναφέροντας την ιστορία του λύκου και της προβατίνας, του λύκου ο οποίος για να βρει δικαιολογία να φάει την προβατίνα, άρχισε να της φωνάζει: «μου θόλωσες το νερό της πηγής και δεν μπορώ να πιω».
Ανάλογους δικολαβισμούς επικαλέσθηκε ο Μάσσον και κατά τη διάρκεια της δίκης και κατά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου. Από όλες τις δεινές κατηγορίες, καμία δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Και αν ακόμη υπήρχαν κάποιες ενδείξεις, αοριστίες, κατά το πλείστον, έλλειπαν όμως τα αδιαφιλονίκητα εκείνα στοιχεία που θα θεμελίωναν την παραπομπή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, και μάλιστα «επί εσχάτη προδοσία». Οι 44 μάρτυρες κατηγορίας, που παρουσιάστηκαν, δεν κατέθεσαν στοιχεία που να μη μπορούν να αμφισβητηθούν. Αντιστρόφως οι 115 μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάσθηκαν διέψευσαν τα περισσότερα σημεία της κατηγορίας. Ο δικαστής Γεώργιος Τσερτσέτης, στις μυστικές διαβουλεύσεις που έγιναν αργότερα, υποστήριξε ότι «με τέτοιες κατηγορίες δεν μπορούν να καταδικαστούν σε θάνατο ούτε δυο γάτοι».
Οι κατηγορούμενοι στρατηγοί, με απλή στολή καπετάνιου χωρίς παράσημα οδηγούνται στην αίθουσα και κάθονται στον πάγκο τους συνοδευόμενοι από όργανα τάξης και τους συνηγόρους τους. Συνήγοροι και χωροφύλακες παίρνουν κι αυτοί τις θέσεις τους. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο. Όταν μάλιστα ο Γέρος, ρωτήθηκε «Τι επάγγελμα έχεις;»και έδωσε την ιστορική απάντηση «Στρατιωτικός! Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα!», ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του στρατηλάτη.
Επί είκοσι ημέρες παρέλαυναν προ του δικαστηρίου οι μάρτυρες και ήταν σαν να παρέλαυναν όλα τα κομματικά πάθη που είχαν έως τότε συγκλονίσει τη μαχόμενη Ελλάδα. Εκ πρώτης όψεως δικαζόταν ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Στην ουσία όμως επρόκειτο περί της δίκης ολόκληρου του φατριαστικού πνεύματος, που σαν δαίμονας αλάστωρ είχε κατακυριεύσει, διαδοχικά, κατά καιρούς, όχι μόνο τους κομματιζόμενους ηγέτες, αλλά ακόμη και τις ευγενέστερες, τις πατριωτικές καρδιές. Πίσω από την ατελείωτη αυτή σειρά των κατηγορουμένων διαγράφονταν οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι ίσως ένοχοι, οι αρχηγοί των ξένων ανακτοβουλίων και οι μακιαβελλίσκοι της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Παρά τη γενναία στάση των δύο δικαστών εκ των πέντε δικαστών, Αναστάσιου Πολυζωϊδη και Γεώργιου Τερτσέτη, που μεταφέρθηκαν βιαίως και σηκωτοί(!) στην έδρα για την απαγγελία της ετυμηγορίας, ο Κολοκοτρώνης καταδικάσθηκε μαζί με τον Πλαπούτα σε θάνατο και φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 64 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη.
Τα τελευταία χρόνια του Γέρου
Το άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην ΤρίποληΤον Μάιο του 1835 μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, ο Κολοκοτρώνης έλαβε χάρη και αποφυλακίσθηκε, εξουθενωμένος από τις άθλιες συνθήκες της φυλακής και τις ταπεινώσεις και σχεδόν τυφλός, ρακένδυτος και ρυπαρός. Από τότε ο λαός του Ναυπλίου σκάρωσε τη φράση: «Χάλια Κολοκοτρωνέικα». Σε λίγες ημέρες έφυγε για την Αθήνα και έχτισε σπίτι στην διασταύρωση των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα.
Τα μετέπειτα χρόνια ο Γέρος του Μοριά έζησε στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπου ευτύχησε να γνωρίσει τη γενική αναγνώριση για την προσφορά του στον αγώνα. Έλαβε το βαθμό του στρατηγού, διορίσθηκε σύμβουλος Επικρατείας, τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, ορίσθηκε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών και στάθηκε πιστός σύμβουλος του Όθωνα. Φύσει ανιδιοτελής όμως, ποτέ δεν επεδίωξε προσωπικά οφέλη και ανταλλάγματα.
Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843, σε ηλικία 73 ετών, από εγκεφαλική συμφόρηση, αμέσως μετά το γάμο του μικρότερου γιου του Κολίνου και ετάφη στο Α” Νεκροταφείο Αθηνών. Φτωχός από υλικά αγαθά, αλλά πλούσιος από την αγάπη του απλού λαού και ευτυχής που πρόλαβε να δει την αγαπημένη του πατρίδα ελεύθερη. Μιας πατρίδας για την οποία αγωνίσθηκε σκληρά. Με αυταπάρνηση, μεγαλοψυχία, ήθος, όραμα και πίστη.
Κατά την περίοδο αυτή γράφτηκαν τα απομνημονεύματά του από το Γεώργιο Τερτσέτη καθ” υπαγόρευση του ίδιου του Κολοκοτρώνη με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Τα απομνημονεύματα αυτά εκδόθηκαν το 1846 και αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία και ιστορική πηγή για τον επαναστατικό αγώνα.
Ετάφη με την στολή τού αντιστράτηγου. Στο πλευρό του, τοποθετήθηκε το σπαθί με το οποίο ξεκίνησε την Επανάσταση, ο θώρακας, η περικεφαλαία του, οι επωμίδες τις οποίες φορούσε κατά την υπηρεσία του στα Επτάνησα, ενώ ως σύμβολου αιώνιας δόξας του, τοποθετήθηκε κάτω απ” τα τσαρούχια του, στα πόδια του, η τουρκική σημαία.
Στις 10 Οκτωβρίου 1930 τα οστά του διακομίσθηκαν στο Μνημείο των Προκρίτων, δίπλα στην πλατεία Άρεως της Τρίπολης, για να τοποθετηθούν αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1993, σε ειδική κρύπτη στη βάση του ανδριάντα του -που αναπαριστά τον Γέρο πάνω στο άλογό του- που αναγέρθηκε στο κάτω μέρος της πλατείας.
Η υποδοχή των λειψάνων του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη το 1930
Ανέκδοτα με τον Κολοκοτρώνη
Η σφραγίδα του ΚολοκοτρώνηΟι Αρβανίτες έτρεμαν κυριολεκτικά το Κολοκοτρωναίικο σπαθί. Γι” αυτό κι ο φοβερότερος όρκος τους ήταν: «Να μη γλυτώσω απ” το σπαθί του Κολοκοτρώνη!».
Το 1808 είχε κλειστεί μαζί με τον φίλο του Αλή Φαρμάκη στον πύργο του δεύτερου στο Λάλα της Ηλείας να τον βοηθήσει στην πολιορκία του από τον Βελή πασά. Εκεί κάποιος του είπε:
- Κρίμας που δεν είσαι Τούρκος, μέγας αφέντης θα γινόσουν.
Αυτός το γύρισε στην πλάκα.
- Αν γίνω Τούρκος θα με σουνουτέψουν; (κάνουν περιτομή)
- Βέβαια!…
- Εμάς όταν μας βαπτίζουν, μας κόβουν από τα μαλλιά της κεφαλής μας τρίχες και τες βάζουν εις το εικόνισμα του Χριστού. Αν γίνω Τούρκος, εις τον άλλον κόσμον θα με τραβούν ο Χριστός από τα μαλλιά και ο Μωάμεθ από την ψωλή και δεν θέλω να βάλω εις παρόμοιαν διαφορά δύο τέτοιους προφητάδες…

- Πόσο μεγάλο είναι το χωριό που γεννήθηκες;τον ρώτησε κάποιος Άγγλος περιηγητής.
- Έχει διακόσιους φούρνους!είπε γελώντας ο Κολοκοτρώνης (κάθε σπίτι στα χωριά είχε και δικό του φούρνο).
Μια γυναίκα του ζήτησε κάποια χάρη:
- Αφέντη μου, κάνε μου αυτό το καλό, και σκλάβα σου να γενώ!
- Τί λες, μωρή ζουρλή; Εμείς για τη λευτεριά πολεμούμε κι εσύ θέλεις να γίνεις σκλάβα μου;

Του είπαν κάποτε:
- Κολοκοτρώνη, η πατρίδα θα σε ανταμείψει.
- Το ξέρω, απάντησε, εμένα θα πρωτοεξορίσει.

Κάποτε φιλοξένησε εν γνώσει του το φονιά του αδερφού του, ο οποίος νόμιζε ότι δεν τον ξέρει ο «Γέρος».
- Παιδί μου! λέει η μάνα του, δίνεις να φάει ψωμί ο φονιάς του παιδιού μου;
- Σώπα μάνα είπε ο στρατηγός. Αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο του σκοτωμένου.

Από τη στιγμή, που ο Κολοκοτρώνης ανακατεύτηκε στην πολιτική, έχασε τα νερά του. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβε το σφάλμα του και ξαναγύρισε στ” άρματα.
Διηγούνταν μάλιστα και το ακόλουθο μύθο του Αισώπου, για να δείξει πως την έπαθε, όταν πήγε να γίνει πολιτικός:
Ένας λύκος άρπαξε ένα αρνί από το μαντρί και πήγε παραπέρα να το φάει.
- Κυρ λύκο, θα με φας, το ξέρω,είπε το αρνί. Γι” αυτό όμως το καλό, κάνε μου και μένα αυτή τη χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατί έχεις πολύ γλυκιά φωνή και μένα μου αρέσουν τα τραγούδια.
Άφησε ο λύκος το αρνί κι άρχισε να ουρλιάζει. Τον άκουσαν τότε τα σκυλιά και τον πήραν στο κυνηγητό. Είδε κι έπαθε, ώσπου να γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλά στη ράχη κι αγναντεύοντας το μαντρί είπε:
- Τί ήθελα εγώ να κάμω τον τραγουδιστή; Καλά να πάθω!
Έλεγε κι αυτόν το μύθο: Η κουκουβάγια είχε βρoμίσει πολύ τη φωλιά της κι αποφάσισε να κατοικήσει αλλού. Της λέει τότε ο κούκος:
- Του κάκου βασανίζεσαι, όσο παίρνεις μαζί σου και τον πισινό σου.
Ο Κολοκοτρώνης σχολίασε τη δολοφονία του Καποδίστρια με τον ακόλουθο μύθο:
- Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν” απαλλαγούν απ” τα σαμάρια κι απ” το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. Έτσι κι έγινε. Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μάστορά τους. Έτσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πληγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργησαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο…
Στον Όθωνα, ο οποίος τον ρώτησε τι γνώμη είχε για το νέο πανεπιστήμιο, που άρχισε να χτίζεται, απάντησε:
- Να σας πω, μεγαλειότατε. Μου φαίνεται ότι τούτο εδώ -κι έδειξε το πανεπιστήμιο- δεν έπρεπε να κτισθεί κοντά σε κείνο -κι έδειξε το παλάτι- διότι φοβούμαι ότι τούτο θα φάει εκείνο…
Έλεγε, «Οι Έλληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν θεόν φρόνιμον».
Μετά την καταδίκη του τον πληροφόρησαν ότι ο βασιλιάς του χαρίζει τη ζωή και τον αφήνει μόνο…20 χρόνια φυλακή.
- Θα γελάσω τον βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους!αποκρίθηκε.
ΠΗΓΕΣ
el.wikipedia.org | pianarcadia.gr | falesia.gr | durabond.ca | lykawn.blogspot.com | arcadia.ceid.upatras.gr | matia.gr | johnpap.net | mani.org.gr | tovima.dolnet.gr | stephanion.gr | e-greek.gr | redskywarning.blogspot.com (άρθρο «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» του ιστορικού Νίκου Γιαννόπουλου, εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ») | ΓΕΣ («Η Δίκη των Στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα», του ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη) | Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 εώς τα 1836)

Οι Ελληνες ήρωες του 1821 σκέφτονταν και μιλούσαν σαν .... Ελληνες.

$
0
0
1. Pώτησαν κάποτε τον πυρπολητή Κανάρη, εκείνο το σεμνό ήρωα του ΄21, που΄γινε κατόπιν ναύαρχος, υπουργός και πρωθυπουργός.

- Πως τον έκανες τον άθλο Ναύαρχε;
Κι αυτός απάντησε:

- Να, ξύπνησα εκείνο το πρωί και είπα:


Απόψε Κωσταντή θα πεθάνεις για την Ελλάδα
.

Σ ΄αυτό το ¨απόψε θα πεθάνεις¨βρισκόταν η ηθική δύναμή του. Η ιστορική,η αμετάκλητη απόφασή του τον έριξε στην Ελληνική θάλασσα , όπλισε τα στιβαρά του χέρια, άναψε το δαυλό ,έκαψε τον τουρκικό στόλο κι έγινε ο φόβος και ο τρόμος των τούρκων θαλασσινών.

2.
Ο Ψαριανός πυρπολητής ο Κωνσταντίνος Κανάρης, το καλοκαίρι του 1825, ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια με σκοπό να πυρπολήσει τον εχθρικό στόλο. Σε κάποια ώρα βρέθηκαν χωρίς τροφές και νερό. Αναγκάζουν τότε ένα αυστριακό ιστιοφόρο που βρέθηκε πλάι τους κάποια ώρα να τους εφοδιάσει. Τους δίνουν ψωμί, τυρί, ένα βαρέλι σαρδέλες και νερό.

-Δεν έχω χρήματα για να σου τα πληρώσω τώρα είπε στον αυστριακό καπετάνιο ο Κανάρης. Γράψε μου όμως σ΄ ένα χαρτί πόσο κοστίζουν και δος το μου να υπογράψω.

- Δε θέλω τίποτα, απαντά ο Αυστριακός ικανοποιημένος που ξεγλίτωσε εύκολα.

- Φέρε το χαρτί, είπε αποφασιστικά ο Κανάρης και γράψε 2000 γρόσια. Και συμπληρώνει περήφανα, το έθνος μου θα σου τα πληρώσει!

Ο Αυστριακός που δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία, του λέει προκλητικά,

- Μα δεν έχετε κράτος.

Αναστατώνεται η ελληνική ψυχή του Κανάρη και του δίνει πληρωμένη απάντηση.

- Δεν έχουμε κράτος, μα θα κάνουμε!

Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Ο Κανάρης είναι τώρα Υπουργός των Ναυτικών. Μια μέρα μπαίνουν στο γραφείο του ένας παλιός κι αγαπητός συμπολεμιστής του, μαζί μ΄ έναν άλλο, που ο Κανάρης δεν θυμόταν που τον είχε ξαναδεί.

- Καπετάνιε, τον θυμάσαι τον κύριο;
- Όχι, απαντάει ο Κανάρης.
-Κι εγώ δυσκολεύτηκα να τον γνωρίσω. Στο τέλος όμως τον θυμήθηκα. Τον συνάντησα στη Ρουμανία και σου τον φέρνω. Είναι ο Αυστριακός καπετάνιος που πήραμε από το καράβι του τα τρόφιμα.

Άστραψαν τότε τα μάτια του Κανάρη. Το πρόσωπό του όλο φωτίστηκε. Ήταν μονάχα γιατί θα ξεπλήρωνε ένα παλιό του χρέος; Ή και γιατί έφθασε η στιγμή να δικαιωθεί κι εκείνη η απάντηση που είχε δώσει τότε στον Αυστριακό, "Δεν έχουμε Έθνος μα θα κάνουμε!"Γεμάτος συγκίνηση κι εθνική περηφάνια ρωτάει τον Αυστριακό.

- Το έχεις εκείνο το χαρτί; Δώσε μου το. Με δισταγμό εκείνος του το παραδίδει. Αμέσως δίνει διαταγή ο Υπουργός να πληρωθεί το ποσό στον ξένο πλοίαρχο.

- Δεν πίστευες τότε στα λόγια μου. Τότε δεν είχαμε Κράτος, το κάναμε όμως! Του πρόσθεσε ο Κανάρης, χαμογελώντας με εθνική περηφάνια.

Την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Το ελληνικό του φιλότιμο. Τη σταθερή του απόφαση στην τελική νίκη. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς. Ίσως η σύνθεση όλων αυτών των αρετών είναι που διαμορφώνει προσωπικότητες-πρότυπα για κάθε εποχή!

3. Mεσημέρι τής 26 Ιουλίου 1822, στα Δερβενάκια. Η περίφημη μάχη, που όπως είναι γνωστό, στοίχισε στο Δράμαλη την ολοκληρωτική καταστροφή τής τεράστιας στρατιάς του βρίσκεται στην κρισιμότερη φάση της.

Ο Γέρος του Μοριά, καθισμένος σ'ένα βράχο, παρακολουθεί με τα. κιάλια του τους τούρκους που έχουν αρχίσει να τσακίζουν. Ξάφνου ακούει δίπλα του κάπoιo θόρυβο. Γυρίζει και βλέπει ένα βοσκόπουλο, στηριγμένο στη γκλίτσα του, να παρακολουθεί κι'αυτό ,τα παλικάρια που ταμπουρωμένα στις πλαγιές της χαράδρας θέριζαν τους τούρκους με τα καριοφίλια τους.

- 'Τι στέκεις έτσι ορέ Έλληνα και χαζεύεις; του φωνάζει με τη βρovτερή του φωνή ο Κολοκοτρώνης. Γιατί δεν τρέχεις και συ να πολεμήσεις τους περσιάvους;

- Μα, δεν έχω άρματα, καπετάνιε μου, του δικαιολογήθηκε ο τσοπάνος.

Με τι να πολεμήσω;

- Με τη γκλίτσα σου, μωρέ Έλληνα! Κι'αυτή όπλο είναι. Να κοπανίσεις μια δυνατή στο κεφάλι ενός τούρκου, να τον σκοτώσεις, να του πάρεις τα άρματά του κι ύστερα μ'αυτά να πολεμήσεις τους άλλους μουρτάτες.

Το τσοπανόπουλο, χωρίς να δώσει απάντηση, έφυγε τρέχοντας και χάθηκε, πηδώντας στη χαράδρα που γινόταν η μάχη.

Bράδυ τής ίδιας μέρας. Η νύχτα αρχίζει ν'απλώνει τα σκοτεινά πέπλα, της στη φύση. Η μάχη έχει σχεδόν τελειώσει κι οι Έλληνες ρίχνουν τις τελευταίες τους τουφεκιές. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθεί ικανοποιημένος τους λίγους Τούρκους, που απόμειναν, να τρέχουν τρομοκρατημένοι, προσπαθώντας να γλιτώσουν. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάζεται μπροστά του ένα θεόρατο παλικάρι. Κρατά, στα χέρια του ένα μαλαμοκαπνισμένο καριοφίλι, το σελάχι του είναι γεμάτο από ασημοκολλημένες κουμπούρες και το ιδρωμένο πρόσωπό του μαυρισμένο από τους καπνούς της μάχης.

- Ποιος είσαι συ μωρέ; του φωνάζει ο Γέρος.

- Δε με γνωρίζεις, καπετάνιε ; Είμαι ο τσοπάνος, που έστειλες το μεσημέρι να πολεμήσει με τη γκλίτσα του. Έκανα όπως μου είπες. Σκότωσα έναν τούρκο του πήρα τ'άρματα και... να ‘μαι τώρα, του πρόσθεσε, δείχνοντας του την πλουμιστή αρματωσιά του μ’ περηφάνια.

- Μπράβο μωρ’ Έλληνα, του είπε χαρούμενος ο Κολοκοτρώνης. Και ευχαριστημένος, χτύπησε φιλικά το παλικάρι στην πλάτη.

4. O Μ. Μπότσαρης ήταν από τους λίγους αγωνιστές της Ελευθερίας που προτιμούσαν το κοινό συμφέρον από το προσωπικό όφελος. Για την ανδρεία που έδειξε στις μάχες κατά του Χουρσίτ Πασά και στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου κατά την πρώτη πολιορκία, η προσωρινή κυβέρνηση του έστειλε δίπλωμα Στρατηγού.

Η τιμητική αυτή διάκριση προκάλεσε τη ζήλια των άλλων οπλαρχηγών και ακούστηκαν παράπονα εναντίον του.

Τότε ο Μάρκος, πήρε το δίπλωμα, το ‘σκισε σε μικρά κομμάτια μπροστά τους και, σκορπίζοντάς τα στον αέρα , είπε σ’ εκείνους που παραπονιόνταν:

- Αύριο θα ξαναγίνει πόλεμος. Κι όποιος σταθεί άξιος , παίρνει το δίπλωμά του από τους Τούρκους.

5. Yστερα από τη μάχη στα Δερβενάκια, ο Νικηταράς, που τόσο καταστροφή προξένησε στους Τούρκους ώστε πήρε το προσωνύμιο ¨Τουρκοφάγος¨ έστειλε στη γυναίκα του ένα καλοτυλιγμένο πακετάκι.

Όλοι νόμισαν ότι θα είχε κανένα διαμαντένιο κόσμημα, από τα τόσα που έπεσαν στα χέρια των παλικαριών, που μοιράστηκαν τους θησαυρούς του τούρκου πασά. Γι’ αυτό έτρεξαν όλοι περίεργοι να το περιεργαστούν.

Καθώς όμως η σύζυγος του δοξασμένου αρχηγού Αγγελίνα (κόρη του πρωτοκλέφτη του Μοριά του θρυλικού Ζαχαριά) άνοιξε το δέμα, βρήκε μια ξύλινη ταμπακιέρα κι ένα σημείωμα του αντρός της που έγραφε:

«…Τα παλικαριά μου, μου πρόσφεραν τούτη την ταμπακέρα κι ένα σπαθί στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Το σπαθί το χάρισα στη διοίκηση της Ύδρας, για να χρησιμεύσει στο αρμάτωμα του στόλου που τόσο χρειάζεται στην Πατρίδα. Την ταμπακέρα τη στέλνω σε σένα που μου είσαι το πιο αγαπημένο πρόσωπο που έχω στον κόσμο ύστερα από την Πατρίδα….»

Ωστόσο ο Νικηταράς πέθανε το 1849 τυφλός και πάμπτωχος στον Πειραιά, αφήνοντας τη θυγατέρα του γεροντοκόρη.

6. Tην εποχή που οι τούρκοι πολιορκούσανε το Μεσολόγγι, οι Σουλιώτες είχανε βγάλει από μέσα τις οικογένειές τους και τις είχανε ασφαλίσει στον κάλαμο. Μαζί ήτανε και οι οικογένειες των Τζαβελλαίων με αρχηγό τη Δέσπω Τζαβέλλα.

Το Μ. Σάββατο έφτασε στον Κάλαμο το τρομερό μαντάτο. Σε κάποια μάχη που γίνηκε στο Μεσολόγγι σκοτώθηκαν και τα δυο παιδιά της Δέσπως, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.

Οι άλλες γυναίκες μόλις έμαθαν την είδηση , άρχισαν τους θρήνους και τα μοιρολόγια. Σε μια στιγμή όμως βλέπουν έκπληκτες την ηρωική μητέρα να σηκώνεται και να τους λέει επιτακτικά:

«Πάψτε μωρές τα κλάματα. Τα παιδιά μου πήγανε συνοδεία στο Χριστό , που θα τα πάει στον Παράδεισο, γιατί πέσαμε για την Πατρίδα! Σηκωθείτε να βάψουμε τα αυγά μη μας οργιστεί ο Θεός.»

Κι η ηρωική μητέρα άρχισε να ετοιμάζει τις βαφές και τα τσουκάλια. Οι άλλες Σουλιώτισσες σηκώθηκαν ντροπιασμένες και άρχισαν να την βοηθούν.

Αλλά καθώς οι γυναίκες ήτανε απασχολημένες με τη βαφή των αυγών, φτάνει κάποιος μαντατοφόρος από το Μεσολόγγι. Στάθηκε μια στιγμή, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και γυρίζοντας στη Δέσπω:

«Δεν είναι τίποτε καπετάνισσα, φώναξε. Τα παιδια είναι καλά με τη δύναμη του Θεού. Μονάχα ο Ζυγούρης λαβώθηκε στο χέρι. Μα δεν είναι τίποτα σοβαρό» Οι γυναίκες τριγύρισαν χαρούμενες τη Δέσπω. Κι εκείνη, σοβαρή, γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς, σήκωσε τα χέρια της και ακούστηκε να ψιθυρίζει:

- Σ’ ευχαριστώ, Παρθένα μου, που τους γλίτωσες κι αυτή τη φορά… Μα εγώ πάντα ξεγραμμένους τους έχω.

7. Είχε τελειώσει ο Αγώνας κι οι δοξασμένοι αρχηγοί του είχαν αποτραβηχτεί από τις πολεμικές τους ασχολίες και ξεκουράζονταν στα σπίτια τους. Έτσι κι ο θρυλικός Τουρκοφάγος Νικηταράς, φτωχότερος απ’ ότι ήταν πριν αρχίσει η επανάσταση, στο φτωχικό του στον Πειραιά.

Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς όταν τον επισκέφτηκε ο δοξασμένος θεός του, ο Γέρος του Μοριά. Καθισμένοι στην αυλή του σπιτιού οι δυο Στρατηγοί συζητούσαν για τα περιστατικά του αγώνα, όταν ένα τσούρμο από παιδιά της γειτονιάς, μπήκαν στον αυλόγυρο κι άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα για τον ερχομό του καινούργιου χρόνου.

Όταν τελείωσαν τα παιδιά, ο Νικηταράς ζήτησε από τον Κολοκοτρώνη μερικούς παράδες να τους δώσει, όπως ήταν το έθιμο, γιατί εκείνος δεν είχε.

Ο Γέρος του έδωσε πρόθυμα, αλλά του είπε για να τον πειράξει:

- Δεν ντρέπεσαι να διακονεύεις, κοτζάμ καπετάνιος εσύ, με τόσες δόξες; Τι σόι Στρατηγός είσαι τότενες.

Ο Νικηταράς κοίταξε ήρεμα το θείο του και του απάντησε σεμνά:

- Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάνω πραμάτεια το καπετανλίκι μου για να καζαντίσω!!!

8. Όταν ο Στρατηγός Μακρυγιάννης βρισκόταν στους Μύλους με τα παλικάρια του και προπαρασκευάζονταν για τη μάχη με τον Ιμπραήμ, τον επισκέφτηκε ο Ναύαρχος Δεριγνί.

- Τι κάνετε αυτού; Ρωτά το Στρατηγό.
- Εδώ θα σταματήσουμε το Μπραήμι, απαντά ο Μακρυγιάννης.
- Με μια χούφτα άνδρες;
- Μπορεί να είμαστε λίγοι κι αδύναμοι, μα έχουμε μαζί μας τον Παντοδύναμο Θεό και θα νικήσουμε!!!
- τρεμπιέν. (Πολύ καλά), απάντησε ο Δεριγνί.

9. Τον καιρό που ο Κολοκοτρώνης ήταν με το «Μαύρο Στόλο» κι είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κουρσάρων στο Αιγαίο, έζησε καινούργια στέρηση και κινδύνους που τον ατσάλωσαν. Κάποτε πουέμεινε μέρες χωρίς να φουμάρει, έσκισε το τσιμπούκι του, έξισε τη νικοτίνη από μέσα κι έφτιαξε μ’ αυτή τσιγάρο. Το αηδίασε:

- Όρσε μωρέ άνθρωπος, φώναξε, που θέλει να λευτερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί να λευτερωθει ο ίδιος από ένα συνήθιο. Θεέ μου συγχώραμε.

Πέταξε το τσιμπούκι και το τσιγάρο στη θάλασσα κι από τότε δεν ξανακάπνισε.
ΠΗΓΗ koukfamily

Παράδειγμα προς μίμηση. Οι απροσκύνητοι Έλληνες...

$
0
0

"ΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΙΑΣ ΣΤΑΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ"- Αριστοτέλης

ΟΥΚ ΕΙΘΙΣΤΑΙ ΤΟΙΣ ΕΛΛΗΣΙ ΠΡΟΣΚΥΝΕΕΙΝ | "Δεν υπάρχει στα ήθη των Ελλήνων το προσκύνημα"

Σαφείς καταδικαστικές αναφορές γύρω απο την καθαρώς βαρβαρική "συνήθεια "του προσκυνήματος και της γονυκλισίας, υπάρχουν διάσπαρτες μέσα στα κείμενα όχι μόνον της Αρχαίας αλλά και της Νεωτέρας Γραμματείας μας, καθώς και στις στήλες των διαφόρων Λεξικών της Ελληνικής Γλώσσης. Ο ποιητής Θέογνις ο Μεγαρεύς { ΣΤ'αι. π.χ. } καταδικάζει ακόμη και την απλή κλίσι της κεφαλής χαρακτηρίζοντας την ώς δουλική συμπεριφορά:
"Ού ποτε δουλική κεφαλή ιθεία πέφυκεν, άλλ'αιει σκολιή, καυχένα λοξόν έχει " | "Ουδέποτε δουλική κεφαλή γεννήθηκε όρθια, αλλά πάντοτε κυρτή και τον αυχένα λοξόν τον έχει ". { Ελεγ. 535 }

Ο ίδιος δέ, ώς Έλλην, δηλώνει κατηγορηματικά:

"Ούποτε... υπό ζυγόν δύσλοφον αυχνένα θήσω, ούδ'εί μοι Τμώλος έπεστι κάρη " | "Δεν θα θέσω υπό δύσλοφον ζυγόν τον αυχένα, ακόμα και άν το όρος Τμώλος πέσει επί της κεφαλής μου " { Ελεγ. 985 }

Ο Ηρόδοτος, στο Β-80 της "Ιστορίης του "μας περιγράφει τα ιδιαιτέρως παράξενα ήθη των Αιγυπτίων, αφηγείται έκπληκτος και καταγράφει ώς αξιοθέατον:

"Τόδε μέντοι άλλο { οι Αιγυπτίοι } Ελλήνων ουδαμοίσι συμφέρονται, αντί του προσαγορεύειν αλλήλους έν τήσι οδοίσι, προσκυνέουσι κατιέντες μέχρι τού γούνατος την χείρα! " | "Και σ'αυτό το άλλο οι Αιγύπτιοι δεν ομοιάζουν με τους Έλληνες, αντί να χαιρετηθούν όταν συναντηθούν είς τας οδούς, προσκυνούν κατεβάζοντας μέχρι το γόνατο το χέρι ! ".

Και ο λεξικογράφος Ησύχιος, είς το λήμμα "αντίχειρες ", παρατηρεί:

"Έννια των βαρβάρων εθνών, τους αντίχειρας υποτιθέντα τοίς γενείοις, και τους δακτύλους εκτείνοντα, προσκυνεί τούς ηγουμένους αυτών ".

"Προσκυνείν ώσπερ έν τοίς βαρβάροις " | "Το προσκύνημα αφορά μόνον τους βάρβαρους " { Δημοσθ. 549.16 }

Η παγκόσμιος Ιστορία της "Ακαδημίας Επιστημών ΕΣΣΔ " { Εκδ. 1957, σελ. 647 - 652 } σχολιάζει διεξοδικώς τις απίστευτες αυτές εκφράσεις και συνήθειες: "Οι βασιλίσκοι της Συρίας συνήθιζαν όταν απευθύνοντο στον Φαραώ, να εκδηλώνουν με δουλικές εκφράσεις την εξάρτηση τους απο αυτόν, "στα πόδια του κυρίου μου επτά κι άλλες επτά φορές πέφτω να προσκυνήσω και με την κοιλιά μου και με την ράχη μου "... Ο εξαρτημένος άρχιζε με την προσφώνηση "στον Κύριο μου, στον Ήλιο μου πέφτω ", έφθανε μάλιστα στο σημείο να αυτοονομάζεται και "σκύλος του κυρίου του "

Ο Στοβαίος είς το Περί Νόμων και Εθών { 41 }, διασώζει την πληροφορία ότι: "Πέρσαις... εάν τινα προστάξη ο βασιλεύς μαστιγώσαι, ευχαριστεί ώς αγαθού τυχών ότι αυτού εμνήσθη ο βασιλεύς " | "Στην Περσία, εάν κάποιος μαστιγωθεί κατόπιν εντολής του βασιλέως, τον ευχαριστεί ".

Και επί σουλτανικής ακόμη Τουρκίας γινόταν στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης η επίσημη τελετή του προσκυνήματος, κατά την οποία οι πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, αλλά και οι δυτικοί πρεσβευτές, υπέβαλλαν τα συγχαρητήρια τους στον σουλτάνο προσκυνώντας κροσωτή ταινία στα πόδια του θρόνου του. Μόνον οι "υπόδουλοι "Έλληνες ήταν "Απροσκύνητοι ".
Γράφει ο σουλτάνος Σελίμ Β'πρός τον υιό του, το 1572: "Παιδί μου, ο θεός εβοήθησε και ενίκησα και πήρα την Κύπρο, τους άπιστους ανθρώπους όπου δεν με επροσκενούσαν..."

Ο Ι. Κακρίδης αναφέρει χαρακτηριστικά: "Στα Λαηνά του Σουφλιού, είναι ένας τσοπάνος που φτιάνει θαυμάσιες γκλίτσες. Σε μία απο αυτές παρίστανε τον Τούρκο να κόβει το κεφάλι ενός Έλληνα. Ο Έλληνας στέκει όρθιος, και με χωρίς κεφάλι που είναι. Κι όταν ρωτήσαν τον τσοπάνο γιατί στέκει όρθιος, αφού είναι χωρίς κεφάλι, αποκρίθηκε - Γιατί είναι Έλληνας - " { Οι Αρχαίοι Έλληνες στην Νεοελληνική Παράδοση, εκδ. ΜΙΕΤ, σελ. 32, 52 }

Πράγματι οι Έλληνες, άν και λίαν ευσεβείς, δεν "έκυπτον ", ούτε και όταν προσευχόταν. Είναι γνωστό ότι επικαλούντε τους επουράνιους θεούς δι'απλής ανατάσεως των χεριών, "άρσεως ", εξ ου αρα = προσευχή, αράομαι = προσεύχομαι.

"Λαοί δ'ηρήσαντο { δηλ. προσευχήθηκαν }, θεοίσι δε χείρας ανέσχον " { Ιλιάς Η 177 }"

... στάντες ευξόμεθα αυτοίς, ανατείνοντες των χείρε αγαθόν δίδοναι... " { Αριστοφ. Όρνιθες 621 }

" ... θεοκλυτούντος και πρός τον ουρανόν ανατείνοντας τάς χείρας... " { Πλουτάρχου. Βίος Αλεξάνδρου 19 }

" ...ανίσχοντες χέρας, αθανάτοις εύχοντο " { Βακχ. Διθύρ. 25 }

Τα κείμενα μας είναι γεμάτα απο παρίμοιες περιγραφές και εικόνες. Όταν εδέοντο πρός τους θαλάσσιους θεούς, τότε άπλωναν τα χέρια τους πρός την θάλασσα, ενώ όταν απευθυνόταν πρός τους θεούς του Κάτω Κόσμου χτυπούσαν το έδαφος με τα πόδια τους - προκειμένου να εισακουσθούν - και όχι δια της παλάμης, αποφεύγοντας έτσι την οσφυοκαμψία, το κύπτειν, αφού όπως επεξηγεί ο Λουκιανός { Νιγρίνος 21 }: "Ο υποκύψας, την ψυχήν ταπεινώνει, τη του σώματος ομοιότητι ".

Γι'αυτό και ο Διογένης ο Κυνικός, όταν κάποτε είδε μιά γυναίκα να γονατίζει για να προσκυνήση, με την κεφαλή επί του εδάφους, την επετίμησε με την γνωστή του "αθυροστομία ":

"Ούκ ευλαβή, ώ γύναι, μή ποτε θεού όπισθεν εστώτος ασχημονήσης; " { Διογένης Λαέρτιος - Βίος Διογένους 37 }

Ο Πυθαγόρας φαίνεται ότι ήτο ιδιαιτέρως αυστηρός, διότι απαγόρευε ακόμη και την παραμικρή δέησι. Γράφει ο Ιάμβλιχος στον "Πυθαγορικόν Βίον " { 236 }:

"Οι Πυθαγόρειοι απείχοντο δεήσεων και ικετειών και πάσης τής τοιαύτης ανελευθέρου θωπείας { κολακείας } ώς ανάνδρου και ταπεινής ούσης ".

Γι'αυτό ο Μίνως, ώς δικαστής στον Άδη, απέστελλε στους χώρους των ασεβών και τις ψυχές όσων είχαν την απαίτηση ή απλώς ανέχοντο να προσκυνούνται ενόσω ζούσαν.

"Μίνως, επιμελώς εξετάζων, απέπεμπεν έκαστον ές τον των ασεβών χώρον... μάλιστα εκείνων ήπτετο, των προσκυνείσθαι περιμενόντων ". { Λουκιανού - Νεκυομαντεία 473 }

Η προσκύνησις ανθρώπου απο άνθρωπο αντιμετωπίζετο και ώς μεγάλη βλακεία και αφέλεια. Γράφει ο Φιλόστρατος, στον βίο Απολλωνίου του Τυανέως { Κέφ. XXVII }: "Αφικομένω Απολλωνίω ές Βαβυλώνα, ο σατράπης ο επί των μεγάλων πυλών ορέγει { απλώνει } χρυσήν εικόνα του βασιλέως ήν, εί μή προσκυνήσειέ τις, ού θεμιτόν ήν εσφοιτάν έσω { να εισέλθει στην πόλη } σατραπεύεται παρά τοίς βαρβάροις τα ούτω ευήθη... "{ ευήθης = ανόητος, μωρός, ηλίθιος }.

Γι'αυτό οι ξένοι Ελληνιστές συγκρίνοντας τις δύο νοοτροπίες - βαρβάρων και Ελλήνων - σχολιάζουν εντυπωσιασμένοι: "Στην Ελλάδα κανείς ελεύθερος πολίτης δεν υποκλίνεται ούτε προσκυνάει μιά ζωντανή θεότητα πεσμένος κατά γής" { Hanson Heath - Ποιός σκότωσε τον Όμηρο; }

Οι Έλληνες είχαν καταλάβει ότι η ιδιαιτερότητα τους ήταν να μην υποκλίνονται μπροστά σε άνθρωπο, να μη δέχονται την απόλυτη εξουσία... Άν υπερασπίζουμε την παιδεία της Αρχαίας Ελλάδος στην σημερινή εκπαίδευση, δεν το κάνουμε επειδή ανήκει στο παρελθόν όλων μας, αλλά επειδή είναι το καλλίτερο εχέγγυο μέλλον. "{ Ζακλίν ντέ Ρομιγύ - Ομιλίας της στην Πνύκα, 11-7-1995 }.

Όταν ο Δαρείος, ώς ένδειξη υποταγής, είχε ζητήσει απο τους Σπαρτιάτες "Γη και Ύδωρ ", οι Σπαρτιάτες
"τους πρέσβεις τους αιτέοντας, ές φρέαρ εμβαλόντες, εκέλευον γήν τε και ύδωρ έκ τούτων φέρειν παρά βασιλέα " | "Τους έριξαν σ'ένα πηγάδι λέγοντας να πάρουν απο εκεί "Γή και ύδωρ "για να το φέρουν στον βασιλέα τους ".

Ο Απόλλων όμως οργίσθη επειδή οι πρέσβεις εθεωρούντο πρόσωπα απαραβίαστα, και "Λακεδαιμονίοισι μήνις κατέσκηψε ". Συσκεφθέντες τότε απεφάσισαν να αποδώσουν ικανοποίηση, " ... ποινήν τείσειν Ξέρξη, των Δαρείου κηρυκών των έν Σπάρτη απολομένων ". Κήρυγμα λοιπόν εποιούντο πρός τους πολίτες "εί τις βούλοιτο, πρό { υπέρ } Σπάρτης αποθνήσκειν ". Πράγματι, ο Σπερθιής ο Ανηρίστου και ο Βούλις ο Νικολάου προσεφέρθησαν να ταξιδεύσουν είς τα Σούσα για να τιμωρηθούν απο τον Ξέρξη με την ποινή του θανάτου. Όταν παρουσιάσθηκαν στον Πέρση βασιλέα εδήλωσαν τον λόγο της αποστολής τους, πλήν όμως αρνήθηκαν κατηγορηματικά, παρά τις πιέσεις, να τον προσκυνήσουν. - Ήρθαμε για να μας φονεύσετε, όχι για να προσκυνήσουμε! -

Ο πρεσβευτής Τιμαγόρας που εδέχθη να προσκυνήση, εφονεύθη υπό των Αθηναίων: "Τιμαγόρας, ούτος πρεσβευτής πεμφθείς πρός βασιλέα Αρταξέρξην υπο Αθηναίων, χρυσίον έλαβε παρ'αυτού και αργύριον/// ούτος ούν ο Τιμαγόρας, προσκυνήσας τον Περσών βασιλέα, παρά τα Ελλήνων ήθη, και δωροδοκηθείς, υπο Αθηναίων ανηρέθη - εφονεύθη - "{ Λεξικό Σουίδα }

Το "απροσκύνητον ", ώς Ελληνική συνήθεια, ώς βίωμα και αρετή, ώς τρόπος ζωής, επέρασε και στα δημοτικά, αλλά και στα σύγχρονα τραγούδια. Ο σκλαβωμένος Έλληνας παραμένει στο φρόνημα αδούλωτος, απροσκύνητος, σαν αετός που κυτάεει τον ήλιο { τον δυνάστη } κατάματα. Μα εγώ δεν ζώ γονατιστός είμαι της γερακίνας γιός - Βασίλης Τσιτσάνης. Το Γεράκι, ο Ιέραξ, το έμβλημα του Διός. Και δεν είναι τυχαίο που το "αέτωμα " - αετός με ανοιχτά φτερά - είναι το πατρογονικό μας σχήμα. Οι αρματωλοί και οι κλέφτες που τόσο έχει υμνήσει η λαϊκή μούσα, παραμένουν απροσκύνητοι και άκαμπτοι σαν αρχαίοι κούροι.


"Όσο είν'ό κλέφτης ζωντανός, πασά δέν προσκυνάει
κι άν πέσει το κεφάλι του, δεν μπαίνει στο ταγάρι.
Το παίρνουν οι σταυραετοί να θρέψουν τα παιδιά τους
να κάνουν πήχυ το φτερό και πιθαμή το νύχι. "

"Εγώ ραγιάς δεν γίνομαι, Τούρκο δεν προσκυνάω. "

"Τρείς Τούρκοι τρείς γενίτσαροι και οι τρείς τον Γιάννο θέλουν
για να τον παραδώσουνε στις πύλες του σουλτάνου.
Σαν τι κακό του έκαμα μπρέ Τούρκοι του Σουλτάνου;
Μα πώς δεν τώκανες κακό που δεν τον προσκυνάεις.
Ούτε τον επροσκύνησα ούτε τον προσκυνάω. "

"Προσκύνα Διάκο τον Πασά, προσκύνα τον Βεζύρη...
Όσο είν'ο Διάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει. "

"Μάρκο μου πάρε τα κλειδιά κι έλα να προσκυνήσει.
Μένα με λένε Μπότσαρη, μένα με λένε Μάρκο
ποτέ μου δεν προσκύνησα κι ούτε θα προσκυνήσω. "

"Έβγα Γιώργη, προσκύνησε, τζουράκι να σε κάμω.
Δεν είμαι νύφη πατρινιά να βγώ να προσκυνήσω. "

"Χρήστο, σε θέλει ο πασάς, σε θέλουν οι αγάδες.
Όσο είν'ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκο δεν προσκυνάει. "

"Τ'αντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε των γονιών σας.
Τούρκους δεν έπροσκύνησαν. Τούρκοι μην τα πατήσουν. "

Στα "Απομνημονεύματα "του Κολοκοτρώνη, διαβάζουμε ότι ο Κολοκοτρώνης εννόησε ότι η ύπουλη αμνηστεία του Ιμπραήμ υπέσκαπτε το φρόνημα των αγωνιστών. Οι προσκυνημένοι φέρνανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά στον αγώνα παρά οι ίδιοι οί αλλόφυλοι. Και έριξε το σύνθημα: "Τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους... η πατρίς κινδυνεύει απο το προσκύνημα ". Στον ίδιο τον Ιμπραήμ απάντησε: "Όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμεν ".

Παρόμοια απάντηση έδωσε και ο Καραϊσκάκης στον Κιουταχή κατά την συνάντηση τους στην ναυαρχίδα του Γάλλου ναυάρχου Δεριγνύ. Όταν εισήλθε στο σαλόνι ο Καραϊσκάκης, του είπε ο Κιουταχής: "Έλεγα πως θάρθεις να με προσκυνήσεις ". Κι εκείνος απάντησε: "Εγώ να σε προσκυνήσω; βαλεσής εσύ, Ρούμελης βαλεσής κι εγώ ". { Φωτιάδη - Καραϊσκάκης }

Ανάλογες απαντήσεις βγαλμένες μέσα απο την διαχρονική αυτή πεποίθηση του Ελληνισμού, έχει να επιδείξει η Ιστορία και απο τον νεώτερο Κυπριακό αγώνα.
Η μητέρα του Α. Αυξεντίου { ο οποίος κάηκε ζωντανός απο τους Άγγλους μέσα στο κρησφύγετο του αρνούμενος να παραδωθεί }, λίγο μετά τον θάνατο γιού της δήλωσε: "Κάλλιο μιά φούχτα χώμα ο λεβέντης μου, παρά γονατισμένος ".


"Δεν προσκυνώ Αγαρηνό, κρατάω απ'τον Όμηρο εγώ
είμαι του Τεύκρου αγγόνι και του Κολοκοτρώνη.
Παιδί του Μακρυγιάννη δέ με νικούν βαρβάροι... " { Α. Ανδρέου }

Ο Κωστής Παλαμάς μέσα απο τους στίχους του ποιήματος του "Ο γιός της Χήρας "προβάλλει με τρόπο εντυπωσιακό και μεγαλειώδη, "την ιδιαιτερότητα των Ελλήνων να μην υποκλίνωνται μπροστά σε άνθρωπο ".

Άς σταθούμε σε λίγους αλλά χαρακτηριστικούς στίχους του εκτενούς αυτού ποιήματος:

"Έβγαλε διάτα ο Κρούταγος, της Βουργαριάς ο τσάρος. Προσκύνημα...
Κοπαδιαστά περνάν, κι όλο περνάν οι σκλαβωμένοι εμπρός του.
Προσκύνημα. Μπρός του περνάν και γονατάν και σκύβουν.
Μόν'ένας μπρός του σαν περνά, δεν γονατά, δεν σκύβει...
Μόνος αυτός δε γονατά, μόνος αυτός δε σκύβει.

Κι ο βασιλιάς ξαφνίζεται, ρωτά: Ποιός είν'εκείνος που δέ με προσκυνά;
Για φέρτε τον μπροστά μου. Κι άν τον κρατήση ο Κρούταγος, και τι κακό θα κάμη;
Φέρθηκε ο νιός απόκοτα και θάνατος του πρέπει...
Κι ήρθε και η μάννα κι έσκυψε πρός το παιδί της και είπε:
...εσένα είναι η πατρίδα σου τ'Αλεξάνδρου ή πατρίδα. "

hellenicnationalreligion


ΠΗΓΗ thesecretrealtruth

25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821 - 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 Ο ΑΓΩΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Ρωσική τηλεόραση Τα τελευταία λόγια του Κύπριου πιλότου και οι κραυγές πριν τη συντριβή του Boeing στο Ροστόφ(Βίντεο)

$
0
0
Δείτε τι ειπώθηκε μέσα στο κόκπιτ και τι συμπέρασμα έβγαλαν οι ειδικοί
Τα τελευταία λόγια του Κύπριου πιλότου πριν το αεροσκάφος της Flydubai συντριβεί στο αεροδρόμιο του Ροστόφ έδωσε στη δημοσιότητα η ρωσική τηλεόραση. Συγκεκριμένα το κανάλι Rossiya-1 έχει στην κατοχή του την καταγραφή των συνομιλιών το τελευταίο λεπτό της μοιραίας πτήσης.

«Μην ανησυχείτε», ακούγεται ο πιλότος να λέει πολλές φορές. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούγεται ξανά η φωνή του: Μην το κάνεις αυτό. Η τελευταία πρόταση που αρθρώνει είναι: «Τράβα πάνω».

Ακολουθούν άλλα 6 δραματικά δευτερόλεπτα, που όπως μεταδίδουν οι Ρώσοι δημοσιογράφοι του σταθμού ακούγονται κραυγές τόσο σπαρακτικές σαν να μην είναι ανθρώπινες.

Από αυτά που ακούγονται οι Ρώσοι συνάγουν το συμπέρασμα ότι ίσως η συντριβή να οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος.

Οπως μετέδωσε ο τηλεοπτικός σταθμός από τις συνομιλίες φαίνεται πως ο πιλότος έχασε τον έλεγχο του αεροσκάφους αμέσως αφού έκλεισε των αυτόματο πιλότο.

Ο τηλεοπτικός σταθμός κάλεσε στο στούντιο ειδικούς που προσπάθησαν να αποκωδικοποιήσουν τα τελευταία αυτά δραματικά λόγια. Κατά την άποψή τους, άτομο μέσα στο κόκπιτ ενεργοποίησε κατά λάθος το σταθεροποιητικό πτερύγιο στην ουρά του αεροσκάφους στην προσπάθειά του να φερει το Boeing σε οριζόντια θέση.

Με αυτό το πτερύγιο ανοιχτό, «το αεροπλάνο πρακτικά δεν αντιδρά στις εντολές του κυβερνήτη» ανέφερε το κανάλι προσθέτοντας ότι «οι πιλότοι δεν κατάλαβαν ότι σε αυτό οφειλόταν και η απότομη βουτιά».

Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα αυτά αποτελούν σενάρια του ρωσικού δικτύου, καθώς τίποτε επίσημο δεν έχει προκύψει από την εν εξελίξει έρευνα.

Το αεροσκάφος που είχε ξεκινήσει από το Ντουμπάι συνετρίβη την ώρα της δεύτερης απόπειρας προσγείωσης μέσα σε πολύ κακές καιρικές συνθήκες.

ΠΗΓΗ protothema

Δύο ημέρες μετά τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες! Σκότωσαν φρουρό των πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Βέλγιο

$
0
0
Του έκλεψαν την κάρτα εισόδου - Η απόκτηση του ελέγχου ενός πυρηνικού σταθμού από τζιχαντιστές θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί «πριν παρέλθουν πέντε χρόνια» προειδοποίησε ο συντονιστής της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας
Συγκλονιστικές αποκαλύψεις βλέπουν το φως της δημοσιότητας σήμερα που δείχνουν ότι οι τζιχαντιστές έχουν βάλει για τα καλά στο στόχαστρό τους τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Βελγίου.


Όπως αποκαλύπτει σήμερα η εφημερίδα Derniere Heure δύο ημέρες μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις Βρυξέλλες, βρέθηκε νεκρός φρουρός των πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Σαρλερουά.

Το άκρως ανησυχητικό είναι ότι έκλεψαν την κάρτα εισόδου του, την κάρτα που του επιτρέπει δηλαδή την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις. Η εφημερίδα υπογραμμίζει ότι η κάρτα πρόσβασης του φρουρού αυτού απενεργοποιήθηκε αμέσως μόλις ανακαλύφθηκε ότι είχε πυροβοληθεί και σκοτωθεί και ότι είχε κλαπεί η κάρτα του.

Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, ο φρουρός πυροβολήθηκε το βράδυ της Πέμπτης ενώ έκανε βόλτα τον σκύλο του.

Στις αρχές έχει σημάνει συναγερμός καθώς όπως έχει γίνει γνωστό οι βελγικές πυρηνικές εγκαταστάσεις αποτελούν έναν από τους στόχους των τζιχαντιστών.

Την Πέμπτη, η DH έγραφε ότι οι καμικάζι που ανατινάχθηκαν την περασμένη Τρίτη στις Βρυξέλλες εξέταζαν αρχικά το ενδεχόμενο να βάλουν στόχο μια πυρηνική εγκατάσταση, αλλά μια σειρά από συλλήψεις υπόπτων τους ανάγκασε να επιταχύνουν τα σχέδιά τους και αντ'αυτού να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην βελγική πρωτεύουσα.

Την περασμένη Τρίτη, δύο επιθέσεις αυτοκτονίας σημειώθηκαν στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου των Βρυξελλών στο Ζαβεντέμ και άλλη μια στον σταθμό του μετρό των Βρυξελλών στο Μαλμπέκ. Τουλάχιστον 31 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 316 τραυματίστηκαν από τις επιθέσεις αυτές.

Επίσης στα τέλη του περασμένου έτους οι διωκτικές αρχές βρήκαν ένα βίντεο στο οποίο είχαν καταγραφεί οι κινήσεις ενός άνδρα, που συνδέεται με την πυρηνική βιομηχανία της χώρας, σε έρευνα που πραγματοποίησαν σε ένα διαμέρισμα μετά τις τζιχαντιστικές επιθέσεις στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου που προκάλεσαν τον θάνατο 130 ανθρώπων.

Το βίντεο αυτό, διάρκειας αρκετών ωρών, δείχνει υλικό από την είσοδο ενός σπιτιού στο βόρειο Βέλγιο και την άφιξη και την αποχώρηση του διευθυντή του βελγικού προγράμματος πυρηνικής έρευνας.


Βέλγιο: Θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κυβερνοεπίθεση σε πυρηνικό σταθμό «πριν παρέλθουν πέντε χρόνια»
Η απόκτηση του ελέγχου ενός πυρηνικού σταθμού από τζιχαντιστές θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί «πριν παρέλθουν πέντε χρόνια» αναγνώρισε σήμερα ο συντονιστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ενώ η ασφάλεια των βελγικών πυρηνικών εγκαταστάσεων αποτελεί αντικείμενο κριτικής.

«Δεν θα εκπλαγώ εάν πριν παρέλθουν πέντε χρόνια γίνουν απόπειρες να χρησιμοποιηθεί το ίντερνετ για τη διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών» με την απόκτηση μεταξύ άλλων του ελέγχου «του κέντρου διαχείρισης ενός πυρηνικού σταθμού, ενός κέντρου ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας ή της αλλαγής πορείας των σιδηροδρομικών γραμμών» εκτίμησε ο Ζιλ ντε Κερσόβ σε συνέντευξή του στη βελγική εφημερίδα La Libre Belgique.

«Κάποια στιγμή θα υπάρξει σίγουρα ένας τύπος» εντός του Ισλαμικού Κράτους «με διδακτορικό στην τεχνολογία πληροφοριών, ο οποίος θα είναι σε θέση να εισέλθει σε ένα σύστημα» ο κ. ντε Κερσόβ.

«Η αυξημένη γνώση των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους στο πεδίο των βιοτεχνολογιών αποτελεί πραγματική απειλή για το μέλλον» σημείωσε ο συντονιστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Μετά τις επιθέσεις την Τρίτη στις Βρυξέλλες, έχουν ενισχυθεί τα μέτρα ασφαλείας γύρω από τους δυο πυρηνικούς σταθμούς του Βελγίου.

ΠΗΓΗ  protothema

Επιπλέον μέτρα 3 δισ. ζητά η τρόικα - «Θα πέσουμε», λέει το Μαξίμου

$
0
0

Επιπλέον μέτρα 3 δισ. ζητά η τρόικα - «Θα πέσουμε», λέει το Μαξίμου
Σε βασανιστήρια υποβάλλουν την ελληνική πλευρά οι δανειστές με αφορμή την περίφημη και πολυπόθητη αξιολόγηση. Όπως χαρακτηριστικά λένε οι πολιτικοί αναλυτές, το «ξύλο» που έφαγε ο Τσακαλώτος στο Χίλτον από τους τροικανούς είναι απερίγραπτο.
AdTech Ad
Ο χρόνος κυλά σε βάρος της Ελλάδας όσο είναι ανοιχτή η αξιολόγηση και η εμπλοκή δεν θα αργήσει να παρουσιαστεί, αφού οι δανειστές ζητούν το μίνιμουμ επιπλέον μέτρα 3 δισ.

Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι οι δανειστές δεν επιθυμούν να κλείσει η αξιολόγηση διότι δεν θέλουν να ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος.
Οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων αναφέρουν ότι ακόμα και αν συμφωνήσει το ΔΝΤ ότι το 2015 έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα 0,2% αντί για έλλειμμα 0,6% όπως αυτό εκτιμά, οι συζητήσεις και η επίτευξη συμφωνίας προϋποθέτουν «μίνιμουμ» νέα μέτρα 3 δισ. ευρώ από το 2016 έως το 2018, με στόχο την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.
Όπως ανέφερε άλλωστε και ο Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής κύριος Φραγκίσκος Κουτεντάκης την Τετάρτη, παρότι ορισμένα μέτρα που ελήφθησαν το 2015 απέφεραν περισσότερα έσοδα από όσα υπολόγιζε η κυβέρνηση όταν τα ελάμβανε, «η υπεραπόδοση των μέτρων δεν αρκεί για να καλύψει από μόνη της το δημοσιονομικό κενό».
Όπως παραδέχονται κυβερνητικές πηγές, κυβέρνηση και ΔΝΤ χωρίζει δημοσιονομική «άβυσσος» ύψους 3% του ΑΕΠ (δηλαδή 5 δισ. ευρώ) ως το 2018! Και αν ακόμα το ΔΝΤ αποδεχτεί το πρωτογενές πλεόνασμα 0,2% του 2015, καλύπτονται μόλις τα 1,5 δισ. ευρώ της διαφοράς. Μένουν δηλαδή μέτρα 3-3,5 δισ. ευρώ για να μπουν οι βάσεις για μια συμφωνία με τους δανειστές.
Στην προσπάθεια να καλύψει το δημοσιονομικό κενό ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018, η κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα κοκτέιλ φοροεισπρακτικών μέτρων που περιλαμβάνει:
- ανατροπές στη φορολογία εισοδήματος με «ψαλίδισμα» του έμμεσου αφορολογήτου ορίου στις 9.100 ευρώ και νέες φορολογικές κλίμακες,
- αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο ντίζελ ο οποίος εξισώνεται με τον ΕΦΚ στη βενζίνη,
- αύξηση της φορολογίας στα εισοδήματα από ακίνητα,
- αύξηση του φόρου ακινήτου για τους έχοντες μεσαία και μεγάλη ακίνητη περιουσία,
- αύξηση του φόρου στα μερίσματα από 10% σε 15%.
- επιβολή τέλους στη συνδρομητική τηλεόραση,
- αύξηση του τέλους κινητής τηλεφωνίας.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, οι αρμόδιοι υπουργοί έχουν διαμηνύσει στους δανειστές πώς αν τεθούν όλα αυτά στον ελληνικό λαό, τότε η κυβέρνηση θα πέσει.

ΠΗΓΗ newsbomb

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑΣ ΕΦΤΑΣΕ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ... ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗ Διθυραμβικό αφιέρωμα στις ελληνικές ΕΔ και την χθεσινή μεγάλη παρέλαση στην Αθήνα από τα κινεζικά κρατικά ΜΜΕ

$
0
0
Του Θεόφραστου Ανδρεόπουλου
Από το  pronews
 
Εκτενές αφιέρωμα-ύμνο έκανε το κινεζικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhuaστις ελληνικές ΕΔ και στην υψηλότατου επιπέδου παρέλαση που διεξήχθη χθες στην Αθήνα κατά τους εορτασμούς της Εθνεγερσίας.

Το Xinhua αναφέρει χαρακτηριστικά:

"Η Ελλάδα γιόρτασε την επέτειο της ελληνικής ανεξαρτησίας από την τουρκική κατοχή το 1821 με την ετήσια στρατιωτική παρέλαση, ενώ μαθητικές παρελάσεις διεξήχθηκαν σε όλη την χώρα"
"Οι Έλληνες πολίτες εξέφρασαν την πίστη τους για ένα λαμπρότερο μέλλον και τίμησαν το παρελθόν τους κυματίζοντας ελληνικές Σημαίες και τραγουδώντας τον εθνικό Ύμνο καθώς οι στρατιώτες παρέλαυναν μπροστά από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη".




ATHENS, March 25, 2016 (Xinhua) -- Greek army soldiers take part in the Independence Day parade in Athens, Greece, on March 25, 2016. The Independence Day marks the start of the Greek revolution against Ottoman rule in 1821.(Xinhua/Marios Lolos)

Όλες οι φωτογραφίες που δημοσίευσε το κρατικό κινεζικό ΜΜΕ είναι από τον Μάριο Λώλο























Νέα θρασύτατη κίνηση από την Άγκυρα: "Το κυπριακό οικόπεδο 6 είναι δικό μας"!

$
0
0
Του Θεόφραστου Ανδρεόπουλου
Από το pronews
 
Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ότι η ελληνική ΑΟΖ ενώνεται με την κυπριακή και προχωράει ακόμα παραπέρα καθώς αυθαίρετα "επεκτείνει"την "υφαλοκρηπίδα της"στην ΑΟΖ της Κύπρου και ζητάει "κομμάτι"του "οικοπέδου" 6

«Η Τουρκία θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να προστατεύσει τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της στην υφαλοκρηπίδα της», προειδοποιεί με ανακοίνωσή του το τουρκικό ΥΠΕΞ σχετικά με τον τρίτο γύρο αδειοδότησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για αναζήτηση υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ.


Το τουρκικό ΥΠΕΞ ισχυρίζεται ότι μέρος του οικοπέδου 6 είναι εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας! Πρόκειται για συνέχεια της θρασύτατης πολιτικής που ακολουθεί η Άγκυρα που μεθοδικά επιχειρεί την καταστρατήγηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των δύο ελληνικών κρατών της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Σύμφωνα με το τουρκικό ΥΠΕΞ, «στο παρόν στάδιο που έχουν φτάσει σε μια κρίσιμη φάση οι διαπραγματεύσεις για επίτευξη περιεκτικής λύσης με στόχο την ίδρυση ενός νέου συνεταιρισμού στην Κύπρο, η απόφαση της ελληνοκυπριακής διοίκησης για διαγωνισμό, από τη μια παραβλέπει τα ίσα και αδιαχώριστα δικαιώματα και συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων επί των φυσικών πόρων του νησιού και από την άλλη παραβιάζει τα δικαιώματα της χώρας μας τα οποία πηγάζουν από την υφαλοκρηπίδα της περιοχής».


Σε σημερινή ανακοίνωση, το κυπριακό ΥΠΕΞ απαντά στην Άγκυρα ότι "Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αποφασισμένη να προστατεύσει τα δικαιώματά της με όλα τα ειρηνικά μέσα που διαθέτει, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου"το ζήτημα είναι ότι η Άγκυρα δεν καταλαβαίνει καθόλου από αυτά και δεν την απασχολεί ποσώς το Διεθνές Δίκαιο αφού γνωρίζει ότι δεν "σκοτίζεται"κανείς για να της τ επιβάλλει.

“Η ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας σε σχέση με την ανακοίνωση του τρίτου γύρου αδειοδότησης σε ερευνητικά τεμάχια εντός της κυπριακής ΑΟΖ αποτελεί έκφανση της προκλητικής και αποσταθεροποιητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας και αυθαίρετης ερμηνείας των διεθνών συνθηκών και συμβάσεων.

Η Κυπριακή Δημοκρατία, κράτος-μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ασκεί, όπως κάθε άλλο κράτος της διεθνούς κοινότητας, όλα τα κυριαρχικά της δικαιώματα που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο επί του εδάφους και της θάλασσάς της, συμπεριλαμβανομένων των κυριαρχικών δικαιωμάτων επί της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης / Υφαλοκρηπίδας της, όπως διασφαλίζονται από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία έχει επικυρώσει από το 1988.

Η Κυπριακή Δημοκρατία, είναι αποφασισμένη να προχωρήσει στην εκμετάλλευση του φυσικού της πλούτου, ιδιαίτερα σε σχέση με τους υδρογονάνθρακες, για την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία ολόκληρου του λαού της, χωρίς διακρίσεις.”

Μετά την ανακάλυψη του κοιτάσματος Zohr στην ΑΟΖ της Αιγύπτου και του αυξημένου διεθνούς ενδιαφέροντος για την κυπριακή ΑΟΖ, τα αποθέματα υδρογονανθράκων εντός αυτής αποκτούν ιδιαίτερη σημασία δεδομένων των αυξημένων ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης.

Η εκμετάλλευση και αξιοποίηση των αποθεμάτων αυτών μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την ενεργειακή ασφάλεια, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αποφασισμένη να προστατεύσει τα δικαιώματά της με όλα τα ειρηνικά μέσα που διαθέτει, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, το οποίο αποτελεί πάντοτε οδηγό και γνώμονα των ενεργειών της και ασπίδα για προάσπιση των συμφερόντων της.

Η νέα διαδικασία χορήγησης αδειών εξερεύνησης υδρογονανθράκων, δεν επηρεάζεται από τον εν εξελίξει διάλογο για επίλυση του κυπριακού προβλήματος, αφού η ενάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν αναστέλλεται λόγω των συνομιλιών.

Ο φυσικός πλούτος της Κύπρου ανήκει στον κυπριακό λαό, δηλαδή σε όλους τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μετά τη λύση του Κυπριακού το σύνολο του λαού θα μπορεί να επωφεληθεί από την αξιοποίηση αυτού του φυσικού πλούτου".


Αμερικάνικη αναγνώριση της γενοκτονίας των Χριστιανών

$
0
0
Του Ν. Λυγερού

Αυτό που περιμέναμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις αναγνωρίσεις των γενοκτονιών έγινε. Η Βουλή των Αντιπροσώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ψήφισε ομόφωνα με 393 ψήφους την πρόταση του χαρακτηρισμού της δράσης της τρομοκρατικής οργάνωσης Daesh ως γενοκτονία. Ακόμα πιο συγκεκριμένα η ψηφοφορία αποφάσισε ότι οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν από το Daesh κατά των χριστιανών, των Yazidis και άλλων θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων στο Ιράκ και τη Συρία συνιστούν εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας και γενοκτονία. Αυτό το παράδειγμα είναι σημαντικό και για άλλα κράτη και δομές γιατί θα μπορέσουν να υποστηρίξουν ακόμα πιο εύκολα την ψηφοφορία και στα ίδια τους τα κράτη. Έχουμε καιρό που λέμε ότι η τρομοκρατική οργάνωση Daesh διαπράττει μια γενοκτονία αλλά τώρα έχουμε ένα επίσημο φορέα και μάλιστα μεγάλης εμβέλειας να αναγνωρίζει και πρακτικά αυτήν τη γενοκτονία. Δεν είναι ένας χαρακτηρισμός που διεκδικούν τα ίδια τα θύματα στην Αμερική αλλά μια εθνική απόφαση δικαιοσύνης που ακολουθεί και την έννοια των Δικαιωμάτων της Ανθρωπότητας. Αφού είναι ένα έθνος μέλος αυτής της Ανθρωπότητας που αναγνωρίζει το δικαίωμα ζωής ενός λαού. Αυτή η αλλαγή φάσης είναι σημαντική για το μέλλον αφού οι θύτες κατηγορούνται άμεσα κι όχι μετά από δεκαετίες αγώνων για αναγνώριση. Με αυτόν τον τρόπο η Ανθρωπότητα μπορεί να είναι πιο δραστική και πιο αποτελεσματική ενάντια στη βαρβαρότητα για να σώσει τους αθώους πριν πεθάνουν.

Όσοι πιστεύουν
Του Ν. Λυγερού

Όσοι πιστεύουν
ότι είναι
η ανθρωπιστική
βοήθεια
που σταματά
την τρομοκρατία
μπορούν
να δον
στις Βρυξέλλες
πόσο λάθος
είναι η θέση τους,
όσο για τους άλλους
που δεν ήξεραν
έως τώρα
ας ανοίξουν
τα μάτια τους
για να δουν
τα θύματα
στο Βέλγιο
και να καταλάβουν
ότι ο αγώνας
κατά της βαρβαρότητας
δεν γίνεται
με λόγια
αλλά με πράξεις
γιατί μόνο αυτές
βοηθούν
πραγματικά
τα θύματα.

L'UNION SACREE CONTRE LA BARBARIE. (Dessin au feutre)
N. Lygeros




Στις Βρυξέλλες
Του Ν. Λυγερού


Στις Βρυξέλλες
τώρα βλέπεις
την πραγματικότητα
που έλεγες
ότι δεν υπάρχει
κι ότι ήταν
μόνο υπερβολές
οι προειδοποιήσεις
καταλαβαίνεις
το λάθος σου
κι αν συνειδητοποιήσεις
ότι ο κίνδυνος
για τρομοκρατική
επίθεση
υπάρχει παντού
στην Ευρώπη
κι όχι μόνο
μακριά
διότι είμαστε
πάντα μαζί
στον αγώνα
ενάντια στη βαρβαρότητα
που δεν σέβεται
τους ανθρώπους
γιατί θέλει
μόνο σκλάβους
δίχως ανθρωπιά.

Κάθε νεκρός
Του Ν. Λυγερού


Κάθε νεκρός
είναι άνθρωπος
κι όχι μόνο
ένα θύμα
τρομοκρατών
γι’ αυτό μην ξεχνάς
το ανθρώπινο
στοιχείο
όταν κοιτάς
μόνο και μόνο
το αίμα
της πληγής
δίχως να βλέπεις
την ανθρωπιά
και την αξία
του σώματος
που πεθαίνει
επειδή
κανείς
δεν το προστάτεψε
από τους βάρβαρους
που θέλουν
τον θάνατό του
διότι ξέρουν
ότι ποτέ
δεν θα ταυτιστεί
με τις απόψεις τους
περί θρησκείας.

Δεν είναι μόνο
Του Ν. Λυγερού

Δεν είναι μόνο
ένα χτύπημα
που δεχτήκαμε
στο Βέλγιο
αλλά μια συνέχεια
που ακολουθεί
τη Γαλλία
και αυτές
οι πράξεις
της βαρβαρότητας
παραμένουν
ατιμώρητες
επειδή
οι Δίκαιοι
δεν εκφράστηκαν
ελεύθερα
για να πουν
την αλήθεια
σε όλους
ανεξαρτήτως
από κάθε
παρέμβαση
της κοινωνίας
που προσπαθεί
να καλύψει
με τα ψέματά της
τα λάθη
που σκότωσαν
αθώους.

Στο αεροδρόμιο
Του Ν. Λυγερού


Στο αεροδρόμιο
και στο μετρό
δεν υπάρχουν
μόνο θύματα
στις Βρυξέλλες
αλλά άνθρωποι
που ήθελαν
να ζήσουν
αλλά εκτελέστηκαν
ψυχρά και τυφλά
από βάρβαρους
που δεν αγαπούν
τους ανθρώπους
και ζουν
μόνο για να μισήσουν
τους άλλους
για να επιβάλουν
το σύστημα
του αφανισμού
όπου κι αν είναι
για να σκοτώσουν
τον πολιτισμό
όπου υπάρχει
αφού το κενό
είναι ο στόχος
της θρησκείας τους
που εκφυλίστηκε
λόγω δογματισμού.

Όταν επιτίθεσαι
Του Ν. Λυγερού


Όταν επιτίθεσαι
με βόμβες
και καρφιά
δεν είναι απλώς
για να σκοτώσεις
αλλά για να φανεί
με πολλαπλό τρόπο
το αίμα
των θυμάτων
που χύνεται
παντού
για να φοβίσεις
τα θύματα
για να τρομοκρατήσεις
τους άλλους
και να πεισθούν
ότι είσαι ισχυρός,
η πραγματικότητα
είναι διαφορετική
διότι σημαίνει
ότι έχεις ελάχιστο οπλισμό
και προσπαθείς
να εκμεταλλευτείς
στο έπακρο
τη βαρβαρότητα
λόγω μιζέριας
της στρατηγικής
του κενού.

Φτάνει πια
Του Ν. Λυγερού


Φτάνει πια
η αθωότητα
της άγνοιας
γιατί τα θύματα
δεν ζήτησαν
να είναι
θύματα
τρομοκρατικών
επιθέσεων
ήθελαν
μόνο να ζήσουν
σαν τους άλλους
ενώ εσύ
επέμενες
ότι πρόκειται
μόνο για πρόσφυγες
και προσπαθούσες
να μας πείσεις
ότι έμοιαζαν
με το παρελθόν
αντί να λες
την αλήθεια
μιας ωμής
πραγματικότητας
που δεν είχε
καμιά σχέση
με την επικίνδυνη
παρθενιά.

Μάθε άμυνα
Του Ν. Λυγερού


Μάθε άμυνα
αν θέλεις
πραγματικά
να βοηθήσεις
τους αθώους
γιατί βλέπεις
ότι οι επιθέσεις
συνεχίζουν
ακόμα κι αν
οι περισσότεροι
έλεγαν βέβαια
ότι δεν θα συμβεί
απολύτως τίποτα
ενώ αποδείχτηκε
ότι ήταν λάθος
αυτή η εκτίμηση
γι’ αυτό το λόγο
μάθε κι εσύ
ν’ αντιμετωπίζεις
αποτελεσματικά
τη βαρβαρότητα
γιατί η αγάπη
δεν επαρκεί
για να σώσεις
τους ανθρώπους
που υποφέρουν
λόγω αδιαφορίας
των άλλων.

Βελγικό ύφος
Του Ν. Λυγερού

 
Βελγικό ύφος
πρέπει να έχεις
για να βοηθήσεις
τους ανθρώπους
που έχασαν
τους δικούς τους
στις επιθέσεις
των τρομοκρατών
που θέλουν
να φοβίσουν
τους πάντες
για να μην μπορεί
κανένας
να λειτουργεί
ως άμυνα
έτσι κι εσύ
μίλα
στους δικούς σου
για να ετοιμαστούν
και να οργανωθούν
για να προστατέψουν
τους επόμενους
δίχως φόβο
γιατί θα ξέρουν
πώς να σπάσουν
το μέτωπο
της βαρβαρότητας.




Viewing all 37932 articles
Browse latest View live